Του Βαγγέλη Σακέλλιου
Δικηγόρου
«Κατατυραννησθείσα υπό της ατιμωτικής Τουρκικής δουλείας εν έτει 432, η πολυπαθής Άρτα, τέλος, Θεού ευδοκία, και αποφάσει των εστεμμένων κεφαλών των μεγάλων Κρατών της Ευρώπης, οίον Αγγλίας, Γαλλίας, Ιταλίας, Αυστρίας, Πρωσίας και Ρωσίας, συνελθόντων δι’ αντιπροσώπων εν τω υψηλώ Βερολινείω Συνεδρείω, απηλλάγη προς ταις άλλαις Θεσσαλικαίς χώραις και αυτή εκ του Τουρκικού ζυγού, κατά την 24 του Μηνός Ιουνίου 1881, εισελάσαντος εν αυτή, προηγουμένης διεθνούς επιτροπής των ανωτέρω Μ. Κρατών, του υπό την αρχηγίαν του υποστρατήγου Σκαρλάτου Σούτσου διατελούντος στρατού της ελευθέρας Ελλάδος.
……………………………………………………………………………..……………………………………………………………………………..
η πολυπαθής Άρτα και πάλιν δυστυχής εστί και ως ειπείν δυστυχεστάτη ήδη….»
Σεραφείμ Ξενόπουλος, Δοκίμιον
Ιστορικόν Περί Άρτης και Πρεβέζης, 1884
Δεν είμαι δημότης στον Δήμο Αρταίων.
Είμαι , ακόμα ,εγγεγραμμένος στα δημοτολόγια του Κομποτίου. Ζω, ωστόσο, κι εργάζομαι στην Άρτα πάνω από τριάντα πέντε χρόνια. Αγαπώ αυτή την πόλη, την ζω και την αναπνέω. Γνωρίζω τις γειτονιές της, πολλούς απ’ τους ανθρώπους της, απ’ την πόλη και τους ανθρώπους της βιοπορίζομαι. Μαθαίνω και διαβάζω για την ιστορία της, τις εκκλησιές της, τους θρύλους και τις παραδόσεις της. Περπάτησα πολλές φορές το Γεφύρι της, άναψα κερί στην Παρηγορήτισσα και την Κασσοπίτρα, είδα το Κάστρο της και το Ξενία του στα καλύτερα τους. Περπάτησα γειτονιές με αυλές και λουλούδια, περπάτησα το παραποτάμιο πάρκο, περπάτησα την οδό της αρχαίας Αμβρακίας.
Είδα στο μουσείο της πόλης κομμάτια απ’ την ιστορία της, αυτά τα «μάρμαρα» του Σεφέρη και περνώντας απ’ την Βλαχέρνα σαν νάκουσα τους Κομνηνοδουκάδες.
Την νοιώθω αυτή την πόλη και την αφουγκράζομαι. Νοιώθω τις μυρωδιές της, την ανάσα της. Παλιές και καινούργιες ανάσες, σαν αυτές που πασχίζουν να βρουν ρυθμό μακρυά από τον παλμό του κέντρου, εκεί που απρόσωπα και ανιστόρητα ονομάζουμε «Τρίγωνο».
Και βέβαια νοιάζομαι για την πόλη που ζω και εργάζομαι. Γιαυτό και ενίσταμαι.
Ενστάσεις λοιπόν καταθέτω, ενστάσεις που αφορούν το σήμερα και το αύριο, ενστάσεις που αφορούν τα συμφραζόμενα της Ιστορίας, ενστάσεις που αφορούν, εν τέλει, ην ίδια μας τη ζωή.
Δεν γράφω με ορίζοντα τις εκλογές του Οκτωβρίου, δεν σκέπτομαι με τον νου στον επόμενο Δήμαρχο, δεν κανοναρχώ τα «θέλω» μου με επίδικο την πόλη.
Την πόλη μου ζητώ, γιαυτή μιλάω, γιαυτή αποζητώ. Για τις ρυτίδες της και τα δάκρυά της. Για το παλιό μοιρολόι δίπλα στη γυναίκα του Πρωτομάστορα, για τα κελιά της Παρηγορήτισσας, για τον θεοπόταμο Άραχθο, για τους ανθρώπους της λαϊκής αγοράς, τους εκφορτωτές της Σκουφά, τα καφενεία δίπλα στο ΚΤΕΛ, τα αλβανικά που ακούω τα βράδια κάτω στην πλατεία Κιλκίς, για τα παιδιά που ακόμα κλωτσούν την μπάλα στην κεντρική πλατεία, για τις αυλές των σχολείων, για τα σουβλατζίδικα δίπλα στην περιφερειακή, για ένα δροσερό μοσχοφίλερο στα στέκια της πόλης, για τα τσίπουρα στην «Χάρτα» και τον βιαστικό καφέ στο «Εscobar», για τα μικρά και τα τιμαλφή της βιωτής μας, μια βιωτή ανίσχυρη, εύθραυστη, άδηλη.
Για όλα αυτά τα «μικρά», περιουσία του καθενός και της καθεμιάς μας, η δική μας πόλη είναι η πόλη των αισθήσεων.
Όμως , όπως πάντα συμβαίνει, δίπλα στα «μικρά», αυτά τα όμορφα και ένοχα θραύσματα, υπάρχουν και τα «μεγάλα». Τα «μικρά» αφορούν εμένα, τους δικούς μου ανθρώπους, αυτούς που αγαπώ και νοιάζομαι. Τα «μεγάλα» μας αφορούν όλους. Αφορούν την μεγάλη εικόνα, την πόλη και τους δαίμονές της. Τα στοιχήματά της.
Ενίσταμαι λοιπόν.
Ενίσταμαι γιατί η πόλη ασφυκτιά, γιατί η πόλη εγκλωβίστηκε, γιατί η πόλη δεν ζει δίπλα στον Άραχθο, δεν ζει με τον Άραχθο. Αν και θάθελα μια νάρκισσο δίπλα στον θεοπόταμο που ρέει δίπλα της βλέπω μια πόλη φοβισμένη, ανήμπορη να δεχτεί τα χάδια του, ανίκανη να φανταστεί την υπεραξία του.
Βλέπω την Δράμα και την Ερμούπολη. Αυτόματα και συνειρμικά σκέφτομαι το «φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους» και το «Anima Syros», φως και δράσεις που έβαλαν στο χάρτη δύο μικρές πόλεις που κεφαλαιοποίησαν το όραμα, το μεράκι και την δουλειά κάποιων ανθρώπων.
Βλέπεις εδώ το παραποτάμιο πάρκο της πόλης και σε πιάνει απελπισία. Αντί να καταγραφεί στο corpus της πόλης χάθηκε ανάμεσα σε πάπιες, γέφυρες που καταρρέουν, ασυντήρητες διαδρομές. Αντί να διεκδικήσει με φαντασία και πειθώ το «αντίπαλο δέος» του River Party του Νεστόριου και να φιλοξενήσει ένα θεματικό φεστιβάλ, π.χ. ροκ μουσικής, πανελλήνιας εμβέλειας και αναφοράς, αρκέστηκε σέναν φτηνιάρικο, δευτερότριτο ρόλο, με τα κούλουμα της Καθαράς Δευτέρας, ξέπνοη εικόνα ασπρόμαυρου φιλμ του Θόδωρου Αγγελόπουλου της δεκαετίας του ’50.
Αντί η γεφύρωση του Αράχθου προς τα χωριά του κάμπου υπακούσει σε σχέδιο, ορθολογισμό, κοστολόγιο ακούσαμε τις φαραωνικές εκείνες κορώνες για την «γέφυρα της χιλιετίας» που αν και παρήλθε διετία και πλέον από την δικαστική εκκαθάριση του Εφετείου, η ανεπάρκεια και αβελτηρία των Τεχνικών Υπηρεσιών του Δήμου, ο στρεβλός σχεδιασμός καταδίκασαν σε αναβολή υλοποίησης έως και ματαιώσεως.
Κι ο Άραχθος στο μεταξύ κυλάει αμέριμνος, νωχελικά.
Ενίσταμαι για την τραγωδία και την κατάληξη του Κάστρου. Την κατάρρευση του Ξενία. Τον αφανισμό που νοιώσαμε με το Θεατράκι και τις μνήμες του. Αντί το Κάστρο ναποτελεί τοπόσημο για την πόλη, αντί το Ξενία ξαναγίνει αυτό που ήταν κάποτε, αντί η πόλη ξαναπιάσει το νήμα της ιστορίας από τότε που κόπηκε βίαια, το Κάστρο και το Ξενία έγιναν επίδικο κι αποπαίδι της φαντασίας μας και του θυμικού μας. Επέλεξαν κι υποστήριξαν μια άνευρη, αποστεωμένη μορφή και έκφανση ενός ανεύρετου «Πολιτισμού» στην καρδιά του Κάστρου και στα σωθικά του Ξενία όταν ο Πολιτισμός σαυτή την πόλη, ευκαιριακός και φολκλόρ, «δεν πουλάει». Αλήθεια, πόσους επισκέπτες δέχεται και εξυπηρετεί η Δημοτική Βιβλιοθήκη ; Πόσες εκθέσεις προγραμματίστηκαν στην Πινακοθήκη σαν αυτές του Θόδωρου Παπαγιάννη με την «Πομπή» και του Γιάννη Μόραλη ; Ποιο συνεκτικό σχέδιο, ποιο προγραμματισμό, ποια εκδοχή και φαντασίωση υπηρέτησαν τα μέλη της Επιτροπής που παραιτήθηκαν καταγγέλλοντας απογοητευμένα ;
Ποιο όραμα και σχέδιο εμπνέει άραγε έναν Δήμαρχο που δεν υπερασπίζεται τις θέσεις του, το αφήγημα που έχει για την πόλη, που αναγκάζεται άτακτα να συλλαβίσει νέα προτάγματα ακυρώνοντας την μνήμη και την Ιστορία της πόλης ; Γιατί, με μαθηματική ακρίβεια, το Ξενία θα είναι ένα κέλυφος. Κακοποιημένο και ανιστόρητο. Θνησιγενές εν τη γενέσει του.
Ενίσταμαι για την αισθητική της καθημερινότητας, για την μικροκλίμακα της βιωτής μας.
Γιατί ένα «Mall» , από αυτά τα δεκάδες, ίδια κι απαράλλακτα «Mall» που φυτεύονται σε μικρές και μεσαίες πόλεις της επαρχίας, θαλλάξει τους όρους της θέασης, αυτόν «τον θεό των μικρών πραγμάτων» που εκείθεν του Μονοπωλείου μοιάζει αποσυνάγωγος ;
Γιατί ο Παπαγιάννης στο σιντριβάνι του να νοιώθει αυτή την αφόρητη μοναξιά σε μια απρόσωπη πλατεία, ίδια κι απαράλλακτη με τις πλατείες κάθε πόλης της επικράτειας ; Η ανάπλαση της πλατείας δεν είναι το σιντριβάνι της. Η ανάπλαση της πλατείας είναι η εκδίκηση του παρόντος μέσα από την σκόνη της ιστορίας της. Και ο ανασχεδιασμός της περνάει μέσα από έναν Πανελλήνιο Διαγωνισμό.
Η διαχειριστική επάρκεια ενός Δημάρχου δεν εξαντλείται στην συντήρηση των σχολείων, στην καθαριότητα μιας βρώμικης πόλης, στους κυκλικούς κόμβους της περιφερειακής, σε πλακοστρώσεις πλατειών, στην αλλαγή του φωτισμού, στα «οχτάμηνα» των απελπισμένων.
Βλέπεις πόλεις που αγαπάς και χαίρεσαι να ζεις, πόλεις σαν την Κέρκυρα, το Ναύπλιο, την Ερμούπολη. Χάνονται στην ιστορία τους αλλά ζουν στο σήμερα. Έχουν πλακόστρωτα και πεζόδρομους δεκαετιών, όλα καλοφτιαγμένα και καλοσυντήρητα. Περπατάς στην δική μας Σκουφά, στις δικές πλατείες και βλέπεις την φτήνια των υλικών, την τσαπατσουλιά των εργολάβων, το ανέλεγκτο της Τεχνικής Υπηρεσίας. Σκέτη απελπισία. Κι όμως, σαυτά τα πλακόστρωτα, σαυτούς τους πεζόδρομους, δίπλα σε παρτέρια με λουλούδια αναπνέει ο πολιτισμός της καθημερινότητας.
Ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα του Οκτωβρίου ο Δήμαρχος της πόλης είναι ο Δήμαρχος της αυτοαναφορικότητας και της διαχείρισης. Λείπει το όραμα, το επιτελικό σχέδιο, το μεγάλο έργο. Πορεύεται με την δύναμη της εικόνας του κι όχι με την ισχύ της προσδοκίας. «Ο βασιλιάς είναι γυμνός». Απελπιστικά «γυμνός».
Κι αν προέταξα τον Σεραφείμ Ξενόπουλο είναι γιατί θέλω να θυμίσω την αξία της μνήμης. Τα πολύτιμα της ιστορικότητας. Τα συμφραζόμενα μιας αναίρεσης.
ΥΓ. Ο τίτλος είναι δάνειος. Ανήκει στον Φίλιππο Κουτσαφτή που μιλάει για την Ελευσίνα και την ιστορία της. Πριν η Ελευσίνα γίνει «Πολιτιστική πρωτεύουσα» στα θαυμαστά χέρια του Μαρμαρινού.