Ανέκδοτα Διηγήματα Σύγχρονων Ελλήνων Πεζογράφων

Επιμέλεια: Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης

Με καθυστέρηση γαμήλιο ταξίδι

Της Χρύσας Σπυροπούλου

Το κότερο έπλεε ανοιχτά της Σίφνου. Ήταν Ιούλιος. Στο βάθος φαίνονταν τα φώτα της Χρυσοπηγής. Είχαν κοπάσει οι άνεμοι και ο Γιώργος δεν χρειάστηκε πολλά επιχειρήματα για να πείσει τη γυναίκα του να κάνουν το γύρο του νησιού πρώτα και έπειτα να ταξιδέψουν μέχρι την Ρόδο. Θα είναι το γαμήλιο ταξίδι μας, μιας και δεν μπορέσαμε να το κάνουμε στην ώρα του, της είπε. Τα καθήκοντά του, στην οικογενειακή εταιρεία, δεν του το επέτρεψαν. Γι’ αυτό, άλλωστε, και η Νίνα, η γυναίκα του, δεν έχανε ευκαιρία να του παραπονιέται και να του υπενθυμίζει τις υποχρεώσεις του, μολονότι είχαν περάσει πολλά χρόνια από την ημέρα του γάμου τους και είχαν συμβεί, στο μεταξύ, ακόμα περισσότερα στη σχέση τους. Τόσα που την εξέπληξε η πρόταση του άντρα της να «πάνε γαμήλιο ταξίδι», να ικανοποιήσουν το απωθημένο τους. Ήταν άραγε απωθημένο και για τους δύο;

Μήπως η χειρονομία αυτή δήλωνε το τέλος των εχθροπραξιών; Τι είχε αλλάξει άραγε; Η Νίνα ήταν έτοιμη να του κάνει ερωτήσεις, αλλά συγκρατήθηκε. Χρόνια είχαν περάσει από τότε που είχαν πάει μαζί, για επαγγελματικούς λόγους, ταξίδι μέχρι τη Θεσσαλονίκη, όπου τον έβλεπε ελάχιστα, γιατί αυτός ήταν συνέχεια σε επαγγελματικά ραντεβού, ενώ η ίδια τον περίμενε στο σαλονάκι του ξενοδοχείου ρίχνοντας πασιέντσες και παρατηρώντας τους περαστικούς. Στις κρουαζιέρες που πήγαιναν, κατά καιρούς, νοικιάζοντας πάντα το ίδιο κότερο, με τον ίδιο καπετάνιο, είχαν για παρέα τους φίλους του Γιώργου με τις συζύγους τους. Ποτέ δεν ταξίδευαν μόνοι, θαρρείς και κάποιος από τους δύο φοβόταν να μείνουν ο ένας απέναντι στον άλλο. Τώρα όμως τους δινόταν η ευκαιρία να ανανεώσουν τη φθαρμένη σχέση τους. Ή μήπως θα ξεκαθαρίζονταν τα πράγματα; Κάποιος θα έβγαινε νικητής, δεν μπορεί να έμεναν και οι δύο ευχαριστημένοι. Ή μήπως όχι; Η Νίνα αναρωτιόταν για ποιο λόγο παρέμενε κοντά του. Από συνήθεια ή από ανασφάλεια; Κάποια πράγματα ήταν δεδομένα. Είχε ήδη περάσει τα σαράντα και ήξερε ότι θα ήταν πολύ δύσκολο να ξαναφτιάξει τη ζωή της.

Ο Γιώργος έριξε την άγκυρα και είπε στην Νίνα ότι θα αναλάμβανε ο ίδιος τη μαγειρική. Είχαν ψάρια, της είπε, που τους έφεραν από μακριά, δεν προσδιόρισε τον τόπο γιατί ήξερε τις φοβίες της Νίνας: «μολυσμένες θάλασσες, τοξικά ψάρια…». Και εκείνη του είπε ότι είχε φέρει το φοινικόκρασο, που της είχε χαρίσει ο φίλος της ο πρέσβυς όταν επέτρεψε από την Τζακάρτα. Και οι δύο συμφώνησαν ότι η άπνοια θα τους βοηθούσε να απολαύσουν το δείπνο στο κατάστρωμα.
Η Νίνα έστρωσε το λευκό τραπεζομάντιλο, τοποθέτησε τα μαχαιροπίρουνα, όπως θα έκανε στο σπίτι τους, και άναψε τα κεριά που τα είχε τοποθετήσει σε δυο γυάλινες υποδοχές. Φρόντισε να βάλει το βάζο με τα per sempre στη μέση και έστρεψε το βλέμμα της προς την Χρυσοπηγή. Πολύ θα ήθελε να πιστεύει κάπου, σε μια ανώτερη δύναμη, για να την παρακαλέσει να πραγματοποιηθούν οι επιθυμίες της, να λάβουν τα σχέδιά της σάρκα και οστά. Μόλις που διέκρινε το φως από το εκκλησάκι που ξεχώριζε θαμπά στην κορυφή του βράχου. Θυμήθηκε τα καλοκαίρια που περνούσε εκεί με τις παρέες της, τη γνωριμία της με τον Γιώργο και τον ενθουσιασμό της.

Μετεφηβικές υπερβολές αποδείχτηκαν όλα τελικά. Τα χρόνια πέρασαν γρήγορα, δεν ξεχνούσε όμως τις μεταπτώσεις του, την αστάθεια στη σχέση τους. Αυτή όμως παρέμενε εκεί, κοντά του, παρ’ όλες τις προσβολές. Οι μεταμορφώσεις, ωστόσο, είχαν ημερομηνία λήξης. Έτσι και τώρα, ήξερε ότι σύντομα θα διαδεχόταν τη νηνεμία η φουρτούνα. Μέχρι πότε θα κρατούσε αυτό άραγε; Ήταν μήπως στο χέρι της να δώσει ένα τέλος; Αναστέναξε και ένιωσε ανακούφιση όταν πρόσεξε το φως του φεγγαριού να διαγράφεται στην επιφάνεια των σκοτεινών νερών. Διαλυόταν τόσο σύντομα στην επιφάνεια της θάλασσας όσο γρήγορα έφευγαν και οι ώρες και οι μέρες. Όλα κρατούσαν όσο ένα φευγαλέο άγγιγμα. Θα περνούσε κι αυτό, ας το απολάμβανε, που λέει ο λόγος. Είναι νόμος της φύσης, εξάλλου.
Ο Γιώργος σέρβιρε το ψάρι και η Νίνα γέμισε τα ποτήρια με φοινικόκρασο. Τα σήκωσαν και εκείνη είπε: «στην αγάπη μας, για πάντα!»

«Για πάντα, μωρό μου!», της απάντησε και την φίλησε στο στόμα. «Ποτέ δεν είναι αργά. Το γαμήλιο ταξίδι καθυστέρησε κάποια χρόνια, αλλά να που το απολαμβάνουμε τώρα, ώριμοι και κατασταλαγμένοι. Πιες και εσύ, δεν θα την βγάλεις μόνο με το νερό.»
«Θα πιω, βεβαίως. Να μου περάσει η ημικρανία. Εδώ είμαστε… Μαζί, για πάντα. Κι εσύ, κοίτα, να μην πιεις πολύ, προηγουμένως έπινες ουίσκι. Μην έχουμε δυσάρεστες συνέπειες…»
«Δεν είναι η πρώτη φορά. Είμαι γερό ποτήρι και γερό σκαρί.»
«Μήπως να προσκαλούσαμε και τον καπετάνιο;»
«Όχι, καλή μου. Η βραδιά είναι δική μας. Πιες και εσύ λίγο, επιτέλους! Μην μ’ αφήνεις μόνο!»

«Μα, ναι, σε λίγο, να μου περάσει ο πονοκέφαλος.»
Από το κινητό, που ήταν ακουμπισμένο στην άκρη του τραπεζιού, ακουγόταν το πρελούδιο μαζί με το ‘έρωτας και θάνατος’ από τον Τριστάνο και την Ιζόλδη, το αγαπημένο πρελούδιο της Νίνας. Της άρεσαν η ένταση, οι μεταπτώσεις, η προειδοποίηση για αυτό που θα ακολουθούσε.
«Νυστάζω» είπε ο Γιώργος και ξάπλωσε στην πολυθρόνα. Πήγε κοντά του και με τα δάκτυλά της τον σκούντησε. Είχε ήδη βυθιστεί.
«Κρίμα, μωρό μου», ψιθύρισε η Νίνα. Πήρε το κινητό και σχημάτισε τον αριθμό. «Όλα είναι έτοιμα» είπε.

Ο καπετάνιος ανέβηκε στο κατάστρωμα και την πλησίασε. «Σε λίγο ανοιγόμαστε και τον πετάμε στη θάλασσα. Τα έχω όλα έτοιμα, για να εξαφανιστεί στο βυθό. Δεν πρόκειται να βρεθεί ποτέ. Μην σε νοιάζει. Θα πούμε ότι μέθυσε και ότι γλίστρησε και έπεσε στο νερό. Κάτι τέτοια δεν είχε πει και ο Ρόμπερτ Βάγκνερ όταν η γυναίκα του η Νάταλι Γουντ χάθηκε στα νερά του Ειρηνικού; Εκείνος την σκότωσε και έλεγε διάφορες βλακείες…. Εξαφανίζουμε και το μπουκάλι με το φοινικόκρασο και τη μεθανόλη και το υπνωτικό. Αν τα κρατήσουμε αυτά, μας πιάσανε στο πι και φι. Θα ισχυριστούμε ότι εσύ κοιμόσουν και ότι εγώ ήμουν στο τιμόνι… Και κοίτα, να φροντίσεις να μου δώσεις τα μισά από την περιουσία του δικού σου, μιας και εγώ σε ενημέρωσα και για τον λαγοκέφαλο. Αν δεν είχα αφαιρέσει τα μέρη που έχουν την τοξίνη, τώρα εσύ θα ήσουν αλλού, και πάντως δεν θα συζητούσαμε.

Ήθελε να σε βγάλει από την μέση γιατί ποτέ του δεν σε συγχώρεσε. Έλεγε ότι τον εξαπάτησες για να σε παντρευτεί και ότι του έφαγες πολλά λεφτά… Αλήθεια ή ψέματα, ήθελε να σε βγάλει από την μέση. Ήταν απρόσεκτος και τσιγκούνης όμως. Κακό του κεφαλιού του, βεβαίως, αφού εσύ μου έδωσες περισσότερα.
Η Νίνα κοίταξε στο βάθος και είδε ότι τα φώτα από τον βράχο με το εκκλησάκι της Χρυσοπογής είχαν χαθεί από τον ορίζοντα. Σκέφτηκε ότι έχει πολλά ακόμα να ρυθμίσει. Τα αναλάμβανε όλα αυτή πλέον. Κάτι που είχε την καλή και την κακή πλευρά του. Ένα πράγμα, όμως, την ανησυχούσε. Δεν ήξερε τι να κάνει με τον καπετάνιο. Θα έπρεπε να αποφασίσει, μολονότι η τύχη του, προς το παρόν, δεν ήταν ανάμεσα στις προτεραιότητες. Ακόμα τον είχε ανάγκη. Από την άλλη, όμως, δεν της άρεσε να κρατάει μια διαρκή απειλή δίπλα της.

Θα περίμενε να βρει την κατάλληλη στιγμή για να τον τακτοποιήσει κι αυτόν. Ένιωθε, άλλωστε, δυνατή. Όλα θα τα ρύθμιζε και γι αυτό θα άφηνε να περάσει ο χρόνος προτού πάει στο Μονακό, όπου βρίσκεται η θέση της. Αυτή ήταν γεννημένη για τα μεγάλα, όχι για τα μικρά, και ας έδινε αυτήν την εντύπωση, και ας μην την πρόσεχαν οι άλλοι. Πόσο άδικο ήταν! Σημασία είχε, τώρα, να μην την υποψιαστούν. Αυτήν; Την ασήμαντη; Είχε κι αυτό το χαρακτηριστικό την χρήσιμη πλευρά του.
«Ήταν ένα μικρό καράβι, ήταν ένα μικρό καράβι, που ήταν αταξίδευτο, που ήταν αταξίδευτο…. Να δούμε ποιος θα φαγωθεί, να δούμε ποιος θα φαγωθεί….». Η φωνή της έσβηνε από τον θόρυβο της μηχανής και τον ήχο που σχημάτιζαν τα κύματα σε συνδυασμό με τον άνεμο, καθώς έτρεχε με δύναμη προς το άγνωστο το κότερο.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Η Χρύσα Σπυροπούλου γράφει αστυνομικού είδους ιστορίες και ασχολείται με τη βιβλιοκριτική. Το τελευταίο της μυθιστόρημα, με τον τίτλο Ταραγμένα Νερά, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο(2018).