Έλενα Χουζούρη: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη
Η Έλενα Χουζούρη έχει εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές, πέντε μυθιστορήματα (Σκοτεινός Βαρδάρης, Πατρίδα από βαμβάκι, Δύο φορές αθώα, Ο θείος Αβραάμ μένει πάντα εδώ και Στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού). Επίσης, μελέτες και εισαγωγές για πρόσωπα (Γιώργος Ιωάννου, Ανθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου) και θέματα της ελληνικής λογοτεχνίας («Ο στρατός στη νεοελληνική λογοτεχνία»).
Τα μυθιστορήματά της έχουν συμπεριληφθεί στις βραχείες λίστες των Κρατικών λογοτεχνικών βραβείων και των βραβείων έγκριτων λογοτεχνικών περιοδικών (Διαβάζω, Αναγνώστης). Το μυθιστόρημά της Ο θείος Αβραάμ μένει πάντα εδώ τιμήθηκε με το Βραβείο Πεζογραφίας 2016 του λογοτεχνικού περιοδικού Κλεψύδρα. Τα μυθιστορήματά της έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, γερμανικά, βουλγαρικά, σερβικά και τουρκικά. Από το 1981 ασκεί κριτική λογοτεχνίας στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, στο Δ.Σ της οποίας χρημάτισε αντιπρόεδρος (δις) και γενική γραμματέας (δις). Εργάστηκε για πολλά χρόνια ως δημοσιογράφος στον τομέα του πολιτισμού και κυρίως του βιβλίου. Η επανέκδοση του μυθιστορήματός της Πατρίδα από βαμβάκι μάς έδωσε την αφορμή για την ακόλουθη συνέντευξη.
Πώς ξεκινά η προετοιμασία της συγγραφής ενός βιβλίου;
Ανάλογα με το θέμα του βιβλίου, άλλοτε απαιτείται μεγάλη προετοιμασία και άλλοτε ελάχιστη. Ωστόσο, απαραίτητη είναι η ψυχική προετοιμασία, πόσο δηλαδή αισθάνεσαι έτοιμος/η να ξεκινήσεις να γράφεις, ώστε να μη φοβηθείς την πρώτη λευκή σελίδα.
Κάνατε έρευνα προτού προχωρήσετε στη συγγραφή του μυθιστορήματος Πατρίδα από βαμβάκι;
Όλα τα μυθιστορήματα που έχουν ιστορικό υπόβαθρο απαιτούν μεγάλη έρευνα, αν θέλεις να είσαι συνεπής σε αυτό με το οποίο συνομιλείς, την Ιστορία δηλαδή. Ιδιαίτερα η Πατρίδα από βαμβάκι χρειάστηκε μεγάλη έρευνα και εδώ στην Ελλάδα αλλά και στην Τασκένδη του Ουζμπεκιστάν, όπου πήγα το 2007, αφενός για να δω πού έζησαν οι χιλιάδες Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες και τα παιδιά τους, αφετέρου να ψάξω στα αρχεία του εκεί Συλλόγου Ελλήνων πολιτικών προσφύγων. Πήρα επίσης πολλές συνεντεύξεις με επαναπατρισθέντες πολιτικούς πρόσφυγες στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη, αλλά και όσους υπερήλικες πλέον είχαν απομείνει στην Τασκένδη. Διάβασα επίσης απομνημονεύματα για τον Εμφύλιο, καθώς και σχετικά με την πολιτισμική ιστορία της Ρωσίας και του Ουζμπεκιστάν. Και βέβαια για ό,τι συνέβαινε στην Ελλάδα την ίδια περίοδο.
Ποια ήταν η αφορμή για να επανεκδοθεί το μυθιστόρημα Πατρίδα από βαμβάκι, από τις Εκδόσεις Πατάκη;
Το ότι, εκτός από την αυτοβιογραφική Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα της αείμνηστης Άλκης Ζέη, δεν υπήρχε λογοτεχνικά τουλάχιστον ένα μυθιστόρημα από συγγραφέα γεννημένο/η μετά τον Εμφύλιο, άρα χωρίς βιώματα από εκείνη την περίκαυστη περίοδο. Δηλαδή για τη λογοτεχνία ήταν σαν να μην είχε ανοίξει ακόμη αυτή η τόσο τραυματική σελίδα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Αυτό ήταν για μένα μια πρόκληση.
Ο τίτλος Πατρίδα από βαμβάκι είναι συμβολικός ή δηλώνει κάτι κυριολεκτικά;
Είναι και τα δυο. Συμβολικός, γιατί έρχεται σε αντιδιαστολή με την «πατρίδα από πέτρα» που αφήνουν πίσω τους οι χιλιάδες αυτοί άνθρωποι και βρίσκουν καταφύγιο σε μια πατρίδα που τους δίνει τις ευκαιρίες να επιβιώσουν και να στήσουν τη ζωή τους. Κυριολεκτικά, γιατί το Ουζμπεκιστάν είναι η τρίτη, παγκοσμίως, βαμβακοπαραγωγός χώρα. Κάθε χρόνο οι Έλληνες και οι Ελληνίδες συμμετείχαν στη συγκομιδή του βαμβακιού στην Τασκένδη.
Γιατί διαλέξατε την Τασκένδη και τη Θεσσαλονίκη ως πόλεις της δράσης του μυθιστορήματος;
Μα γιατί στην Τασκένδη οδηγήθηκαν οι χιλιάδες Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες, εκεί βρίσκεται και ο ήρωάς μου. Στη Θεσσαλονίκη ζει η οικογένειά του, η οποία, όπως συνέβαινε τότε, αφενός αγωνιά για την τύχη του αγαπημένου ανθρώπου της και αφετέρου υφίσταται από το μετεμφυλιακό κράτος τις συνέπειες του πολιτικού εκπατρισμού του στο λεγόμενο «Παραπέτασμα».
Ο ήρωάς σας είναι ένας γιατρός που ακολουθεί τη μοίρα της αναγκαστικής πολιτικής προσφυγιάς μετά την ήττα του
Δημοκρατικού Στρατού. Ποια είναι η πατρίδα του ήρωά σας;
Η πατρίδα του ήρωά μου είναι η Ελλάδα. Η «πατρίδα από βαμβάκι» είναι μόνον κατ’ ευφημισμό πατρίδα. Ουδέποτε οι Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες την ένιωσαν σαν δική τους πατρίδα. Το μόνιμο όνειρό τους ήταν να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Δεν ήταν τυχαίο ότι χαιρετιόντουσαν μεταξύ τους με το «Καλή πατρίδα, σύντροφε!». Άλλωστε, είχαν αρνηθεί να πάρουν σοβιετικά διαβατήρια και έως να επιστρέψουν στην Ελλάδα ή έως να πεθάνουν κυκλοφορούσαν με μια ειδική ταυτότητα, του πολιτικού πρόσφυγα. Ωστόσο, στην Τασκένδη μορφώθηκαν, βρήκαν δουλειές, έκαναν οικογένειες, έφτιαξαν τη ζωή τους, ο νους τους όμως είχε μείνει στην «πατρίδα από πέτρα»…
Γιατί η επιστροφή στην πατρίδα το 1967 θεωρείται ως δεύτερη πολιτική προσφυγιά;
Ο ήρωάς μου λόγω της δικτατορίας των συνταγματαρχών δεν μπορεί να επιστρέψει στην Ελλάδα και, για να είναι πιο κοντά σε αυτήν, επιλέγει να πάει με την οικογένειά του στα Σκόπια, τα οποία τότε ανήκαν στην ομοσπονδιακή Γιουγκοσλαβία. Η Ελλάδα είχε σχέσεις με τη Γιουγκοσλαβία, μπορούσες δηλαδή να πας σε αυτήν. Άρα και οι άμεσοι συγγενείς του γιατρού –μητέρα, αδέλφια κ.λπ.– μπορούσαν να τον επισκεφτούν. Πηγαίνει και στα Σκόπια ως πολιτικός πρόσφυγας, επειδή ήταν καταγεγραμμένος ως Έλληνας το γένος και όχι ως Μακεδόνας. Έχει να κάνει με τον τραγέλαφο του «μακεδονικού» ζητήματος, που ευτυχώς λύθηκε με τη Συμφωνία των Πρεσπών, θέλω να πιστεύω.
Το μυθιστόρημα Πατρίδα από βαμβάκι συνεχίζει την ελληνική περιπέτεια στο μεταίχμιο της Ιστορίας, στο μεταίχμιο δύο κόσμων. Πώς καταφέρνετε και ισορροπείτε μέσα από τις προσωπικές απώλειες και διαψεύσεις των ηρώων σας;
Το ζήτημα δεν είναι πώς εγώ ισορροπώ, αλλά πώς εκείνοι τα καταφέρνουν. Εγώ απλώς τους παρακολουθώ και προσπαθώ να κατανοήσω πώς διαχειρίζονται τα πολλαπλά τραύματά τους.
Γιατί οι παρενέργειες του Εμφυλίου δεν τελείωσαν μετά την ήττα των αριστερών δυνάμεων τον Αύγουστο του 1949, αλλά κατατρέχουν και τις επόμενες γενιές;
Γιατί, όπως λέει και ένας ήρωας του Κουβανού συγγραφέα ΛεονάρδοΠαδούρα: «Η Ιστορία δεν τελειώνει ποτέ και το παρελθόν επανέρχεται αμείλικτο». Προπαντός όταν μια χώρα έχει βιώσει έναν εμφύλιο και δεν είμαστε μόνο εμείς, κοιτάξτε την Ισπανία, την Ιρλανδία, ακόμη και τις ΗΠΑ όπου, παρότι είχαν περάσει 161 χρόνια, σημαίες της Συνομοσπονδίας ανασύρθηκαν από τα σεντούκια του χρόνου και απλώθηκαν μπροστά στο αμερικάνικο Κοινοβούλιο από μαινόμενους οπαδούς του Τραμπ.
Είναι καλό να επανεκδίδονται μυθιστορήματα που έχουν γνωρίσει στο παρελθόν επιτυχία;
Νομίζω πως ναι, ιδιαίτερα αν έχουν κάτι να αποκαλύψουν και στις νεότερες γενιές. Στην περίπτωση του Πατρίδα από βαμβάκι, εκτός από το ότι δεν έχει γραφτεί τίποτα άλλο σχετικό μετά από αυτό, είναι δυστυχώς και σήμερα επίκαιρο, καθώς πολλές χιλιάδες άνθρωποι παίρνουν τον δρόμο της προσφυγιάς για να σωθούν από πολέμους, εμφυλίους, δικτατορίες, γενοκτονίες και πάει λέγοντας…