Requiem με την ΚΟΑ στο Ηρώδειο

Του Βαγγέλη Σακέλλιου

Δικηγόρου

«…κι ύστερα είδα τους εφτά αγγέλους που
στέκονταν μπροστά στο Θεό
και τους δόθηκαν εφτά σάλπιγγες.
Κι ήρθε άλλος άγγελος και στάθηκε στο θυσιαστήριο,
κρατώντας χρυσό θυμιατήρι,
και του δόθηκαν πολλά θυμιάματα για να τα
προσφέρει
μαζί με τις προσευχές όλων των αγίων
στο θυσιαστήριο το χρυσό που είναι μπροστά
στο θρόνο.
Κι ανέβηκε ο καπνός των θυμιαμάτων
από το χέρι του αγγέλου
μαζί με τις προσευχές των αγίων,
μπροστά στο Θεό…»

Η αποκάλυψη του Ιωάννη,
μεταγραφή Γιώργος Σεφέρης

Η τελευταία φορά που είχα βρεθεί στο Ηρώδειο ήταν δύο καλοκαίρια πριν την πανδημία. Κι από πέρυσι αναζητούσα μια καλή ευκαιρία να ξαναπάω. Δεν είναι μόνο η παράσταση, το θέαμα που επιλέγεις αυτό καθ’ αυτό, αλλά κυρίως, η αισθητική απόλαυση που το Ωδείο Ηρώδου Αττικού προσθέτει, ως υπεραξία, σαυτές τις εκδηλώσεις.
Η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών (ΚΟΑ), με τον άξιο μαέστρο της Λουκά Καρυτινό, πάντα πρόσφερε αυτή την ευκαιρία. Ιδίως τώρα που θα εκτελούσε το δημοφιλέστερο Requiem, του Βέρντι, σε μια συμπαραγωγή με το Φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου στα πλαίσια του έτους που είναι αφιερωμένο στην Μαρία Κάλλας.
Ο Τζουζέπε Βέρντι συνέθεσε ένα Requiem στην μνήμη του Αλεσάντρο Μαντσόνι, θεμελιωτή της σύγχρονης Ιταλικής γλώσσας και υπέρμαχου της ενοποίησης της Ιταλίας.

Τυπικά το Requiem είναι ένα θρησκευτικό έργο, εξάλλου και το έργο του Βέρντι παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στον καθεδρικό ναό του Αγίου Μάρκου στο Μιλάνο την επέτειο ενός χρόνου από τον θάνατο του Μαντσόνι, το 1874.
Αν και ο Βέρντι θεωρείται ένας από τους κορυφαίους συνθέτες όπερας, εντούτοις στη σύνθεση του δικού του Requiem ανέδειξε οπερετικά την βαθύτερη ουσία του μέσα από το αμετάκλητο γεγονός το θανάτου και τα άδηλα συμφραζόμενα αυτού : αγωνία, δέος σοκ.
Είναι η μοιραία αναμέτρηση με το άγνωστο, με τον κόσμο των κεκοιμημένων, είναι η μεταθανάτια πρόσληψη των ζωντανών με τους δικούς τους πεφιλημένους. Είναι η έκκληση προς το θείο, πότε σαν οίκτος πότε σαν ελπίδα. Είναι η καθ’ ημάς Αποκάλυψη του Ιωάννη, άλλοτε λυτρωτική, άλλοτε γεμάτη δυστοπία. Είναι ο φόβος αλλά και η ανάσα-χαιρετισμός λίγο μετά το επέκεινα. Είναι τα πάθη, οι διαψεύσεις, οι ταλαντώσεις του έσω κόσμου. Είναι ένας άλλος Ιωάννης Δαμασκηνός σε μια άλλη , αλλά σπαρακτικά ίδια, νεκρώσιμη ακολουθία όπου ο άνθρωπος «τελειούται», ο φόβος του θανάτου παραμερίζεται, η θεϊκή κρίση ανήκει στο επέκεινα κι έναν χρόνο α-χρονο. Είναι η ύστατη μελωδική προσευχή μπροστά στο αναπόφευκτο της φθοράς και του θανάτου, η υπέρτατη ανάγκη πίστης και ελπίδας για το άγνωστο. Είναι ο άφατος πόνος για την μεγάλη απώλεια, η πυρπόληση μιας άνυδρης ενδοχώρας.
Είναι το «άρα τις εστίν, βασιλεύς ή στρατιώτης, ή πλούσιος ή πένης, ή δίκαιος ή αμαρτωλός», είναι τα μυριάδες κεριά και καντηλάκια σε χορταριασμένα νεκροταφεία δίπλα σε κιτρινισμένες φωτογραφίες των κεκοιμημένων, ικέτιδες και ευμενίδες μαζί, είναι το «φοβερώτατον, το του θανάτου μυστήριον».

Είναι μια σπάνια σπαρακτική κατάνυξη την ημέρα της κρίσης, την ημέρα της οργής, την ημέρα του φόβου, την ημέρα του ελέους, την ημέρα του θρήνου, την ημέρα της ικεσίας. Είναι το «ελευθέρωσε με», εκτεθειμένο στον αφανισμό και στο φως του άλλου κόσμου και η λαχτάρα για σωτηρία.
Το Requiem θεωρείται μια σύνθεση – κολοσσός, ένα δοξαστικό στον άνθρωπο μετά τον θάνατο, μια συμπερίληψη του εφήμερου και του ζόφου. Είναι η ανθρώπινη ψυχή κοντά στον Δημιουργό της και όπως σημειώνει ο Καρυτινός «αν υπάρχει δρόμος για την σωτηρία του ανθρώπου μέσω της Αγάπης, τότε το Requiem του Βέρντι είναι ο συμπαντικός σηματοδότης του».
Ένα τέτοιο έργο, μαυτή την νοηματοδότηση του, μόνο ως ιδιαίτερος «φόρος τιμής», «εις μνήμην», «ύστατο χαίρε» μέσα από μια προσευχή – ωδή προς την ζωή και τον θάνατο μπορεί να προσληφθεί.
Η ενορχηστρική ένταση και ο στροβιλισμός με την χορωδία και την μεγάλη ορχήστρα δίκαια δημιουργούν ένα ωστικό κύμα ήχων από πνευστά και έγχορδα. Είναι ακριβώς εκείνη η ένταση, η θύελλα που σε παρασέρνει μπροστά στην οργή ενός θεού που γίνεται τιμωρός, μπροστά στον θνήσκοντα άνθρωπο που, αλλοίμονο, μόνο να εκλιπαρεί μπορεί.
Το σύνολο της ΚΟΑ, με χορωδούς μουσικών συνόλων κι ένα μαέστρο σαν τον Λουκά Καρυτινό στο πόντιουμ, σίγουρα θα μας ξαναφέρει στο Ηρώδειο.

Υ.Γ. Ευχαριστώ θερμά τον κ. Θανάση Τρικούπη, κοσμήτορα της Σχολής Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και την κ. Τάνια Χαριτοπούλου, πρώτη βιόλα της ΚΟΑ, για την ευγενική πρόσκλησή τους.