ΕΜΕΙΣ  ΤΟΥ  ’70  ΟΙ  ΕΚΔΡΟΜΕΙΣ….

Του Βαγγέλη Σακέλλιου

Δικηγόρου

Ας μου επιτραπεί ο προσωπικός τόνος και οι εξομολογήσεις. Προφανώς και το έχω ανάγκη, και με αιτία και με αφορμή.

Στην Κομοτηνή πρωτοανέβηκα με τον πατέρα μου τον Σεπτέμβριο του ’79 για να γραφτώ στην Νομική. Μέχρι τότε το πιο μακρινό ταξίδι απ’ το χωριό μου ήταν στην Αθήνα, μια Αθήνα πολύχρωμη, πολύβουη, σχεδόν αθώα.

Την Θεσσαλονίκη την ήξερα ως «συμπρωτεύουσα», για τον Λευκό της Πύργο, τον ΠΑΟΚ, τον Άρη και τον Ηρακλή. Η διαδρομή με το ΚΤΕΛ απ’ την πλατεία Κιλκίς, μέσω Κατάρας και μια στάση έξω απ’ την Καλαμπάκα, διαρκούσε οκτώ ώρες. Από κει, με το δρομολόγιο των 5 η Κομοτηνή απείχε πέντε γεμάτες ώρες. Δίπλα στο ΚΤΕΛ Κομοτηνής ήταν ο «Μαύρος Γάτος», ένα πατσατζίδικο που για τα επόμενα τέσσερα χρόνια έμελλε να γνωρίσει μεγάλες πιένες.

Όταν πρωτοπήγα στην Κομοτηνή η Νομική Σχολή φιλοξενούνταν σένα συγκρότημα σχολείων, που είχαν φτιαχτεί για Γυμνάσιο και Λύκειο, δίπλα απ’ το γήπεδο του Πανθρακικού, ευθεία γραμμή στον σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης. Έβλεπες μιναρέδες, πολλούς φερετζέδες, μικρά και περιποιημένα μαγαζάκια μουσουλμάνων στους Τούρκικους μαχαλάδες, κοντά στο κεντρικό τέμενος ήταν ο Φάνογλου με την τεράστια κοιλιά και τον ακόμα μεγαλύτερο πλάτανο. Τα «αμελέτητα» ήταν το δυνατό του πιάτο κι ίσως ο πιο σεβαστός λόγος να γίνει στέκι πολλών, ιδίως αυτών της πληθυντικής Αριστεράς. Ήταν, ακόμα, «Ταστέρια», κινηματογράφος αξιώσεων και με ψαγμένες προβολές, ήταν ο ΟΤΕ δίπλα στην κεντρική πλατεία που κάθε Σάββατο στηνόσουν με τις ώρες για να μιλήσεις με τους δικούς σου, φυσικά με χρέωσή τους, ήταν οι Φοιτητικές Εστίες που για πολλούς από εμάς ήταν το «σπίτι» μας όλα τα χρόνια σπουδών, ήταν το φοιτητικό εστιατόριο δίπλα στη Σχολή όπου μεσημέρι – βράδυ τρώγαμε άπαντες, «έχοντες και κατέχοντες», μοιρασμένοι γεωμετρικά στα τραπεζάκια των φοιτητικών παρατάξεων.

Ήταν οι καταλήψεις και οι πορείες για τον νόμο 815, οι καθηγητές μας, οι πρώτοι καθηγητές του Πανεπιστημίου που γνωρίζαμε στη ζωή μας, δάσκαλοι σαν τον Παπαδημητρίου, τον Σκουρή, τον Σπινέλλη, τον Ιωάννου, τον Καρακατσάνη, τον Πανούση, τον Σχοινά και τόσους άλλους που σημάδεψαν τη ζωή μας, κάποιοι σαν δάσκαλοι, κάποιοι σαν φίλοι.

Κυρίως όμως είμασταν εμείς, παιδιά της πόλης και της επαρχίας, παιδιά πλουσίων ή αναγκεμένων οικογενειών, που μοιραζόμασταν τα ίδια έδρανα, το ίδιο φαΐ, τις ίδιες φιλοδοξίες. Διαφορετικοί αλλά τόσο ίδιοι, χαμένοι στα πρώτα σκιρτήματα, στις πρώτες αναζητήσεις, στους πρώτους πειρασμούς.

Η Ματίνα, ο Δημήτρης, η Βαγγελιώ, ο άλλος Δημήτρης, ο Πάνος, ο Τάσος, η Αργυρώ, η Μαρία, η Ζωή, η Ντόρα, η Ελένη, ο Γιάννης, ο Γιώργος, ο Μάρκος. Είναι όλα αυτά τα παιδιά που, τότε, μπορούσαν να τραγουδούν, να τσακώνονται, να ονειρεύονται. Είναι τα παιδιά που στις εσχατιές μιας άγνωστης άλλα φιλόξενης Θράκης μοιραζόμασταν τα ίδια δωμάτια, τα ίδια κρεβάτια, τις ίδιες χαρές, τις μεγάλες λύπες. Είναι τα παιδιά που η φοιτητική τους ζωή δεν ήταν απλώς μια παρένθεση, ήταν η ίδια η ζωή, τα τιμαλφή που κουβαλούν ακόμα. Ήταν τα παιδιά που σημάδεψαν τις μέρες και τις νύχτες, ιδίως τις νύχτες, μιας πόλης , μιας σχολής.

Κι αυτά τα παιδιά, πενήντα χρόνια απ’ την ίδρυση της Νομικής Σχολής στην Κομοτηνή, μαζί με πολλά άλλα παιδιά που τα βλέμματα τους διασταυρώθηκαν ένοχα και σιωπηλά στο αμφιθέατρο ή στα νοτισμένα σοκάκια της πόλης, είπαμε να ξαναβρεθούμε. Όπως παλιά, δηλαδή reunion όπως θάλεγε και η κόρη μου. Ξαναβρεθήκαμε λοιπόν. Κι όλα, ή σχεδόν όλα, ήταν αλλιώς.

Η Εγνατία, ως γνωστόν, άλλαξε τα πάντα. Στον περιφερειακό της Θεσσαλονίκης βρίσκεσαι σε σκάρτα τρεις ώρες. Βάζεις κι άλλες τόσες σκάρτα και βρίσκεσαι στην Κομοτηνή. Η πόλη έχει αλλάξει, έχει όμως τις σταθερές της. Το «Σπαθί» στην πλατεία, τον «Ορφέα», τον «Δημόκριτο», τους μιναρέδες, φερετζέδες, (κάπως λιγότεροι μου φάνηκαν), την παλιά Νομική που πλέον δεν είναι Νομική, το καφενείο στον Σιδηροδρομικό Σταθμό, το καφεκοπτείο του Κέκερη, τον Χατζή με το σουτζούκ λουκούμ, τα αντικάδικα του Ναούμ και του Καραγεωργίου, το κτήριο της Πρυτανείας στο υπέροχο νεοκλασικό της «Τσανάκλειου».

Έχει χιλιάδες πλέον φοιτητές, νέες σχολές κι ένα απέραντο πανεπιστημιακό campus λίγο έξω από την πόλη. Εκεί βρίσκεις  και το νέο κτήριο της Νομικής σένα μοντέρνο μεν άλλα μάλλον απρόσωπο και παραμελημένο κτήριο.

Η πλατεία της πόλης, με όλα τα φτιασίδια της, θυμίζει φραπεδούπολη του κάμπου. Ούτε το σιντριβάνι της την σώζει. Τα παλιά καφενεία δεν υπάρχουν, μπαρ και café μονοπωλούν τον χώρο και τον χρόνο. Πίσω στην πλακόστρωτη Ερμού βρίσκεις δύο τρεις νεοταβέρνες που ομνύουν στα παλιά. Τα περισσότερα, μικρά, μαγαζάκια των μουσουλμάνων έχουν βάλει λουκέτο. Έμειναν μόνο φθαρμένες πινακίδες σαν αυτές που μας συνήθιζε στις ταινίες του ο Αγγελόπουλος.

Στο ισόγειο του «Δημόκριτου» παραμένει το παλιό κουρείο του κυρ Ηλία του Βουργαρέλη που με κούρευε σταθερά τέσσερα χρόνια. Ξανακουρεύτηκα και πάλι, όχι από τον Βουργαρέλη, αλλά από έναν πιτσιρικά Πόντιο που συνεχίζει την τέχνη του.

Απ’ αυτόν έμαθα πως η Κομοτηνή χωρίς την Νομική της, χωρίς το Πανεπιστήμιο θα ήταν μια πόλη νεκρή. Οι μουσουλμάνοι, ο περισσότερος πληθυσμός της πόλης, είναι κρυμμένοι στον τούρκικο μαχαλά, οι περισσότεροι πίσω από μαντρότοιχους, σπάνια κυκλοφορούν στην πόλη κι ακόμα σπανιότερα έχουν κοινωνική ζωή όπως εμείς την ορίζουμε. Υπακούουν σέναν δικό τους ξεχωριστό κώδικα τον οποίο επισφραγίζει το Τούρκικο Προξενείο της πόλης. Διατηρούν, όλες οι γενιές, έντονη τουρκική συνείδηση και δεν είναι τυχαίο ούτε ευκαιριακή η εκλογική τους επίδοση στις ευρωεκλογές. Είναι ένας άλλος κόσμος.

Όταν βρεθήκαμε στην παλιά Νομική της πόλης, πριν καταλήξουμε εν πομπή στην «Τσανάκλειο» η συγκίνηση περίσσεψε.

Στο πρόσωπο του παλιού συμφοιτητή σου αντίκριζες  έναν φαλακρό κοιλαρά και στην καλύτερη περίπτωση έναν καλοδιατηρημένο  εξηνταπεντάρη,  καλοδιατηρημένο αλλά εξηνταπεντάρη. Στο πρόσωπο της παλιάς συμφοιτήτριας, που κάποτε μπορεί να ήταν και η μούσα σου, διέκρινες μια … γιαγιά, μια κάπως ατημέλητη, λίγο έλειπε να είναι παρατημένη. Όχι πως έλειψαν οι κομψές και ελκυστικές παρουσίες μόνο που ήταν λίγες, πάσχιζες να τις βρεις.

Άκουγες το όνομά σου, σε αγκάλιαζαν πρόσωπα που είχες σαράντα χρόνια να δεις, κι ένοιωθες αμηχανία, στενάχωρα που δεν αναγνώριζες, δεν ταυτοποιούσες αμέσως αυτές που σε φιλούσαν και σου χάιδευαν ναζιάρικα τα μαλλιά.

Η συγκίνηση, ωστόσο, περίσσεψε. Σε κατέκλυζαν θύμησες , σκηνές, κομμάτια μιας άλλης εποχής, σε κατέκλυζε το κλίμα απ’ τις συνελεύσεις και τις καταλήψεις της Σχολής, απ’ τις πορείες στο κέντρο της πόλης, απ’ το αινιγματικό χαμόγελο που γίνεται βάσανο κι ανεύρετος παράδεισος.

Σε κυρίευαν οι παλιές μέρες των φεστιβάλ στο μεγάλο πάρκο, τα ρεμπετάδικα, τα πάρτυ στις εστίες, τα περιποιημένα και κουκλίστικα δωμάτια των κοριτσιών, οι μεγάλες παρέες στην μικρή ταβέρνα του Μουσταφά, τα μπάνια στο Φανάρι, το βραδινό τραίνο των 12 για Θεσσαλονίκη.

Σε στοίχιωναν ανεκπλήρωτοι έρωτες, σε δυνάστευαν τα πρώτα φιλιά κι ένα σμίξιμο πρωτόγνωρο δύο σωμάτων απαίδευτων μα διψασμένων. Ξόρκιζες την ώρα των εξετάσεων με το «σκονάκι» στη Δικονομία ή, ακόμα χειρότερα , στο Ρωμαϊκό.

Και τέλος καταλάβαινες ότι όλη αυτή η συγκίνηση ήταν για το «εμείς». Για μια μεγάλη παρέα που γινόταν «ένα» σε μια πόλη ξένη, μακρινή, στις εσχατιές της Θράκης, δίπλα στα σύνορα.

Όμως αυτή η συνάντηση σήμαινε και κάτι άλλο. Έκρυβε έναν επώδυνο απολογισμό ζωής. Μετρούσες απώλειες, μετρούσες ήττες, μετρούσες πένθη.

Ήταν σαν να αποχαιρετάς μια γενιά που κάποτε υπήρξε αλλά σήμερα δεν θα την βρεις, όσο κι αν ψάξεις.

Δίπλα σε δικηγόρους, δικαστές, πανεπιστημιακούς, κάποιους βουλευτές ή διπλωμάτες, δίπλα στις παρκαρισμένες αυθάδικα BMW, MERSENDES, AUDI και SUB, δίπλα στα όνειρα που έθρεψε αυτή η πόλη θα δεις, φανερά πια, διαψεύσεις, μια συνθηκολόγηση που θυμίζει, κάπως μελαγχολικά, έναν αποχαιρετισμό.

Δεν ξέρω γιατί, αλλά επιστρέφοντας, βλέποντας την θάλασσα της Θεσσαλονίκης το ηλιοβασίλεμα, θυμήθηκα την Σιμόν Σινιορέ, όταν πρωτοδιάβασα πως «η νοσταλγία δεν είναι πια αυτό που ήταν».