Γράφει ο
ΧΡΗΣΤΟΣ ΤΟΥΜΠΟΥΡΟΣ
Τώρα που φεύγει ο παλιός ο χρόνος, «πάει καλιά του», με όλα όσα μας έφερε, και με όλους όσοι θρονιάστηκαν στο σβέρκο του Έλληνα και επικάθησαν αυτού, αναιρώντας, ποδοπατώντας, θα έλεγα τη ρήση του Κάλβου «του Έλληνος ο τράχηλος ζυγό δεν υπομένει» και παραποιώντας το τραγούδι του αποχαιρετισμού που μας μάθαινε ο δάσκαλος: «πάει ο παλιός ο χρόνος, ας γιορτάσουμε παιδιά», καταργώντας ακόμη και το γιορτάσιο, καλούμαστε να σκεφτούμε και να προβληματιστούμε. ΟΧΙ ΝΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤIΣΟΥΜΕ… Αυτό είναι θέμα άλλων, των συμμάχων ή προστατών ή όπως αλλιώς θέλουμε το λέμε, κατά το «αλλού βαρούν τα κρούταλα κι αλλού χορεύει η αρκούδα».
Και αν κάποιος άξεστος, χωριάτης, βλαχοόν -όπως ακριβώς παλιότερα αποκαλούσαν τους Τζουμερκιώτες οι πρωτευουσιάνοι, τρομάρα τους!- ανατρέξει σε εκείνη την Πολιτική Διακήρυξη του Προσωρινού πολιτεύματος της Ελλάδος που συντάχτηκε από την Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου: «Tο Ελληνικόν Έθνος, το υπό την φρικώδη Οθωμανικήν δυναστείαν, μη δυνάμενον να φέρη τον βαρύτατον και απαραδειγμάτιστο ζυγόν της τυρρανίας, και αποσείσαν αυτόν με μεγάλας θυσίας, κηρύττει σήμερον διά των νομίμων Παραστατών του, […] την Πολιτικήν αυτού Ύπαρξιν και Ανεξαρτησίαν» ή ακόμη θυμηθεί και τον Κολοκοτρώνη: «Ο κόσμος μας έλεγε τρελούς. Ημείς, αν δεν είμεθα τρελλοί, δεν εκάναμε την επανάσταση,..» κινδυνεύει να κατηγορηθεί ως οπισθοδρομικός, εθνικιστής, διακατεχόμενος από εθνική οστεοπόρωση και πάει λέγοντας…
Ποια πολιτική ύπαρξη και ποια ανεξαρτησία; «Η πόλις εάλω». Βουνά, ρουπάκια και πλαγιές, μπιστούρες και γιδόστρατες, λιμάνια, μικρολίμανα, σταθμοί και αεροδρόμια, κοτέτσια, κούρνοι, ζάβατα και αλωνίστρες, τα πάντα πουλούνται. “Διεμερίσαντο τα ιμάτια μου εαυτοίς και επί τον ιματισμόν μου έβαλον κλήρον” ή άλλως πως «λάβετε φάγετε». Μια κουβέντα είναι αυτή. Δεν λαμβάνει κανείς και πάντες είναι νηστικοί. Λέω για τη λαϊκούρα, για τον κοσμάκη, γι’ αυτόν που τόσο όμορφα, εύστοχα και αληθινά διεκτραγώδησε την κατάστασή του -άγιες μέρες που είναι και τώρα- ο μπάρμπα Κώστας Βάρναλης.
«Σαράντα σβέρκοι βοδινοί με λαδωμένες μπούκλες/σκεμπέδες σταβροθόλωτοι και βρώμιες ποδαρούκλες/ξετσίπωτοι ακαμάτηδες, τσιμπούρια και κορέοι/ντυμένοι στα μαλάματα κι επίσημοι κι ωραίοι./ Εξήντα λύκοι με προβιά (γι’ αυτούς βαράν καμπάνες)/ φάγανε γουρουνόπουλα, στραγγίσαν νταμιτζάνες!/Κι απέ ρεβάμενοι βαθιά ξαπλώσανε στα τζάκια,κι αβάσταγες ενιώσανε φαγούρες στα μπατζάκια.[…]
Όξω οι φτωχοί φωνάζανε: «Πεινάμε τέτοιες μέρες»/γερόντοι και γερόντισσες, παιδάκια και μητέρες./Κι οι των επίγειων αγαθών σφιχτοί νοικοκυρέοι/ανοίξαν το παράθυρο κι είπανε: «Φταιν οι αθέοι»».
Χρονιάρες μέρες! Γιόμισαν το πρόγραμμά τους οι τηλεσιάρχες με εκπομπές «Κοινωνικής Αντίληψης» όπου κάθε λογής κυρίες των τιμών και των παρατιμών – Α, ρε μπάρμπα Γιάννη Σκαρίμπα, μας λείπεις, πολύ μας λείπεις…-, δακρύουσες και βαρυαναστενάζουσες για το δράμα του κοσμάκη. Και δόστου κλάμα κι άντε και καμιά πράξη «φιλευσπλαχνίας». Μπράβο! Κι άντε τους έδωσε κάποιος. Τέλειωσε το πρόβλημα με μια τσάντα μακαρόνια, μανέστρα, αλεύρι και καφέ; Γι’ αυτό και απαξάπαντες οι κρατούντες κατανόησαν αρκούντως το πρόβλημα και επεδόθηκαν σε συνεχείς, στιγμιαίες και ολοκληρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Το πετσόκομμα της σύνταξης της αγρότισσας, το ονομάσαμε μεταρρύθμιση.
Την κωλοτούμπα, την ονομάσαμε «επαναστατικώς προσαρμοσμένη πολιτική».
Και ούτως αποκαταστάθηκε η εθνική κυριαρχία, η εθνική ανεξαρτησία και η εθνική αξιοπρέπεια. Και βγήκαν οι τρυποτούφοι, σαν τα κορόμηλα στους Μελισσουργούς κι άρχισαν το «σώσιμο». Για να σωθούμε πρέπει να ξεπουλήσουμε «παν ιερόν και όσιον», που αφορά τον Έλληνα. Έχουμε σύμβαση με τους «εταίρους». Μα, οι εταίροι δεν γνωρίζουν πως άμα «ψοφήσ’ το βόιδ’ θα χαλάσ’ η σεμπριά».
Και ο Έλληνας «ενεός» παρατηρεί τη δράση των «σωτήρων» μας.
«Βάρτα να τ’ αρμέξουμε». Τι να αρμέξει κάποιος. Έμεινε και τίποτε;
Στο καλό… Καλώς να μας μπει το 2024.