Γράφει : η
Χαρά Παπαβασιλείου
Ο κινηματογράφος έκανε τα Σάββατα και τις Κυριακές μας να μοιάζουν πανηγύρι. Οι γυναίκες με τα καλά τους, τα γιορτινά τους, παρέες-παρέες κι αγκαζέ η μια με την άλλη, γέμιζαν τα καντούνια της πόλης. Κατηφορίζοντας απ’ τον λόφο της Περάνθης ή ανηφορίζοντας απ’ τις κάτω γειτονιές, ανταμώνονταν στον κεντρικό δρόμο της Σκουφά και σαν ένα ποτάμι χωρίς διέξοδο, πλημμύριζαν την πλατεία Κιλκίς. Ένας και μοναδικός ο κινηματογράφος, έσπευδαν να πιάσουν θέση κατά το όποιος πρόλαβε τον Κύριον είδε. Στα σπάργανά του ακόμα, φτυστός ήταν το Σινεμά ο Παράδεισος, όπως περιγράφεται στην ιταλική ταινία του Τζουζέπε Τορνατόρε. Ωστόσο, είχε την ομορφιά του, δηλαδή την ανθρωπιά του, που χάθηκε ανεπιστρεπτί στην εποχή μας, σχεδόν σ’ όλους τους τομείς της ζωής.
Απ’ το Σάββατο πρωί ο τελάλης, στη θέση του συνοδηγού κάποιου αγροτικού με την ντουντούκα στο χέρι, όργωνε τις γειτονιές, προτρέποντας τον μικρόκοσμό τους μη και διανοηθούν να χάσουν την Αγνή του Λιμανιού, με την Ελένη Χατζηαργύρη και τον Αλέκο Αλεξανδράκη, την Γκόλφω, τον Ζηλιαρόγατο με τον Λογοθετίδη και την Ίλια Λιβυκού του Γιώργου Τζαβέλα ή την Αστέρω του Ντίνου Δημόπουλου με τη Βουγιουκλάκη στα πρώτα της βήματα. Όμως η ΣΤΕΛΛΑ, του Κακογιάννη με τη Μελίνα, γροθιά στο έως και σήμερα ανδροκρατούμενο κατεστημένο, με τις τόσες γυναικοκτονίες, τις προβλημάτισε! Τις πήγε ένα σκαλί παραπάνω στην έως τότε θητεία τους στο σινεμά και τα μηνύματά του. Ταινίες του Τσιφόρου, του Σακελάριου και άλλων σκηνοθετών δεκαετίας του ’50 με τις οποίες γέλασαν κι έκλαψαν μαζί, έγραψαν την ιστορία τους στο οθονικό στερέωμα, όπως οι ιστορίες του καραγκιοζοπαίχτη, προγόνου του.
Κι απ’ το θέατρο Σκιών του Σπαθάρη, στον κινηματογράφο, μεγάλη η διαφορά! Στην αρχή βουβός κι εν συνεχεία, τσάτρα-πάτρα, ομιλών. «Έλα Χριστέ και Παναγιά!» έλεγαν κι έκαναν τον σταυρό τους, με τους πλέον αφελείς να ψάχνουν κιόλας να δουν, μπας κι ήταν κρυμμένοι οι «ομιλούντες» πίσω απ’ την οθόνη, όπως οι φιγούρες του Καραγκιόζη και της κομπανίας του πίσω απ’ το σεντόνι. Έχοντας ή μη φοιτήσει έστω στις πρώτες τάξεις του δημοτικού, με το «Μέγας είσι, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σ’!» υποδέχτηκαν κι αυτό το επίτευγμα της τεχνολογίας και τ’ απολάμβαναν, το κατά δύναμη βέβαια, ανάλογα με την τσέπη του ο καθένας, που του φτωχού συνήθως είναι άδεια. Η τιμή που τιμή δεν έχει και χαρά στον που την έχει, της εισόδου στον κινηματογράφο δεν ήταν, βλέπεις, οι τρύπιες δεκαρούλες. Ακόμα και χωρίς αυτές σου επιτρεπόταν το πέρασμα στην «αυλή των θαυμάτων» κάποιου σπιτιού, στο όπως-όπως στημένο σκηνικό του Θεάτρου Σκιών. Με τις αυτοσχέδιες φιγούρες του, το κλεφτοφάναρο ή τη λάμπα πετρελαίου ο καραγκιοζοπαίχτης, μιμούμενος τις φωνές των ηρώων του, σκόρπιζε τη χαρά και το γέλιο, που τόσο το ’χε ανάγκη η μετεμφυλιακή Ελλάδα. Σε αυτοσχέδια σκαμνάκια ή κουβαλώντας το απ’ το σπίτι του ο καθένας, κάποια ανοιξιάτικα βράδια ή καλοκαιρινά, αξέχαστα! διασκεδάζαμε με τις έξυπνες ατάκες του Καραγκιόζη. Μέχρι και το φεγγάρι από ψηλά το βλέπαμε να χαμογελά. Και οι πορτοκαλιές πίσω και γύρω μας ευωδίαζαν από αγαλλίαση, επειδή χόρταινε με τ’ αστεία του, όπως κι εκείνες με τα πορτοκάλια τους – άφθονα στην πόλη μας – τ’ άδεια στομάχια των παιδιών. Ενώ δίναν κουράγιο και στις μανάδες που δεν είχαν τίποτε περισσότερο απ’ το ψωμί να τα ταΐσουν. Ως και τ’ αυγά απ’ τις κοτούλες τους, κι αυτές μαζί, τα πουλούσαν στη λαϊκή, για να βγουν τα έξοδα του σπιτιού.
Με την έλευση του κινηματογράφου, έχοντας ξεπεράσει κάπως και το στάδιο της έσχατης ένδειας, οι νοικοκυρές λάθρα των συζύγων κάναν το κουμάντο τους έγκαιρα και για τα έξοδα της μοδιστρούλας της γειτονιάς και για τις δόσεις με το τεφτεράκι του Εβραίου υφασματέμπορα της Σκουφά. Μέσα στ’ απαραίτητα του σπιτιού, της διασκέδασης, αυτή κι αν ήταν απαραίτητη! Καθότι Βίος ανεόρταστος, μακρά οδός απανδόκευτος, όπως λέει κι ένα αρχαίο ρητό: Ζωή χωρίς διασκέδαση μοιάζει με δρόμο μακρινό, χωρίς σταματημό σε κάποιο πανδοχείο. Μα δε χρειάζεται να μας το πουν οι σοφοί. Ίδια η ζωή με τις ανάγκες της το διδάσκει. Μπορεί ο άνθρωπος να ζήσει χωρίς τη χαρά; Αφού κι ο Χριστός το πρώτο θαύμα του το έκανε στον εν Κανά γάμο. Το Σαββατοκύριακο οι δουλειές της καθημερινότητας αποκτούσαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, λόγω των προετοιμασιών για την επίσκεψη στον ναό της Έβδομης Τέχνης. Μπαινόβγαινε η μία στο σπίτι της άλλης ή, επειδή έπεφτε κοντά με το δικό της, τα ραντεβού κλείνονταν στον αέρα. – Πού τηλέφωνα κείνο τον καιρό! Και με τα παιδιά τους στη Γερμανία δι’ αλληλογραφίας κι αυτή με τη βοήθεια κάποιας λίγο γραμματιζούμενης, γιατί η ίδια ως και την υπογραφή της την έβαζε με σταυρό. Έγκαιρα είχε κλειστεί και με τον Κασαή, πάνω απ’ τον καφενέ του Κακαβά για την περμανάντ ή το μιζανπλί.
Και καθώς κυλούσε η ημέρα υπό το βλέμμα του ήλιου, του χρόνου ο πιστός ο σύντροφος, τ’ αγαπημένο μας παλιό Ρολόι*, σήμαινε τις ώρες. Ώσπου ερχόταν η ευλογημένη στιγμή! Οπότε, με το ρουζ στα χείλη και στις πουδραρισμένες παρειές, βγαίναν στο φτωχό δρομάκι με τις τσουκνίδες στα ρείθρα αλλά και τις παπαρούνες κι όλα τα φτωχολούλουδα στολίδια του. Την άνοιξη ευωδιαζόταν κι απ’ τους πορτοκαλολεμονανθούς κι απ’ τ’ άρωμα της λεβάντας στο πέρασμα των γυναικών του Σάββατου και της Κυριακής.
Κι έπαιρναν τον ανήφορο για τον έβδομο ουρανό, που τα κλειδιά κρατούσε ο ιδιοκτήτης του κινηματογράφου, κάτι σαν τον Άγιο Πέτρος στην είσοδο του Παράδεισου. Δίπλα στο ταμείο με την πίπα στο χέρι ή χειμώνα καιρό πίσω απ’ το μισάνοιχτο τζάμι του γκισέ, με τα μάτια κόκκινα απ’ τον καπνό του τσιγάρου και τον φόβο των τζαμπατζήδων, έκοβε μονέδα γερή. Ένιωθε και κομμάτι περήφανος, ως απ’ τους πρώτους μυήσαντες τους συμπολίτες του στο νέο είδος ψυχαγωγίας. Αν και ο κινηματογράφος του υποτυπωδώς πληρούσε τους όρους λειτουργίας, ωστόσο, ήταν το κάτι στην όλη καθυστέρηση της περιφέρειας.
Στις ταινίες ποιμενικού ειδυλλίου, με τους θεατές στοιβαγμένους σαν τα πρόβατα, ακόμα κι όρθιους στους διαδρόμους, με τα σφυρίγματα εν είδει σελαγίσματος στις επίμαχες σκηνές, η αίθουσα ερχόταν κι έδενε με τη ζωή του βουνού και της στάνης. Αλλά και Χάβρα των Εβραίων έμοιαζε, επειδή οι συχνές διακοπές της πνέουσας τα λοίσθια μηχανής και της πολυμανταρισμένης κόπιας, ξεσήκωναν θύελλα διαμαρτυριών. Κάποιοι μάλιστα, με τις «βεντάλιες» των χεριών τους στραμμένες στους χειριστές της, τους απηύθυναν ένα εξαιρετικής ευρηματικότητας υβρεολόγιο. Τα σκάγια έπαιρναν και τους γυμνασιόπαιδες, που ’παιζαν το κρυφτό με τον γυμναστή τους Μποτσόλη, στον ρόλο του «Ιαβέρη»*. Και ο ηλιόσπορος κι ο πασατέμπος κρατούσαν το τέμπο.
Οι μικροπωλητές στα διαλείμματα, με την πραμάτεια τους κρεμασμένη στο στήθος, διαλαλούσαν το προϊόν τους. Και με τη φωνή του βάρδου της ξενιτιάς Στέλιου Καζαντζίδη να τραγουδά τους καημούς της, αλλά και την ελπίδα, ο νους τους ταξίδευε από νωρίς στις φάμπρικες της Γερμανίας. Ως τότε, περιμένοντας την ενηλικίωσή τους τ’ όνειρο συντηρούνταν με το νυχτοκάματο. Οι μικροί έφηβοι με το μυαλό τους στο ταξίδι και τα κορίτσια στου έρωτα, αντάλλασσαν διακριτικά βλέμματα με τον καλό της καρδιάς τους. Στο τέλος, προς την έξοδο θ’ άδραχναν την ευκαιρία και το ραβασάκι ο ένας απ’ τ’ άλλου το χέρι. Κι έτσι κλινόταν το ραντεβού στα στενά, όπου ο έρως όπως ο κλέφτης στα βουνά τα έρημα και σκοτεινά ξεσπαθώνει. Αριστουργήματα γράφτηκαν, εμπνευσμένα απ’ την ακατανίκητη δύναμή του! Τον Ύμνο της Σαπφώς στην Αφροδίτη ποιος τον γνωρίζει! Το Έρως ανίκατε μάχαν όμως του Σοφοκλή; «Η Βουγιουκλάκ’ στα Χτ’ποκάρδια στου θρανίου του είπι», θα σου απαντούσε, αν ρωτούσες κάποια απ’ τις γυναίκες, από τότε που οι ταινίες της έσπαζαν τα ταμεία. «Ναι, αλλά ποιος το ’γραψε;» «Ου Σουφουκλής».
Να λοιπόν που ο κινηματογράφος σου προσφέρει και γνώση. Ποιες ταινίες προτιμάτε, αν ρωτούσες «Βουγιουκλάκ’ κι άγιους ου Θεός», απαντούσαν οι γυναίκες, οπότε συνειρμικά ο νους σου πήγαινε στο ιστορικό «Ψωμί κι ελιά και Κώτσο βασιλιά», τότε που ο Βενιζέλος έχασε τις εκλογές. Κι έτσι χάθηκε η ελληνική Μικρασία με το παλάτι να βυσσοδομεί εις βάρος του. Ο Καραγκιόζης σατιρίζει ακόμα και μεγάλα γεγονότα της Ιστορίας μας, γιατί στην καμπούρα του παίζουν τα παιχνίδια τους οι πολιτικοί.
Κι ήρθε ο καιρός που, λόγω αστυφιλίας, αυξήθηκε ο πληθυσμός και τον κινηματογράφο, μικρό για τόσο κόσμο, διαδέχτηκε δεύτερος, αναβαθμισμένος, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της εποχής. Οπότε ο πρώτος κινηματογραφιστής, επιτελέσας το καθήκον του προς τους συμπολίτες του και μη έχοντας άλλο τι, παραδώσας τα κλειδιά του στα παιδιά του και τη σκυτάλη στην νέα γενιά κινηματογραφιστών, πήγε να ξεκουραστεί…
Το Σινεμά ο Παράδεισος της πόλης μου, σε αρμονική συνύπαρξη μ’ εκείνον τον κόσμο των γυναικών έχει για πάντα τη ζωή μου σημαδέψει,* όπως καθετί το απροσποίητα ωραίο. Κάτω απ’ το πέτρινο ρολόι ήταν η γειτονιά μου αυτή και δίπλα του το πέτρινο σχολειό που πήγαινα μικρή. Αθέλητα η μνήμη, αυτή που μας καθορίζει, με πηγαίνει εκεί κάποιες φορές.
……βγαίναν στο φτωχό δρομάκι με τις τσουκνίδες στα ρείθρα αλλά και τις παπαρούνες κι όλα τα φτωχολούλουδα στολίδια του. Την άνοιξη ευωδιαζόταν κι απ’ τους πορτοκαλολεμονανθούς στην πόλη της πορτοκαλιάς και της λεμονιάς. Κι απ’ τ’ άρωμα της λεβάντας στο πέρασμα των γυναικών του Σάββατου και της Κυριακής…
*Παραποιημένος στίχος απ’ το ποίημα LACRIMAI RERUM του Λάμπρου Πορφύρα.
*¨Ήρωας των Αθλίων του Βίκτωρος Ουγκώ.
*Απ’ το Ακορντεόν του Μάνου Λοΐζου.