Γράφει η Έρικα Αθανασίου
Επιμέλεια: Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης
Εκδόσεις Λέμβος
Με μια Λέμβο ταξιδεύουν 43 συγγραφείς τους αναγνώστες στα δικά τους καλοκαίρια, καθώς μνήμες μπερδεύονται στα πλοκάμια της μυθοπλασίας.
43 ιστορίες, οι περισσότερες από τις οποίες φιλοξενήθηκαν το περασμένο καλοκαίρι στις φιλόξενες σελίδες του Ελεύθερου Τύπου, «ενορχηστρώθηκαν» από τον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη και εκδόθηκαν σε ένα καλοκαιρινό ανάγνωσμα από τις εκδόσεις «Λέμβος». Ένα καρπούζι κοσμεί το εξώφυλλο, παραπέμποντας σε αρώματα καλοκαιριού, σε ιστορίες νοσταλγικές για καλοκαίρια που πέρασαν και δεν πρόκειται να ξαναρθούν όχι μόνο γιατί οι συγγραφείς τους άφησαν πίσω την παιδική και εφηβική τους ηλικία αλλά επειδή και οι τόποι άλλαξαν, οι συνήθειες, οι νοοτροπίες.
Διηγήματα που διαβάζονται σε μικρές δόσεις, σαν σφηνάκια σε καλοκαιρινά μπαράκια, για να κρατήσει περισσότερο η προσμονή των διακοπών, οι ευωδιές του καλοκαιριού.
Με μαζικές βουτιές με τη συνοδεία πολεμικών εμβατηρίων ξεκινάει η υπογράφουσα Έρικα Αθανασίου. Με την ιστορία και τη φωνή του Γκιώνη πέρασε τα καλοκαίρια η Χριστίνα Ανδρέου, καθώς περίμενε να ξημερώσει και να σταματήσει το παράπονό του. Θαλασσινές εικόνες, υποψία έρωτα και στίχοι από αγαπημένο τραγούδι συνθέτουν το διήγημα της Αθηνάς Αραπάκη. Μια ευκαιρία να επιδείξει τις ικανότητές της ψάχνει η μικρή ηρωίδα αγροτικής οικογένειας της Πόπης Αρωνιάδας, μια ευκαιρία που νομίζει ότι βρήκε στα αυγά μιας χελώνας. «Ήρθαν πάλι για τον μπαμπά», η φράση που χαρακτηρίζει το διήγημα του Δημήτρη Βαρβαρήγου, θείου του ήρωα που ένα καλοκαιρινό βράδυ οδηγείται και πάλι στη φυλακή. Ως κόρη μηχανικού αναλάμβανε να φτιάχνει το καλοκαιρινό δρομάκι που οδηγούσε στη θάλασσα η ηρωίδα της Νατάσας Βαφειάδου. Οι διακοπές που ονειρεύονταν σε ερημικό ακρογιάλια χαλάνε για τους ήρωες του Γιώργου Βοϊκλή, καθώς αντιλαμβάνονται ότι καθημερινά τουρίστες καταφτάνουν με καραβάκια. Πώς πρέπει να χειριστείς μια γοργόνα; Αναρωτιέται ο Βασίλης Γκουρογιάννης. Απρόσεχτες κουβέντες και φαγητά μπορούν να οδηγήσουν σε οδυνηρά αποτελέσματα στο διήγημα του Γεράσιμου Δενδρινού. Εραστής πολυελαίων ο ήρωας του Φίλιππου Δρακονταειδή και η εξήγηση χιουμοριστική. “Εκείνος” κυριαρχεί σε ένα καλοκαίρι γεμάτο θύμησες στο διήγημα της Κατερίνας Ζαχαριάδου. Καλοκαιρινή αγάπη με τους δισταγμούς και τον ενθουσιασμό της εφηβείας μας ιστορεί ο Μιλτιάδης Ζέρβας. Παιδικά παιχνίδια κοντά στη φύση μας θυμίζει ο Γιώργος Θεοχάρης. Για επίδοξους βαρκάρηδες σε μια λίμνη αυτοδημιούργητη μας μιλάει ο Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης. Είναι δυνατόν να πνιγεί κάποιος σε ήρεμα και φιλόξενα νερά; αναριωτιέται η Κατερίνα Καριζώνη. Σε αναζήτηση του δρόμου του τράγου ο οποίος ανακάλυψε τα νερά του χωριού βρίσκεται ο Νίκος Κατσαλίδας. Με την ελπίδα ότι τα καλοκαίρια της νιότης δεν θα γεράσουν ποτέ χαμογελάει ο Μάρκος Κρητικός. Κι όμως στου
Σκαραμαγκά κάποτε έκαναν μπάνιο, μας θυμίζει ο Δημήτρης Κωστόπουλος. Ό,τι να ‘ναι εκτός από ψάρι είναι πρόθυμο να φάει ένα παιδί που περνάει τα καλοκαίρια χωρίς φίλους στο διήγημα του Θανάση Λιακόπουλου. Στον απόηχο μιας απιστίας, γεύση από καρπούζι μας αφήνει το διήγημα του Κώστα Λογαρά. Με τον Ορέστη Μακρή συναντιέται τα καλοκαίρια ο νεαρός ήρωας του Στέφανου Μίλεση. Η επιστράτευση του ’74 αλλάζει την πορεία του συνηθισμένου καλοκαιριού στο διήγημα της ΠολύναςΜπανά. Μια ιστορία με γητευτή φιδιών μας διηγείται ο Κωσταντίνος Μπούρας. Ένα σπίτι εποχής, όπου διατηρείται ακόμα το “Μπανιεράκι” αποτελεί το πλαίσιο της ιστορίας της Παυλίνας Παμπούδη. Φωτογραφικά στιγμιότυπα από το Λουτράκι αποθανατίζει ο Γιάννης Πανούσης.
Στην Τήνο και την ιστορία της μας ταξιδεύει η Μάγδα Παπαδημητρίου – Σαμοθράκη. Μια παιδική παρέα με τις παραξενιές της μας συστήνει ο Γιάννης Πατσώνης. Το σκασιαρχείο μετά από μια αδικία μας περιγράφει η Έρη Ρίτσου. Ποιητική η αφήγηση της Λιάνας Σακελλίου καθώς αναζητάει τη Χώρα του Ποτέ. Γίνεται ο σημερινός σου εαυτός να δώσει συμβουλές στον νεανικό σου; Αυτό προσπαθεί η ηρωίδα της Ντίνας Σαρακηνού καθώς την προτρέπει να την “γεμίσει αναμνήσεις”. Χρυσά καλοκαίρια στο Ρέθυμνο μας περιγράφει η Λευκή Σαραντινού. Τη σύγκριση με το σήμερα σε μια πρόοδο που δεν σέβεται τη φύση κάνει ο Ντίνος Σιώτης. Να ανακαλύψουν ποιος κάθισε στην πολυθρόνα και απαγορεύεται πλέον η χρήση της επιχειρούν οι ήρωες του Αντώνη Σκιαθά. Ένα ατύχημα που οδηγεί παραλίγο σε γάμο μας διηγείται με χιούμορ ο Παναγιώτης Σκορδάς. Σε ταινίες εποχής εστιάζει ο Απόστολος Σπυράκης. Ποιητικά αναρωτιέται “Πού πάνε τα καλοκαίρια όταν τελειώνουν;” ο Σταύρος Σταυρόπουλος.
Για μια άστατη καλοκαιρινή αγάπη, ανάμεσα σε στίχους τραγουδιών, που δεν θα περηφανευόταν κανείς ότι ακούει, μας μιλάει ο Κώστας Στοφόρος. Μπορεί το καλοκαιρινό μεσημέρι να αργεί πολύ να περάσει, το καλοκαίρι όμως περνάει πολύ γρήγορα μας λέει η Λίτσα Τότσκα. Στην Αλίκη των τουρκικών σινεμά αναφέρεται η Ιώ Τσόκωνα. Με ένα σακίδιο στην πλάτη και χωρίς χρήματα στην αναζήτηση του ραντεβού βρίσκεται ο ήρωας του Μανώλη Φάμελου.
Μια μετακόμιση θα οδηγήσει σε απελπισία τον ήρωα του Φίλιππου Φιλίππου, καθώς φοβάται ότι δεν θα ξαναδεί τη μεγάλη του αγάπη. Μικρός για αγάπες αποδεικνύεται ο ήρωας του Άγγελου Χαριάτη που ονειρεύεται πριγκίπισσες και πειρατές. Με μια αγάπη και τη διεκδίκηση ενός λαγού που πιάστηκε στη φάκα κλείνει «Τα Καλοκαίρια μας» ο Χρήστος Χατζήπαπας.
Και γυρνώντας στην αρχή ας ακολουθήσουμε την παρότρυνση από τον πρόλογο του Ελπιδοφόρου Ιντζέμπελη: «Ας πάμε λοιπόν ένα ταξίδι σε αθώα καλοκαίρια και ας διαβάσουμε ιστορίες οι οποίες γράφτηκαν για να μας ταξιδεύουν στις απέραντες και μοναδικές ομορφιές της ζωής».