Βιβλιοπαρουσίαση: «Οι Παιδοπόλεις της Φρειδερίκης» – Μια πρωτότυπη διατριβή για ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα

Της Εύης Χρ. Χριστοπούλου

Το ιστορικό ζήτημα των Παιδοπόλεων ως συγκρουσιακό θέμα της Σύγχρονης Ιστορίας έχει συχνά προκαλέσει δημόσιες αντιπαραθέσεις και επιδέχεται ακόμα και στις μέρες μας διαφορετικές ερμηνευτικές προσεγγίσεις.
Η «Γνώμη» εντόπισε μία ιδιαιτέρως αξιόλογη, πρωτότυπη και πολύ ενδιαφέρουσα διατριβή που οπωσδήποτε γράφτηκε, για να συμβάλει στην ιστορική έρευνα για το εν λόγω αμφιλεγόμενο και «διχαστικό» θέμα, αλλά ταυτόχρονα μπορεί κανείς από την τεκμηριωμένη αυτή μελέτη να αντλήσει χρήσιμες ιστορικές πληροφορίες για τη λειτουργία γενικότερα των ιδρυμάτων ανηλίκων και να εντοπίσει σημαντικές πτυχές όχι μόνο της τοπικής αλλά και της κοινωνικής και της προφορικής ιστορίας.
*ΤΙ ΗΤΑΝ ΟΙ ΠΑΙΔΟΠΟΛΕΙΣ ΣΤΟΝ ΕΜΦΥΛΙΟ ΚΑΙ ΠΩΣ ΕΞΕΛΙΧΘΗΚΑΝ

Οι Παιδοπόλεις ήταν απότοκος μιας δύσκολης ιστορικής συγκυρίας στην Ελλάδα του Εμφυλίου (1946-1949). Ειδικότερα, όσο η εμφύλια σύρραξη βρισκόταν σε εξέλιξη, πληθυσμοί ιδίως από τις βόρειες και ορεινές περιοχές της χώρας μετακινήθηκαν –για λόγους ασφαλείας, αλλά και στέρησης ανεφοδιασμού των ανταρτών– σε πεδινές περιοχές, ως επί το πλείστον σε κωμοπόλεις και πόλεις, χώρους δηλαδή ελεγχόμενους. Λόγω των δυσμενών συνθηκών διαβίωσης και του συνωστισμού με όλα τα συνακόλουθα προβλήματα που αυτή η ιδιαίτερα δυσχερής κατάσταση προκαλούσε, αποφασίστηκε από την επίσημη Κυβέρνηση να υπάρξει αρχικά μέριμνα για τους ταλαιπωρημένους αυτούς ανθρώπους, ωστόσο τελικά το ενδιαφέρον σύντομα στράφηκε στην πιο ευαίσθητη ηλικιακή ομάδα δηλαδή τους ανηλίκους, που αποτελούσαν το «μέλλον του Έθνους».

Υπό την εποπτεία του Εράνου της βασίλισσας Φρειδερίκης, που εγκαινιάστηκε επίσημα στις 10 Ιουλίου 1947 με βασιλικό διάταγμα, ιδρύθηκαν οι λεγόμενες Παιδοπόλεις. Επρόκειτο για ιδιότυπα ιδρύματα φιλοξενίας αγοριών στην πλειοψηφία, αλλά και κοριτσιών νηπιακής, παιδικής και εφηβικής ηλικίας. Η διαδικασία μεταγωγής χιλιάδων παιδιών σε αυτά τα οικοτροφεία, ο αριθμός των οποίων την περίοδο του Εμφυλίου ξεπερνούσε τα 50, χρησιμοποιήθηκε σε προπαγανδιστικό, πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο με αποτέλεσμα την έντονη ιδεολογική φόρτιση, ακόμα και σήμερα, αυτών των ενεργειών. Χαρακτηριστική ήταν τότε και η ονομασία «παιδοφύλαγμα», όρος που εσκεμμένα -στο πλαίσιο του εθνικόφρονος λόγου της εποχής- ερχόταν σε αντιδιαστολή με το λεγόμενο «παιδομάζωμα» των κομμουνιστών, οι οποίοι από τις αρχές περίπου του «κρίσιμου 1948» άρχισαν ανάλογη επιχείρηση μεταγωγής παιδιών στις Λαϊκές Δημοκρατίες. Ως εκ τούτου τα παιδιά είχαν γίνει το «μήλον της έριδος» για τον Εθνικό Στρατό και τον Δημοκρατικό Στρατό αντίστοιχα, μολονότι και στις δύο περιπτώσεις γινόταν λόγος μόνο για τα ανθρωπιστικά κίνητρα μετακίνησης των ανηλίκων.

Έτσι, η «κρίση των παιδιών» απασχόλησε και τη διεθνή κοινότητα δεδομένου ότι αποτέλεσε το πρώτο διπλωματικής σημασίας ζήτημα στην ατζέντα του Ψυχρού Πολέμου. Στο πλαίσιο της μετεμφυλιακής πραγματικότητας, οι περισσότερες Παιδοπόλεις έκλεισαν κι όσες παρέμειναν σε λειτουργία (περίπου 12) φιλοξενούσαν πια παιδιά που με τον έναν ή άλλον τρόπο η οικογενειακή τους κατάσταση είχε επηρεαστεί από τον Εμφύλιο (ορφανά, άπορα, παιδιά που τα χωριά τους ή/και τα σπίτια τους είχαν καταστραφεί λόγω του Εμφυλίου, παιδιά φυλακισμένων ή εξόριστων και παιδιά που επέστρεφαν στην Ελλάδα από τις χώρες του λεγόμενου τότε ανατολικού μπλοκ).

Ταυτόχρονα, με το πέρασμα του χρόνου, τα ιδρύματα αυτά αποκτούσαν βαθμιαία χαρακτηριστικά κοινωνικής πρόνοιας για παιδιά που έχρηζαν φροντίδας για οικογενειακούς ή άλλους λόγους, άσχετους με τις συνθήκες του Εμφυλίου, όπως απροστάτευτα, εγκαταλελειμμένα, εξώγαμα, πολύτεκνων ή δυσλειτουργικών οικογενειών, αλλά και περιπτώσεις ανηλίκων που έχρηζαν έκτακτης-προσωρινής φιλοξενίας π.χ. σεισμόπληκτα. Άλλωστε, ο Έρανος της Φρειδερίκης το 1955 μετονομάστηκε σε Βασιλική Πρόνοια. Στη διάρκεια της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών η ονομασία άλλαξε σε Εθνικό Οργανισμό Πρόνοιας, ενώ στα τέλη της δεκαετίας του 1990 αφομοιώθηκε αρχικά από τον Εθνικό Οργανισμό Κοινωνικής Φροντίδας και στη συνέχεια, το 2003, από το Εθνικό Σύστημα Κοινωνικής Φροντίδας.

*Η ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΙΔΟΠΟΛΗ ΖΗΡΟΥ ΠΡΕΒΕΖΑΣ (1948-1986)
Ιδιαίτερα διαφωτιστικό ρόλο για το ιστορικό ζήτημα των Παιδοπόλεων και πολλές χρήσιμες πληροφορίες μάς προσφέρει μία πρόσφατη και καινοτόμος έρευνα. Πρόκειται για τη διατριβή του φιλολόγου και ιστορικού Στέφανου Αγάθου με τίτλο «Η Παιδόπολη Ζηρού Πρέβεζας (1948-1986)», που εκπονήθηκε στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας & Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας με επιβλέπουσα την Καθηγήτρια Άννα Ματθαίου, η ουσιαστική καθοδήγηση και οι επιστημονικές συμβουλές της οποίας καθ’ όλη τη διάρκεια της έρευνας και της συγγραφής διεύρυναν την ιστορική ματιά του συγγραφέα, όπως ο τελευταίος αναφέρει στον Πρόλογο.

Η Παιδόπολη Ζηρού «Άγιος Αλέξανδρος» ξεκίνησε τη λειτουργία της επίσημα τον Ιανουάριο του 1948 και σταμάτησε να υφίσταται ως ίδρυμα φιλοξενίας παιδιών λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Βασικός στόχος της συγκεκριμένης έρευνας ήταν να υπάρξει μία όσο το δυνατόν ολοκληρωμένη εικόνα «εκ των έσω» για τα ιδρύματα των Παιδοπόλεων, κάτι που σίγουρα επιτεύχθηκε. Πρόκειται για την πρώτη διατριβή που ασχολείται με μία συγκεκριμένη Παιδόπολη κι αυτό είναι οπωσδήποτε ελπιδοφόρο για την ιστορική έρευνα, μια και τέτοιου είδους αρχεία είτε είναι σπάνια προσβάσιμα είτε δεν υπάρχουν πια για διάφορους λόγους (εγκατάλειψη, απώλεια, ηθελημένη καταστροφή κ.ά.). Τον ερευνητή απασχόλησε και το ζήτημα του ιδρυματισμού (επαναλαμβανόμενες πτυχές διαβίωσης, ομοιόμορφη ένδυση, κανόνες, οριοθετημένο πρόγραμμα κ.λπ.).

Πιο συγκεκριμένα, η μελέτη αυτή αρχικά αναφέρεται στο γενικότερο ιστορικό πλαίσιο του θεσμού των Παιδοπόλεων την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου, τη μετεξέλιξη αυτών των δομών σε ιδρύματα απροστάτευτων και ορφανών παιδιών τη μετεμφυλιακή περίοδο και την πορεία και τις αλλαγές ως προς τη λειτουργία τους την περίοδο της Χούντας, αλλά και της Μεταπολίτευσης έως περίπου τη σύγχρονη εποχή (μετασχηματισμός των Παιδοπόλεων σε μονάδες κοινωνικής μέριμνας). Στη συνέχεια, με βάση κυρίως το πρωτογενές υλικό του αρχείου της Παιδόπολης Ζηρού (το οποίο σημειωτέον ταξινομήθηκε και αποκαταστάθηκε χάρη στον προϊστάμενο των ΓΑΚ-Αρχείων Νομού Πρέβεζας Σπυρίδωνα Σκλαβενίτη) και τη σχετική βιβλιογραφική τεκμηρίωση εξετάζονται επιμέρους θέματα που αφορούν στην εν λόγω Παιδόπολη, όπως η τοποθεσία, οι εγκαταστάσεις, η λειτουργία και η οργάνωση, η καθημερινότητα και οι συνθήκες διαβίωσης, τα έκτακτα συμβάντα που είχαν προκύψει κατά καιρούς, οι τρόφιμοι (προφίλ και χαρακτηριστικά), οι λόγοι εισαγωγής των ανηλίκων στο οικοτροφείο, οι προορισμοί εξόδου των παιδιών μετά τη φιλοξενία τους στο ίδρυμα, η εκπαίδευση (Δημοτικό, τεχνική κατάρτιση-πρακτική άσκηση στα συνεργεία-εργαστήρια του ιδρύματος, όπως στο τσαγκάρικο, τον φούρνο κ.λπ.), η κατήχηση (ενίοτε με τη μορφή προπαγάνδας), η υγειονομική περίθαλψη, η ψυχαγωγία, οι σχέσεις της Παιδόπολης με την κεντρική διοίκηση και τον «έξω κόσμο», καθώς και στοιχεία για το προσωπικό του οικοτροφείου.

Στη συνέχεια, αφού γίνει λόγος για το προφίλ των πληροφορητών και διευκρινιστεί ο ρόλος της δευτερογενούς ανάλυσης (=επεξεργασία και ανάλυση ποιοτικών δεδομένων προγενέστερων ερευνών) στις συνεντεύξεις, μελετώνται και σχολιάζονται η μνήμη, ο απόηχος των συναισθημάτων και η υποκειμενικότητα πρώην τροφίμων και υπαλλήλων της Παιδόπολης Ζηρού, όπως έχουν αποτυπωθεί σε αυτοβιογραφικές μαρτυρίες προφορικής ιστορίας, οι περισσότερες από τις οποίες απόκεινται στο Αρχείο Οπτικοακουστικών Μαρτυριών του Τμήματος Ιστορίας, Αρχαιολογίας & Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Έτσι, δίνεται ο λόγος σε άτομα που βίωσαν ως πρωταγωνιστές ή/και ως αυτόπτες και αυτήκοοι μάρτυρες τα γεγονότα που σχολιάζουν και που αυτά έλαβαν χώρα στο εν λόγω ίδρυμα, καθώς και πώς πλέον οι άνθρωποι αυτοί, που στη μελέτη λογίζονται ως δρώντα-ενεργά υποκείμενα, θυμούνται, αντιλαμβάνονται κι ερμηνεύουν το παρελθόν τους σε αυτό το οικοτροφείο από την (μεταγενέστερη) οπτική γωνία της σύγχρονης εποχής.

Χάρη σε αυτό το μεθοδολογικό εργαλείο, τις προφορικές μαρτυρίες, που στη χώρα μας δεν είναι τόσο πολλά τα χρόνια που αξιοποιείται με συστηματικό τρόπο κι αυτόνομα από τους ιστορικούς, διαφωτίστηκε η συνθετότητα του ιστορικού γίγνεσθαι και προήχθη το πλαίσιο δράσης των «αφανών» ατόμων, που στα επίσημα αρχεία παρουσιάζονται συνήθως ως «παθητικοί δέκτες». Αυτού του είδους η πολυφωνία ανέδειξε τελικά τη σύνθετη, πολύπλευρη και πολυδιάστατη αλήθεια, ενίοτε ακόμα και μέσα από αντικρουόμενες απόψεις.

****ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΤΗΣ ΔΙΑΤΡΙΒΗΣ
Ο Στέφανος Αγάθος σπούδασε Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Πατρών και Ιστορία στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο. Έλαβε Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Ειδίκευσης στη «Μεθοδολογία Κριτικής και Έκδοσης των Ιστορικών Πηγών» (κατεύθυνση Νεότερη και Σύγχρονη) από το Τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου, καθώς και Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Ειδίκευσης στην «Ιστορική Δημογραφία» από το ίδιο Τμήμα. Η διδακτορική του διατριβή, όπως προαναφέρθηκε, εκπονήθηκε στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας & Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, όπου και υποστηρίχθηκε επιτυχώς στις 10 Οκτωβρίου 2023.

Κατά τη διάρκεια των διδακτορικών του σπουδών ο Στέφανος Αγάθος συμμετείχε ως ενεργό μέλος σε ερευνητική ομάδα με φορέα υλοποίησης το Ιόνιο Πανεπιστήμιο λαμβάνοντας υποτροφία αριστείας στο πλαίσιο της Πράξης «Υποστήριξη ερευνητών με έμφαση στους νέους ερευνητές-κύκλος Β΄».
Τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης ιστορικοδημογραφικής έρευνας δημοσιεύτηκαν στην αγγλική γλώσσα στο διεθνές επιστημονικό περιοδικό “Mediterranean Chronicle”, ενώ παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά και σε διεθνές συνέδριο στη Μαδρίτη τον Μάρτιο του 2022 από τον Στέφανο Αγάθο, ο οποίος εκπροσώπησε επάξια την ερευνητική ομάδα.

Ο περί ου ο λόγος είχε λάβει επίσης διακρίσεις και κατά τη διάρκεια των προπτυχιακών του σπουδών στο Τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου λαμβάνοντας τα βραβεία «Βασίλειου Σπυριδωνάκη» και «Εύης Ολυμπίτου» για την υψηλότερη επίδοση βαθμολογίας που πέτυχε. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στα ελληνικά περιοδικά ιστορικής ύλης «Πρεβεζάνικα Χρονικά», «Περί Ιστορίας» και «Ψηφίδες Ιστορίας της Πρέβεζας». Από το 2009 εργάζεται ως φιλόλογος στη δημόσια δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
* Ευχαριστούμε τον Στέφανο Αγάθο που ανταποκρίθηκε στο αίτημά μας και μάς διέθεσε το κείμενο της διατριβής του.
(από την έντυπη έκδοση της εφημερίδας «Γνώμη» 28/1/2024)