Της Χαράς Παπαβασιλείου
«Δευτέρα πρωί ετοιμαζόμουν να πάω στο μαγαζί, όταν άκουσα απ’ το ραδιόφωνο την κήρυξη του πολέμου κατά της Ιταλίας. «Γρήγορα ετοίμασέ μου τα εσώρουχά μου», λέω στη γυναίκα μου. Φίλησα τη Διονυσία και τα κορίτσια μου – ο Ορέστης ήταν στο σχολείο – και πήγα να μάθω στη στρατολογία πού πρέπει να παρουσιαστώ για το Μέτωπο. Έγραψα στον κουνιάδο μου τον Σάββα και στον μπατζανάκη μου τον Βρανά ότι φεύγω για το Αλβανικό Μέτωπο.
»Στο σιδηροδρομικό σταθμό της Δράμας απ’ τον συνωστισμό δεν μπόρεσα να μπω απ’ την πόρτα στο βαγόνι κι αναγκάστηκα να πατήσω στην πλάτη του αδερφού μου του Αριστείδη! Φύγαμε με το τρένο απ’ το Σιδηρόκαστρο για το Μέτωπο. Όπως πηγαίναμε φάλαγγα από δεξιά κι αριστερά οι γυναίκες με τις ποδιές τους γεμάτες μάλλινα κλαίγοντας μας λέγανε: «Παιδιά μας, πάρτε όσα σας χρειάζονται, κουκούλες, τσουράπια, κάλτσες, γάντια, κασκόλια». Ήταν όλες Πόντιες κι εμείς κλαίγαμε γι’ αυτά που μας πρόσφεραν. Καθώς βαδίζαμε για την Κορυτσά, απ’ τις πλημμύρες δεν μπορούσαμε να πάμε συγκεντρωμένοι και αρχίσαμε να σκορπάμε από ’δω κι από ’κει. Μας είδε ο συνταγματάρχης, θύμωσε και έβρισε όλους τους αξιωματικούς: «Δεν ντρέπεστε; Τι είναι αυτά! Στον πόλεμο πάμε. Δεν πάμε σε πανηγύρι και φοβάστε μην λερωθείτε».
Κατεβαίνει απ’ το άλογό του και βαδίζει μέσα στο νερό, στις λάσπες. Κι έτσι μας συγκέντρωσε φάλαγγα και σε λίγες ώρες βρεθήκαμε στην Κορυτσά, που την είχαν καταλάβει άλλα τμήματα του στρατού μας. Εκεί είδαμε την ελληνική σημαία να κυματίζει. Την άλλη μέρα κινήσαμε για το Πόγραδετς και πιάσαμε τα βουνά. Στα υψώματα ήταν οι Ιταλοί. Το δικό μας το τάγμα ήταν οπισθοφυλακή. Και τα τριάντα έξι ζώα, μουλάρια και άλογα, τα φροντίζαμε εμείς.
»Από το Πόγραδετς μας έστειλαν προς τον Τόμαρο, το υψηλότερο βουνό. Περάσαμε τον Δεβόλη με το σχοινί. Βραχήκαμε, γινήκαμε παπί. Στα υψώματα χιόνια πολλά. Κρύο! Εκεί υποφέραμε, επειδή τα μέσα συγκοινωνίας δεν μπορούσαν να μας φέρνουν τροφές. Από τα χωριά μαζεύαμε καλαμπόκια και τα τρώγαμε άβραστα. Είχα τα εργαλεία του λόχου μου σε ένα άλογο καλό και ό, τι έτρωγα του έδινα. Το λυπόμουνα. Ψοφούσαν τα περισσότερα απ’ την πείνα. Πόσες φορές με γλύτωσε από βέβαιο θάνατο σε γκρεμό! Γιατί νύχτα κάναμε τις επιχειρήσεις. Πίσσα σκοτάδι! Ήμουν με τους ημιονηγούς που είχαν τα πυρομαχικά και ακολουθούσαμε το λόχο. Εγώ είχα τα εργαλεία στο άλογο, επειδή ήμουνα ο τσαγκάρης του λόχου. Τα ζώα από ένα σημείο και μετά βούλιαζαν μέχρι την κοιλιά. Δεν μπορούσαν να βγάλουν τα πόδια απ’ το χιόνι και τα ξεφορτώσαμε.