Βαγγέλης Γιαννίσης
– Το χαρτόκουτο* –
Eπιμέλεια: Ελπ. Ιντζέμπελης
Το σπίτι είχε εντελώς αδειάσει. Οι βαλίτσες είχαν φορτωθεί στο αμάξι, το κρεβάτι είχε λυθεί και περίμενε τους μεταφορείς να το μεταφέρουν στο φορτηγό, μαζί με τον καναπέ και το τραπέζι της κουζίνας, που περίμεναν υπομονετικά στη βεράντα. Βάδιζε από δωμάτιο σε δωμάτιο, με την καρδιά βαριά, καθώς έπρεπε να φύγει, έπειτα από μία γεμάτη σχολική χρονιά στο νησί. Θα του έλειπε το σπίτι. Θα του έλειπαν οι μαθητές και οι συνάδελφοι. Θα του έλειπε η μοναξιά του χωριού.
Με το τσιγάρο ανάμεσα στα χείλη, ψάχνοντας μέσα σε ανοιχτές ντουλάπες, για να βεβαιωθεί πως δεν είχε αφήσει τίποτα πίσω του, ανακάλυψε στο μικρό παταράκι πάνω από το μπάνιο ένα μικρό, νοτισμένο χαρτόκουτο που μύριζε μούχλα. Και μέσα του, αποθηκευμένες οι αναμνήσεις όλων όσων έζησε μαζί της τους περασμένους μήνες.
Το εισιτήριο του πλοίου, με ημερομηνία Σεπτεμβρίου. Είχαν πάρει μαζί το καράβι από Πειραιά. Στην οικονομική θέση, είχαν μοιραστεί την οθόνη του κινητού του, βλέποντας Stranger Things. Έπιασαν κουβέντα κι έμαθε πως την έλεγαν Ξένια.
Έφευγε εκτός Αθηνών πρώτη φορά, έπειτα από έναν χωρισμό. Ήθελε να ηρεμήσει, ίσως να γράψει ένα βιβλίο. Της άρεσαν τα βιβλία -το πρώτο δώρο που της είχε κάνει ήταν Το Άρωμα του Ονείρου, του Τομ Ρόμπινς. Καθώς το περιεργαζόταν, δεν μπορούσε να μη χαμογελάσει με τον τρόπο που η Ξένια διάβαζε βιβλία• τσάκιζε σελίδες, υπογράμμιζε αράδες, σημείωνε όπου έβρισκε κενό. Δεν έκανε τον κόπο να της πάρει σελιδοδείκτες. Ήξερε πως δε θα τους χρησιμοποιούσε.
Η πρώτη τους φωτογραφία μαζί, μία Polaroid με θέα το γαλάζιο. Τα μαλλιά της ήταν πάντα ξέπλεκα. Τα δικά του -όσα είχαν απομείνει- κρύβονταν κάτω από ένα τζόκεϊ. Ένα μισοτελειωμένο μπουκάλι άρωμα του θύμισε την πρώτη φορά που είχαν κάνει έρωτα στο κρεβάτι που τώρα περίμενε το φορτηγό στη βεράντα. Οι κινήσεις της ήταν σφιγμένες, τα χείλη της διστακτικά. Τα μάτια κρυμμένα πίσω από κλειστά βλέφαρα. Σαν να μην ήθελε να τον δει, σαν να έβλεπε με τη φαντασία της σκηνές από τον έρωτα που έκανε με κάποιον άλλο, στην Αθήνα.
Μία τράπουλα που είχε φτιάξει για να παίζουν μπιρίμπα. Σε κάθε φύλλο της είχε γράψει κι από έναν λόγο που την αγαπούσε• τα μάτια της, το χαμόγελό της, το χιούμορ της, όλα τα κλισέ. Το άδειο μπουκάλι μονοποικιλιακό ροζέ που είχαν μοιραστεί σε ένα από τα ραντεβού τους -έβγαιναν ραντεβού μένοντας σπίτι. Τον χειμώνα δεν είχαν και πολλές επιλογές, άλλωστε. Έπιναν κρασί, έβλεπαν χαζοσειρές, έπαιζαν χαρτιά.
Έσφιξε το κινητό της στην παλάμη του. Η μπαταρία είχε πεθάνει καιρό τώρα, ωστόσο μπορούσε ακόμη να θυμηθεί τα μηνύματα, σαν να τα διάβαζε τώρα, μπροστά του. Φοβόταν πως ακόμη δεν είχε ξεπεράσει τη σχέση της στην Αθήνα. Είχε γνωρίσει ένα παιδί στο νησί, δίδασκαν μάλιστα και στο ίδιο σχολείο. Ήταν καλή παρέα, αλλά δεν είχαν μέλλον. Ήθελε να γυρίσει ξανά στην Αθήνα, να προσπαθήσουν ξανά.
Το πρόσωπό του σκοτείνιασε. Η δερμάτινη ζώνη μπλέχτηκε στα δάχτυλά του σαν φίδι. Ήταν Παρασκευή, όταν την περίμενε να κοιμηθεί, προτού την τυλίξει γύρω από τον λαιμό της. Το γόνατό του πίεζε δυνατά την πλάτη της, τα χέρια της χόρευαν μπροστά του, μπορούσε να δει μέσα στο μισοσκόταδο τα μικρά σταγονίδια σάλιου που εκτοξεύονταν μπροστά της ενόσω πάλευε να πάρει ανάσα. Αλλά δεν τα κατάφερε. Το σώμα της βάρυνε. Το ίδιο σώμα που κάποτε κουβαλούσε σαν πούπουλο, είχε πια γίνει ασήκωτο, καθώς το είχε μεταφέρει στο ακρωτήρι. Ο τάφος ήταν ήδη ανοιχτός• είχε φροντίσει νωρίτερα να τον σκάψει. Το σώμα της επέστρεψε στη γη και σύντομα το χώμα την έκρυψε στην αγκαλιά του.
Παρατήρησε προσεκτικά την πέτρα που είχε βρει εκείνο το βράδυ. Του θύμιζε μισή καρδιά. Την έσφιξε στην παλάμη του, σαν να ήθελε να την τσακίσει, προτού την επιστρέψει στο χαρτόκουτο. Χρατς. Η κολλητική ταινία το έκλεισε και το κουτί βρήκε τη θέση του στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου. Πάνω του έγραψε μία και μοναδική λέξη: Ενθύμια. Κλείνοντας το πορτμπαγκάζ, την είδε. Η Μαρία. Εκείνη που βρισκόταν πάντα στη σκιά της. Εκείνη που αγνοούσε, μέχρι τη στιγμή που η Ξένια έφυγε από τη ζωή του. Της χαμογέλασε κι εκείνη τον μιμήθηκε.
«Έτοιμος;»
Θα επέστρεφαν μαζί στον Πειραιά -κι από εκεί, θα πήγαιναν μαζί διακοπές κάπου, προτού ο Σεπτέμβρης τους στείλει ξανά σε κάποιο σχολείο. Τα κλειδιά κουδούνισαν στα δάχτυλά του, καθώς κλείδωνε την εξώπορτα. Έκανε μεταβολή κι άνοιξε το βήμα του, νιώθοντας ελαφρύς, σαν να είχε μόλις γεννηθεί.
*Εμπνευσμένο από το διήγημα Ett halvt ark papper, του August Strindberg.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ο Βαγγέλης Γιαννίσης γεννήθηκε το 1988 στην Ελευσίνα. Το 2011 μετανάστευσε στη Σουηδία, όπου έμεινε για χρόνια, διδάσκοντας σε δημοτικά σχολεία και σε εκπαιδευτήρια ενηλίκων. Εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο αστυνομικής λογοτεχνίας «Το μίσος», το 2014. Ακολούθησαν άλλα τρία με πρωταγωνιστή τον επιθεωρητή Αντερς Οικονομίδη, όλα από τις εκδόσεις Διόπτρα. Το καινούργιο του βιβλίο, «Η γυναίκα του Ισνταλ», βασίζεται στην πραγματική υπόθεση μιας δολοφονίας, η οποία παραμένει ανεξιχνίαστη εδώ και σχεδόν πέντε δεκαετίες.