Πολυκεντρικό Μουσείο Αιγών
της Παναγιώτας Π. Λάμπρη
http://users.sch.gr/panlampri/
Όταν πριν είκοσι και πλέον χρόνια επισκεφτήκαμε τους βασιλικούς τάφους της Βεργίνας, είχαμε στη συντροφιά μας και τον αείμνηστο πατέρα μου, λάτρη του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, ο οποίος, όπως κι εμείς, έμεινε έκθαμβος απ’ όσα αντίκρισε εκεί. Μάλιστα, όταν βαδίσαμε στον χώρο, όπου βρισκόταν το ανάκτορο του Φιλίππου, εξέφρασε την άποψη πως αυτό θα έπρεπε ν’ αναστηλωθεί και ν’ αναδειχθεί. Παρόμοιες σκέψεις εξέφραζε, βέβαια, κάθε που επισκεπτόμασταν κάποιον αρχαιολογικό χώρο, του οποίου η εικόνα έχρηζε τέτοιας φροντίδας.
Έτσι, όταν σχετικά πρόσφατα περάσαμε πάλι από κει, κυρίως, για να δούμε το κεντρικό κτήριο του Πολυκεντρικού Μουσείου Αιγών, αμέσως ήρθαν στον νου μου τα λόγια του και μια αδιόρατη μελαγχολία με κατέλαβε, αφού δεν πρόλαβε να δει όσα εμείς βλέπαμε και για τα οποία πολύ θα χαιρόταν και περηφάνεια θα ένιωθε. Όμως, ο βίος του ανθρώπου είναι πεπερασμένος, οπότε…
Πλέον, το ανάκτορο του Φιλίππου Β’ (359-336 π.Χ.) -τα «βασίλεια» των Αιγών-, το οποίο στέγαζε τις δομές που ήταν απαραίτητες για την άσκηση της δημόσιας εξουσίας, αναστηλώθηκε, πολλά έργα στον τεράστιο αρχαιολογικό χώρο συνεχίζονται, ενώ ο επισκέπτης, εισερχόμενος στο επιβλητικό κτήριο του Μουσείου, μένει πραγματικά ενεός.
Πολύ περισσότερο, που αυτό ενσαρκώνει μία νέα δυναμική προσέγγιση της σχέσης του με τον αρχαιολογικό χώρο και ενώνει το μουσείο των βασιλικών τάφων, τη βασιλική ταφική συστάδα των Τημενιδών, το ανάκτορο, το θέατρο και την κατάγραφη εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, ακολουθώντας το οικιστικό μοντέλο της αρχαίας πόλης, με επάλληλους οικισμούς γύρω από έναν κεντρικό πυρήνα, ενώ σταδιακά θα προστίθενται όποια μνημεία, συστάδες μνημείων ή τμήματα του αρχαιολογικού χώρου συντηρούνται, οργανώνονται και μπορούν να δεχθούν επισκέπτες, που σημαίνει πως δεν αρκεί μόνο μία επίσκεψη, για να τα χαρείς όλα αυτά, αλλά και πως στο μέλλον μάς αναμένουν κι άλλα πολλά, τα οποία θα καταστήσουν τις Αιγές σημαντικό προορισμό γνώσης και εθνικής αυτογνωσίας, αν και ήδη σε μεγάλο βαθμό αυτό συμβαίνει.
Το εμβληματικό κτήριο του Μουσείου, λοιπόν, εκτός από το εισαγωγικό έκθεμα «παράθυρο στον κόσμο του Μεγάλου Αλεξάνδρου», περιλαμβάνει την έκθεση αρχιτεκτονικών μελών με κεντρικό έκθεμα το αναταγμένο τμήμα του Ανακτόρου στο μεγάλο αίθριο του μουσείου, την έκθεση γλυπτών, που αφορά σε ευρήματα από τις ανασκαφές στον ευρύτερο αρχαιολογικό χώρο των Αιγών, καθώς και την κεντρική έκθεση «Αιγών μνήμη», στην οποία εκτίθενται ευρήματα, που αποκαλύπτουν την ταυτότητα της πόλης και των ανθρώπων που την κατοικούσαν.
Στην «Αιγών μνήμη», πηγαίνοντας από σημείο σε σημείο, διαπιστώνεις πως τα ευρήματα εκτίθενται κατά θεματικές ενότητες και με ξεχωριστό μινιμαλιστικό τρόπο, ο οποίος, όμως, σε συνεπαίρνει με τον πλούτο που αποκαλύπτεται μπροστά σου και αφορά σε πλήθος εκφάνσεων του βίου των Μακεδόνων. Συνάμα, κατατοπιστικά κείμενα, μεγάλα ή πιο σύντομα, σε πληροφορούν για όσα βλέπεις, ενώ σε μεταφέρουν στον τόπο και τον χρόνο. Για παράδειγμα, κάτω από τον τίτλο, «Αναστήνοντας μια πόλη», γράφει: «Τι μένει όταν χάνεται μια πόλη, όταν ξεχνιέται ακόμη και το όνομά της; Τα θεμέλια των κτηρίων της, αλλεπάλληλα στρώματα καταστροφής που αναδύονται μέσα από το χώμα, μόλις τα αγγίξει η αρχαιολογική σκαπάνη, χαώδη και άμορφα, γεμάτα ωστόσο έργα ανθρώπινων χεριών, θραύσματα και σπαράγματα, ίχνη και μηνύματα που περιμένουν ανυπόμονα να ‘διαβαστούν’, να γίνουν μνήμη και γνώση…».
Και γίνονται μνήμη και γνώση όσα εκεί βρέθηκαν, καθώς μας μιλούν για τη σχέση των Μακεδόνων με το κυνήγι, τα όπλα, τον πόλεμο, την άθληση, τα ενδύματα, τα κοσμήματα, τα καλλυντικά, τους βασιλιάδες και τις βασίλισσες, τους θεούς των νεκρών και άλλα πολλά. Και, φυσικά, το Μουσείο των Αιγών, πέραν άλλων, μας υπενθυμίζει, όπως και τόσα άλλα στη χώρα μας ή εκτός αυτής, σε ποιον τόπο ζούμε και τι του οφείλουμε.
Το μουσείο φιλοξενεί και δύο σπουδαίες περιοδικές εκθέσεις, εκ των οποίων τη μία τη βλέπεις στην αρχή και την άλλη στο τέλος της ξενάγησής σου. Συγκεκριμένα, η πρώτη, με τον τίτλο «Οικουμένης Αντίδωρον», έγινε σε συνεργασία με το Νομισματικό Μουσείο και τον συλλέκτη Θεόδωρο Αραβάνη και προσπαθεί να προσεγγίσει το φαινόμενο της Ελληνιστικής Οικουμένης, της επέκτασης του ελληνικού πολιτισμού έως την Άπω Ανατολή, μέσω των μορφών των πρωταγωνιστών των εξελίξεων, όπως απεικονίζονται στα νομίσματα, τα επίσημα σύμβολα της ισχύος και της εξουσίας τους.
Η άλλη έκθεση είναι εικαστική και περιλαμβάνει έργα του ξεχωριστού Έλληνα ζωγράφου, Χρήστου Μποκόρου, τα οποία δημιούργησε, για να παρουσιαστούν στο μουσείο των Αιγών, υπό τον εμβληματικό τίτλο «Ύλης μνήμη». Ένας αληθινά υπέροχος επίλογος, ο οποίος ολοκληρώθηκε με την αγορά αντιγράφου κοσμήματος από κάποιον τάφο στο πωλητήριο του Μουσείου, έτσι, ως μικρό αντίδωρο για όσα είδαμε και ως ελάχιστη αφορμή υπόμνησή τους.
Τέλος, αντί άλλου επιλόγου, παραθέτω στη συνέχεια λίγα από τα γραφόμενα της αρχαιολόγου Αγγελικής Κοτταρίδη, στην οποία πολλά οφείλουμε, στον τόμο «Αιγές, Η Βασιλική Μητρόπολη των Μακεδόνων» (έκδοση του Κοινωφελούς Ιδρύματος Ιωάννη Σ. Λάτση, 2013), σχετικά με τις Αιγές και το Μουσείο, που δέχονται ήδη πλήθος επισκεπτών και αναμένεται να βαίνουν αυξανόμενοι.
«Οι Αιγές», σημειώνει η αρχαιολόγος, «Μητρόπολη των Μακεδόνων, ενός ακριτικού ελληνικού φύλου που κλεισμένο στην αυτάρκειά του θα διατηρήσει αρχέγονες δομές και θεσμούς για να γίνει την κρίσιμη στιγμή μοχλός και φορέας της εξέλιξης που θα μεταλλάξει τον αρχαίο κόσμο, σφραγίζοντας για πάντα την πορεία της ιστορίας, ήταν μια πόλη κατά κώμας, η οποία στην πραγματικότητα ποτέ δεν συνοικίστηκε, θα διατηρήσει στον χώρο το αρχαιότροπο μοντέλο του ανοιχτού, οργανικά εξελισσόμενου μορφώματος που η απαρχή του χάνεται στην αχλή του μύθου και συγχρόνως θα γίνει το δυναμικό κέντρο, η μήτρα όπου θα γεννηθούν και θα πάρουν για πρώτη φορά υπόσταση οι ριζοσπαστικές ιδέες και οι μορφές που θα σφραγίσουν την εικόνα της ελληνιστικής οικουμένης.
Πιστεύοντας ότι αυτή ακριβώς η διαλεκτική ανάμεσα στο συντηρητικό-“παραδοσιακό” και το ριζοσπαστικό-“μοντέρνο” αποτελεί την πεμπτουσία της συνεισφοράς των Μακεδόνων στον πολιτισμό, θεωρούμε ότι αυτή πρέπει να είναι και η βασική ιδεολογική-αισθητική αρχή που πρέπει να διέπει κάθε προσπάθεια οργάνωσης-ανάταξης-ανάδειξης των Αιγών, της ξεχασμένης βασιλικής καθέδρας που η σκαπάνη πόντο πόντο ανακαλεί από τη λήθη των αιώνων. Με αυτή την παραδοχή, παίρνοντας υπόψη τις ανάγκες προστασίας και τις ιδιαιτερότητες των μνημείων, αλλά και το πολεοδομικό μοντέλο της ίδιας της αρχαίας πόλης με την ευρύτατη οικιστική διασπορά στον χώρο, προχωρήσαμε σε μια νέα, “ολιστική” και δυναμική προσέγγιση του ζητήματος της σχέσης αρχαιολογικού χώρου και μουσείου με την πρόταση της δημιουργίας του πολύμορφου, πολυδύναμου, ευέλικτου και συνεχώς εξελισσόμενου Πολυκεντρικού Μουσείου των Αιγών που με περισσότερες, διάσπαρτες στον πραγματικό-γεωγραφικό χώρο, “αίθουσες-ενότητες” θα αγκαλιάζει και θα ενσωματώνει το σύνολο του αρχαιολογικού χώρου και θα επεκτείνεται με τη βοήθεια της τεχνολογίας στον υπερβατικό κόσμο της εικονικής πραγματικότητας και του διαδικτύου».