Ανταγωνισμός: Πότε παρεμβαίνει η Κομισιόν και πότε γίνεται…άλλοθι
Του Δημήτρη Μάρδα
Καθηγητή Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του ΑΠΘ, π. Αν. Υπουργού Οικονομικών και π. στελέχους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
-Η πολιτική του ανταγωνισμού ανήκει στις αποκλειστικές αρμοδιότητες της ΕΕ. Αυτή χαράσσεται σύμφωνα με τα Άρθρα 101 και 102 της Συνθήκης για την Λειτουργία της ΕΕ, (πρώην Άρθρα 85 και 86 της Συνθήκης της Ρώμης) και συμπληρώνεται με τα Άρθρα 103-109.
Η πολιτική αυτή θεωρεί, μεταξύ άλλων, ότι είναι ασυμβίβαστες και απαγορεύονται όλες οι συμφωνίες και οι αποφάσεις μεταξύ επιχειρήσεων όπως και οι εναρμονισμένες πρακτικές, που δύνανται να επηρεάζουν με δυσμένεια την εσωτερική αγορά, περιορίζοντας τον ανταγωνισμό και ασκώντας επιπτώσεις στη διαμόρφωση των τιμών, στον έλεγχο της παραγωγής και της διάθεσης των προϊόντων, θέτοντας άνισους όρους.
Επίσης, απαγορεύεται η κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης από μια ή περισσότερες επιχειρήσεις, κάτι που εκδηλώνεται με την άμεση ή έμμεση επιβολή μη δίκαιων τιμών στην αγορά και με την εφαρμογή άνισων όρων επί ισοδυνάμων παροχών.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μεριμνά από μόνη της ή σε συνεργασία με τα κράτη-μέλη της ΕΕ για την εφαρμογή των αρχών του ανταγωνισμού. Έτσι η Επιτροπή έχει τη δικαιοδοσία να παρέμβει σε περιπτώσεις όπου παρατηρείται αντιανταγωνιστική συμπεριφορά, όπως παραδείγματος χάριν εκεί όπου εταιρείες εφαρμόζουν διαφορετικές τιμές για τα ίδια προϊόντα στις αγορές των κρατών-μελών, ενώ οι όροι της αγοροπωλησίας μεταξύ παραγωγών και εταιριών διάθεσης δε διαφέρουν.
Η Επιτροπή μπορεί να παρέμβει λοιπόν στις περιπτώσεις όπου μονοπώλια καταχρώνται τη δεσπόζουσα θέση που κατέχουν στην αγορά. Ομοίως, παρόμοια παρέμβαση μπορεί να έχει στην περίπτωση μιας ολιγοπωλιακής αγοράς, που θεωρείται ίσως η δυσκολότερη μορφή που υπάρχει. Πράγματι, τα μονοπώλια είναι ορατά και γνωρίζουμε τους όρους του παιχνιδιού που επιβάλλουν. Ένα ολιγοπώλιο όμως που κινείται με μια άγραφη «συμφωνία κυρίων» είναι δύσκολο να αντιμετωπιστεί ως προς τις εναρμονισμένες πρακτικές που ακολουθεί με σκοπό τον περιορισμό του ανταγωνισμού, την επιβολή προσυνεννοημένων τιμών κ.λπ.
Η Επιτροπή επιβάλλει κυρώσεις μετά από μια διαδικασία προκαταρκτικής έρευνας, όπου οι ενδιαφερόμενοι καταθέτουν τις απόψεις τους. Μπορεί να επιβάλει πρόστιμα ικανά να φτάσουν έως και το 10% του παγκόσμιου κύκλου εργασιών της εταιρείας. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο κατ’ επανάληψη έχει εκδώσει αποφάσεις εις βάρος εταιριών σε περιπτώσεις που κρίθηκε ότι νόθεψαν τον ανταγωνισμό.
Η πρώτη πολύκροτη υπόθεση που εκδικάστηκε ήταν της Grunding – Costen (1966). Σύμφωνα με αυτήν ένας μεγάλος Γερμανός παραγωγός (Grunding) συνήψε μια συμφωνία αποκλειστικής διανομής με έναν Γάλλο μεγαλοεισαγωγέα (Costen), κατά την οποία συμφωνήθηκε να γίνει η Costen ο αποκλειστικός αντιπρόσωπος των προϊόντων της Grunding στη Γαλλία. Έτσι, παραχωρήθηκαν στη Consten αποκλειστικά δικαιώματα να εισάγει και να πουλά τα προϊόντα της στην Γαλλία, ενώ παράλληλα απαγόρευσε η Costen σε άλλους διανομείς να τα πουλούν στην ίδια αγορά. Αν και η Costen εγγυήθηκε κατώτερες τιμές υπέρ του καταναλωτή στη Γαλλία, αυτό δεν αποτέλεσε αιτία δικαίωσής της. H καταδίκη των Grunding-Costen έλυσε πολλές παρόμοιες υποθέσεις που εκκρεμούσαν.
Αρμόδιος φορέας για την εφαρμογή της πολιτικής του ανταγωνισμού στην ΕΕ είναι η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Επιτροπής. Η συγκεκριμένη Διεύθυνση παρεμβαίνει όταν παρατηρείται πρόβλημα δυσλειτουργίας του ανταγωνισμού κατά τη διακίνηση προϊόντων μιας εταιρίας σε τουλάχιστον δυο κράτη-μέλη της ΕΕ και όταν ο όγκος του εμπορίου των προϊόντων που αντιμετωπίζουν προβλήματα είναι υψηλός. Κάθε κράτος-μέλος της ΕΕ έχει τη δική του ανεξάρτητη Αρχή Ανταγωνισμού που αποβλέπει στην εύρυθμη λειτουργία της αγοράς εντός των συνόρων του.
-Η ολιγοπωλιακή μορφή της ελληνικής αγοράς σε διάφορους τομείς, που οδηγεί σε στρεβλώσεις στις τιμές κάποιων προϊόντων, μπορεί να αντιμετωπιστεί με διάφορους τρόπους. Ενδεικτικά αναφέρεται το ακόλουθο. Σε μια παρόμοια περίπτωση στην Ολλανδία, η οποία αφορούσε σε ένα ολογοπώλιο ελεγχόμενο από λίγες μεγάλες μεταφορικές εταιρίες, η κυβέρνηση «άνοιξε» την αγορά μέσω προγράμματος που χρηματοδοτούσε τη δημιουργία νέων μεταφορικών εταιριών λύνοντας έτσι το πρόβλημα.
Ως προς τις διαφορετικές τιμές τροφίμων ανάμεσα στην Ελλάδα και σε χώρες της ΕΕ, εδώ σημειώνεται το εξής: Το γεγονός από μόνο του δεν εισάγει κυρώσεις. Όταν ένας παραγωγός πουλά το προϊόν του με διαφορετικούς όρους σε τουλάχιστον δυο χώρες της ΕΕ (διαφορετικός όγκος παραγγελιών, διαφορετική απόσταση, διαφορετικοί όροι πληρωμής, διαφορετικό κόστος ασφάλισης κατά τη μεταφορά κ.λπ) εύλογα εισάγει διαφορετικές τιμές στους φορείς που διαθέτουν τα προϊόντα του.
Όταν όμως ένας Ιταλός παραγωγός λόγου χάριν, πουλά στις Βρυξέλλες τα προϊόντα του σε χαμηλότερες τιμές από ότι στο Παρίσι, επειδή η αγορά του Βελγίου θεωρείται πιο ανταγωνιστική, ενώ όλοι οι υπόλοιποι όροι (πληρωμών κ.λπ) είναι ίδιοι, αυτό δεν επιτρέπεται και επιβάλλονται κυρώσεις.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, δεν παρεμβαίνει σε θέματα ανταγωνισμού-τιμών, ενώ η εκάστοτε κυβέρνηση παραμένει πλήρως αρμόδια, εντός του εθνικού της χώρου, στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) στον καθορισμό διαμόρφωσης του ύψους των συντελεστών του ΦΠΑ ανά κατηγορία προϊόντων, β) στο καθορισμό πλαφόν στην τιμή ενέργειας λόγου χάριν σε έκρυθμες καταστάσεις, γ) στον καθορισμό ειδικών φόρων κατανάλωσης (π.χ. στα καύσιμα) δ) στην επιβολή υψηλών φόρων στα υπερκέρδη ή άλλως στα απρόβλεπτα κέρδη σύμφωνα με όρο που χρησιμοποίησε Έλληνας επιχειρηματίας, ε) στην κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης μιας εταιρίας ή στην εφαρμογή μιας εναρμονισμένης πρακτικής που επιβάλλει υψηλές τιμές στην αγορά της χώρας, ευνοώντας τα υψηλά κέρδη λόγω του ολιγοπωλιακού χαρακτήρα που διακρίνει έναν προϊόν ή έναν κλάδο, ενώ η τιμή εισαγωγής είναι ίδια με εκείνη που ισχύει σε ένα άλλο κράτος-μέλος της ΕΕ.
Στις περιπτώσεις αυτές και όπου αλλού προβλέπεται, το οποιοδήποτε αίτημα μιας κυβέρνησης για συνδρομή εκ μέρους της Επιτροπής αποτελεί, εκ πρώτης όψεως, άλλοθι αποτυχίας από την πλευρά της. Μπορεί να υπάρξει συνδρομή από την Επιτροπή μόνο στο πλαίσιο της αρχής της Επικουρικότητας, σύμφωνα με την οποία ζητείται η βοήθεια των Βρυξελλών, εφόσον η κυβέρνηση κρίνει ότι αδυνατεί ή ότι είναι ανίκανη να αντιμετωπίσει, μια στρέβλωση της αγοράς εντός της επικράτειάς της.