ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΙΟΥ ΑΙΣΘΗΜΑ
Του Βαγγέλη Σακέλλιου
Δικηγόρου
Την δεκαετία του ’80 τους νομικούς και κοσμικούς κύκλους της Αθήνας, αλλά με αδιάπτωτο ενδιαφέρον και σε όλο το πανελλήνιο, απασχόλησε ένα σύγχρονο «έγκλημα στο Κολωνάκι». Εκεί δηλαδή που ο Πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών Αθανάσιος Νάσιουντζικ σκότωσε με (94) χτυπήματα σφυριού στο κεφάλι τον ομότεχνο του συγγραφέα (και Γραμματέα της Εταιρείας) Θανάση Διαμαντόπουλο.
Την σύλληψη και παραπομπή του σε δίκη ακολούθησε σκληρός και επίπονος δικαστικός αγώνας, με όρους πρωτόγνωρους και αβεβαιότητες μεγάλες.
Ο Νάσιουντζικ, στον δεύτερο βαθμό , αθωώνεται με την ψήφο των ενόρκων. Οι τρεις τακτικοί δικαστές είχαν κρίνει υπέρ της ενοχής του. Με απόφαση του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου η δίκη επαναλαμβάνεται, η απόφαση ωστόσο παραμένει η ίδια, ο Νάσιουντζικ αθωώνεται εκ νέου με την ψήφο των ενόρκων μειοψηφούντων των τακτικών δικαστών. Ακολούθησε νέα αναιρετική απόφαση του Αρείου Πάγου και τελικά η ετυμηγορία κατέγραψε με ψήφους 6-1 την ενοχή του κατηγορουμένου. Έκτισε μικρή ποινή φυλάκισης και αποφυλακίστηκε με τους ισχύοντες ευεργετικούς όρους.
Μετά από κάθε αναιρετική απόφαση του Αρείου Πάγου, ο εκ των επιφανών συνηγόρων υπεράσπισης Αλέξανδρος Λυκουρέζος μονότονα επαναλάμβανε :
«Μα γιατί δεν σέβονται την απόφαση. Η κοινωνία μίλησε. Και οι ένορκοι αποφάσισαν!!!».
Τα θυμήθηκα όλα αυτά με αφορμή πρόσφατες δίκες που απασχόλησαν έντονα την κοινή γνώμη (δίκη για την ανήλικη στον Κολωνό, δίκη Πισπιρίγκου) αλλά και στοχευμένες κινητοποιήσεις που διεκδικούν κοινωνικό αποτύπωμα μέσα από την ηθική (και νομική) απαίτηση μιας δίκαιης δίκης που αφορά την τραγωδία των Τεμπών.
Σόλες τις παραπάνω περιπτώσεις, αυτή που ορίζουμε ή προσλαμβάνουμε ως «κοινωνία» ήταν «παρούσα».
«Παρούσα» σε μια δίκη «κεκλεισμένων των θυρών» , όπως αυτή με την δυσώδη υπόθεση του Κολωνού, όπου οι πάντες είχαν άποψη κι είχαν εκδόσει ήδη την δική τους ετυμηγορία με θορυβώδεις πορείες, πύρινη αρθρογραφία, αυτοσχέδια (!) κινήματα αλληλεγγύης.
Άνθρωποι που αγνοούν, στοιχειωδώς, τους δικονομικούς κανόνες και τις αρχές μιας δίκαιης δίκης εξεγέρθηκαν άμα τω ακούσματι της Εισαγγελικής πρότασης η οποία προφανώς, μη ευθυγραμμιζόμενη με το φαντασιακό ενός υπερεκτιμημένου «δημόσιου αισθήματος» έκρινε, αξιολόγησε και πρότεινε διαφορετική ποινική μεταχείριση για τον βασικό κατηγορούμενο.
Την Εισαγγελική πρόταση , που λοιδόρησαν και δαιμονοποίησαν οι λαϊκοί δικαστές των social media, υιοθέτησαν, ωστόσο, δύο από τους τρεις τακτικούς δικαστές. Οι ένορκοι, και εδώ, ήταν ο καταλύτης για την διαμόρφωση μιας δικαστικής απόφασης σε μια δίκη που έγινε «κεκλεισμένων των θυρών» αλλά οι πάντες είχαν άποψη, κρίση, και εικόνα από την … περιρρέουσα ατμόσφαιρα.
Τηρουμένων των αναλογιών η υπόθεση μοιάζει με την αντίστοιχη της Θεσσαλονίκης, αυτή δηλαδή που μόλις λίγα χρόνια πριν απασχόλησε το Πανελλήνιο και οδήγησε τους Θεσσαλονικείς στους δρόμους. Θυμίζω εν τάχει : Νεαρά καταγγέλλει τον βιασμό της από επώνυμο γόνο πλούσιας και επώνυμης οικογένειας των Αθηνών σε κεντρικό και πολυτελές ξενοδοχείο της συμπρωτεύουσας. Οι πάντες ξεσηκώνονται. Στοχοποιείται όχι μόνο ο φερόμενος βιαστής αλλά κυρίως το οικογενειακό brand name που ήταν συνώνυμο πλούτου και εξουσίας. Ακόμα και εγκριθείσες χορηγίες της οικογενειακής ναυαρχίδας προς το ΥΠΠΟ ανακαλούνται με συνοπτικές διαδικασίες δείχνοντας πως η Πολιτεία έχει αντανακλαστικά και συγχρονίζει τον βηματισμό της με την κοινωνική κατακραυγή και τον «λαϊκό» ξεσηκωμό. Το mettoo έδινε και στη χώρα μας τα διαπιστευτήριά του.
Η συνέχεια είναι, πιθανόν, λιγότερο γνωστή. Ο κύριος ύποπτος απαλλάσσεται δια βουλεύματος αμετάκλητα. Η καταγγελία του βιασμού, σύμφωνα με τα οικεία δικαστικά βουλεύματα, κρίνεται ως ψευδής, αβάσιμη. Ως μύθευμα.
Παραμένει, ωστόσο, νωπή στη μνήμη πολλών ο εύκολος τρόπος που οι πολλοί και οι πολλές δέχτηκαν το αφήγημα της καταγγέλλουσας, «κρέμασαν στα μανταλάκια» τον καταγγελλόμενο ύποπτο, υιοθέτησαν άκριτα «το φτωχό και αθώο κορίτσι» μέσα από πορείες και ολονυκτίες αλληλεγγύης ενάντια «στον άνδρα και τον πλούτο» (!!!).
Η δικαστική αυλαία της υπόθεσης, δηλαδή η μόνη προσήκουσα σε μια συντεταγμένη Πολιτεία, δεν έλαβε την αντίστοιχη δημοσιότητα. Προφανώς γιατί δεν ήταν αρεστή.
Αναρωτιέμαι, όμως, ποια μπορεί να ήταν η τύχη και η έκβαση της υπόθεσης εάν το προανακριτικό στάδιο δεν το ήλεγχαν τακτικοί δικαστές , με τις εγγυήσεις και τα φίλτρα δικονομικής εγγύησης μιας δίκαιης δίκης. Εάν , δηλαδή, η υπόθεση «με αποχρώσεις ενδείξεις ενοχής» , συγχρονιζόμενη με το «κοινό περί δικαίου αίσθημα» και την οργή των ημερών, έφθανε στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο, εκεί δηλαδή που πλειοψηφούν οι ένορκοι έναντι των τακτικών δικαστών. Δεν διακινδυνεύω την πρόβλεψη αλλά ο υπερασπιστής του κατηγορούμενου θα είχε τιτάνιο έργο : Οι αποδείξεις και τα ευρήματα θα συγκρούονταν με το θυμικό μιας κοινωνίας, η νηφάλια κρίση με τις οιμωγές και τις κατάρες, η ψυχρή εκτίμηση με τις παθογένειες μίας αρένας που διψά για αίμα !!
Αυτό όμως, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι, δεν μπορεί να είναι Δικαιοσύνη.
Και ναι μεν ο συντακτικός νομοθέτης καθιέρωσε πανηγυρικά τον θεσμό των Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων (άρθρο 97 § 1 του Συντάγματος) που συγκροτούνται από τρεις τακτικούς δικαστές και τέσσερις ενόρκους (λαϊκούς δικαστές) για την εκδίκαση κακουργημάτων, πλην όμως είχε την πρόνοια διάφορα κακουργήματα να υπάγονται στην αρμοδιότητα/δικαιοδοσία του Εφετείου.
Αν ανατρέξει κανείς στην Εισηγητική Έκθεση «Περί του Συντάγματος του 1975» εύκολα θα διαπιστώσει ότι ο Νομοθέτης ενστερνιζόμενος την γενικότερη πεποίθηση ότι οι δικαστικές αποφάσεις πρέπει να εναρμονίζονται με το «λαϊκό περί δικαίου αίσθημα», ιδίως σε μια κρίσιμη μεταπολιτευτική στιγμή αμέσως μετά την πτώση της επτάχρονης δικτατορίας (1967-1974), επιδίωξε μια ιδιόμορφη όσμωση της τακτικής δικαιοσύνης με λαϊκούς δικαστές, δηλαδή ενόρκους που τηρούν όρους και προϋποθέσεις να κληρωθούν ως «λαϊκοί δικαστές» με ισότιμη ψήφο με τους τακτικούς δικαστές και μάλιστα να πλειοψηφούν στην σύνθεση του Δικαστηρίου.
Ανήκω στην μειοψηφία των νομικών που δεν θεωρούν πετυχημένη αυτή την πρόβλεψη. Πιστεύω διαχρονικά ότι το δίκαιο πρέπει να αποδίδεται στα αυστηρά πλαίσια μιας δίκαιης δίκης με τις δικονομικές εγγυήσεις που αυτή (πρέπει να) παρέχει. Οι τακτικοί δικαστές, με το αναμφίβολο προνόμιο της νομικής παιδείας, με την εμπειρία και την εξειδικευμένη γνώση, με την πεπαιδευμένη κρίση μπορούν να εγγυηθούν τους όρους μιας δίκαιης δίκης. Αν ο δικαστής δεν είναι εγκλωβισμένος στα στεγανά μιας τυποποιημένης ανάγνωσης και ερμηνείας του νόμου, εάν εγκιβωτίσει την κρίση του στην βάσανο και την πρόκληση του καιρού του διαφυλάσσοντας ακέραιο τον πυρήνα του νομικού προτάγματος τότε και η (όποια) δικαστική απόφαση κατά τεκμήριο θα είναι, ίσως όχι αρεστή, αλλά δίκαιη.
Το «περί δικαίου αίσθημα», κατά τη γνώμη μου, υπηρετεί μόνο τις ανάγκες μιας «δημοκρατίας της συγκίνησης». Δομείται με τα «θέλω» και τα φαντασιακά «πρέπει» μιας κοινωνίας που πάλλεται εύκολα και αβασάνιστα στον ρυθμό παθογενειών που εκτρέφουν συμβολικά συμφραζόμενα. Η Δικαιοσύνη, ωστόσο, δεν πρέπει να είναι αρεστή αλλά χρήσιμη. Και χρήσιμη είναι όταν η ετυμηγορία της είναι δίκαιη, άσχετα αν είναι ευχάριστη.
Θυμάμαι με περίσκεψη κορυφαίο Έλληνα δικαστή, Πρόεδρο του Ανωτάτου Ακυρωτικού, που ως Πρόεδρος το ΣτΕ ματαίωσε την συνεδρίαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου «λόγω του κλίματος που είχε διαμορφωθεί από δημόσιες τοποθετήσεις» !!! (;;;), η υπόθεση δε αφορούσε την εκκαλούμενη αντισυνταγματικότητα του νόμου για τις τηλεοπτικές άδειες.
Αναρωτιέμαι , επίσης, ποια μπορεί να ήταν η τύχη και η έκβαση εμβληματικών δικών, με έντονο πολιτικό και κοινωνικό αποτύπωμα εάν την δικαστική ετυμηγορία καλούνταν να εκφράσουν Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια, δηλαδή Δικαστήρια (και) λαϊκών δικαστών.
Ας πούμε, πόσο βέβαιη μπορεί να κριθεί η ψήφος/κρίση ενός ενόρκου εάν αυτός κληρώνονταν και «δίκαζε» στην (ποινική) δίκη της «17 Νοέμβρη» ή στην (ποινική δίκη) της «Χρυσής Αυγής», με μια Αθήνα να φλέγεται από την οργή και την αγανάκτηση.
Όχι, αυτό το «περί δικαίου αίσθημα» είναι το αίσθημα που διαμορφώνει και επικαλείται ο καθένας μας σύμφωνα με τις ιδεολογικές του προσλαμβάνουσες, σύμφωνα με τα βιώματα και την παιδεία του, σύμφωνα με τον δικό του και ξεχωριστό κώδικα αξιών.
Αυτό το «περί δικαίου αίσθημα» δεν είναι απαραίτητα και αίσθηση του δικαίου, όταν αυτό το «δίκαιο» πόρρω απέχει απ’ ο,τι επιθυμούμε. Γιαυτό και εύκολα αυτό το «περί δικαίου αίσθημα» καμία φορά καταντά «κυνήγι μαγισσών» όντας αιχμάλωτο στο πάθος και τα πάθη, κάτι δηλαδή ξένο προς μια «δίκαιη δίκη».
Κι όπως έλεγε κι ένας καθηγητής που μας μάθαινε Ποινικό Δίκαιο, ο πολύς Διονύσιος Σπινέλλης, «…κυρίες και κύριοι να προσέχουμε αυτό το «περί δικαίου αίσθημα». Την Κυριακή των Βαίων δαφνοέστρωναν τον δρόμο του Ιησού. Μετά από λίγο ακούγαμε «σταύρωσον αυτόν». Λίγο –πολύ ήταν οι ίδιοι άνθρωποι…»
ΥΓ. Λίγο μετά τα Χριστουγεννα, σένα ευφρόσυνο Κυριακάτικο τραπέζι η κυρά Δήμητρα σερβίροντας το γλυκό με κοίταξε κάπως και μου είπε αγέρωχα «Τρεις φορές ισόβια θα φάει η Πισπιρίγκου». Την ρώτησα ξαφνιασμένος «Και που το ξέρεις εσύ ρε μάνα, ακόμα γίνεται το Δικαστήριο». «Το είπε προχθές η Τατιάνα» απάντησε.
Ε, αφού το είπε και η Τατιάνα…