Γράφει : ο
Χαρά Παπαβασιλείου-Κουμουλλή
Μοσχοβολούσε αρώματα η γειτονιά. Ζουμπούλια και βιολέτες γέμιζαν τα μπαλκόνια και τις μικρές αυλές. Ολόσκεπες οι μάνδρες από πασχαλιές. Έστηνε ο έρωτας χορό με τον ξανθό Απρίλη. Η άνοιξη στην πιο γλυκιά της ώρα απλόχερα στόλιζε το δρομάκι μας. Την οσφραινόμασταν. Χαμογελούσε στις ψυχές μας. Διώχνοντας τον μουντό του χειμώνα ουρανό, το κρύο και τη μελαγχολία της βροχής, μας έβαζε στον κύκλο του Μεγαλοβδόμαδου. Τον σημαντικότερο απ’ όλους των γεγονότων της χρονιάς. Ωστόσο, ως κάτι το αντιφατικό, μέσα στην αναγεννώμενη φύσης ζούσαμε μία προς μία τις μέρες που οδηγούσαν στο Πάθος Του Κυρίου. Η Μεγάλη Εβδομάδα ξεκινούσε με το μαύρο πανί στο καλαθάκι των παιδιών που ’λεγαν τον «Λάζαρο» στις νοικοκυρές. Κι εκείνες πρόθυμες σταματούσαν για λίγο το πάστρεμα του σπιτιού και μ’ ευχές έβαζαν στον μικρό κορβανά ό, τι υπαγόρευε η συνείδησή τους σε είδος και ποσότητα. Απαραιτήτως αυγά απ’ τον ορνιθώνα της αυλής τους. Το τραγούδι του θανάτου και της ανάστασης του Λάζαρου προοιωνιζόταν τον θάνατο και την Ανάσταση του Δάσκαλου, που άλλαξε την πορεία του κόσμου. Τα κάλαντα μας μάγευαν, όπως τα παραμύθια. Γι’ αυτό πρόθυμα τρέχαμε στα θελήματα των μεγάλων.
Το απόγευμα μέχρι ν’ ακούσουμε την καμπάνα του Αϊ-Γιωργιού το συναίσθημα της προσμονής της νύχτας το αποκοιμίζαμε με τα παιχνίδια. Ο ήχος της σήκωνε στην καρδιά μας ανατριχίλα. Κι όταν ακούγαμε το κάλεσμα της μάνας μας, παρατούσαμε σχλέτζα και σχλετζάρι, κυνηγητό και κρυφτό κι όπως τα σαλιγκάρια χωνόμασταν στο καβούκι του σπιτιού του ο καθένας και βγαίνοντας ντυμένοι με τα καθαρά μας ρούχα, εμείς μπροστά, πίσω οι μεγάλοι, ανηφορίζαμε προς την εκκλησία. Αργά το σούρουπο καθώς μπαίναμε στον αυλόγυρο, υψώναμε το βλέμμα μας στην κορυφή του καμπαναριού μήπως και διακρίνουμε τη λεπτή σιλουέτα του πελαργού, σήμα κατατεθέν της ενορίας μας. Τον υποψιαζόμαστε να σκορπίζει τη θαλπωρή του πέρα απ’ τα μικρά του και σε μας. Δικά του και μεις παιδιά, όπως μας έλεγαν οι γονείς μας. Ω! θεία αθωότητα των παιδικών μας αλησμόνητων χρόνων…
Ωστόσο, οι νύχτες του πανηγυριού για μας, τη μαρίδα, ξεκινούσαν απ’ τη Μ. Δευτέρα. Μ’ ευλάβεια αφού ασπαζόμασταν την εικόνα στα δεξιά της εισόδου μας στην εκκλησιά, τρέχαμε σχεδόν να πάρουμε θέση μπροστά και πίσω από τον δεξιό ψάλτη. Εκεί κοντά και η κυρα-Ξενούλα, η γειτόνισσα. Με τον ξανθό στολισμένο κότσο, τα χρυσά της δόντια και γυαλιά, μας εντυπωσίαζε! Με το αηδόνι, τον παπα-Νίκο, παίζαμε το κρυφτό, επειδή πιάνοντας την κουβέντα ψιθυριστά, κάπου χάναμε το μέτρο, ώσπου ξεπρόβαλλε απ’ την ιερή πύλη αγριωπό το μαύρο του μάτι. Και τότε τον παρασέρναμε, έτσι τουλάχιστον νιώθαμε, στο παιχνίδι που το λέγαμε «Αγάλματα». Συνεπίκουρος, φυσικά με την πλευρά του παπα-Νίκου και η κυρα-Ξενούλα, συρίζοντας: «Σουςςςςςςςςςςς».