H ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΩΣ ΥΒΡΙΣ

Του Βαγγέλη Σακέλλιου
Δικηγόρου

Πριν δύο βδομάδες δίκασα στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών μια αγωγή εναντίον του Ελληνικού Δημοσίου που αφορούσε διαφορά από διοικητική σύμβαση, δηλαδή απαιτήσεις της εταιρείας που εκπροσωπούσα απορρέουσες από την άρνηση του Δημοσίου να συμμετάσχει στο συμβασιοποιημένο ποσοστό συμμετοχής του σε κάποιο αναπτυξιακό πρόγραμμα. Επρόκειτο για τον εκσυγχρονισμό και επέκταση μιας πτηνοτροφικής μονάδας.

Η αγωγή είχε κατατεθεί στο, τότε αρμόδιο, Διοικητικό Πρωτοδικείο Ιωαννίνων στις 28 Απριλίου 2009 και προσδιορίστηκε για συζήτηση στις 14 Μαρτίου 2018 (!!!), δηλαδή μετά από εννέα χρόνια. Η αγωγή συζητήθηκε , μετά από μία αναβολή που ζήτησε το Δημόσιο (επειδή είχαν στο μεταξύ συνταξιοδοτηθεί οι υπάλληλοι που είχαν ασχοληθεί με την περίπτωση) στις 8 Ιανουαρίου 2019 και η απόφαση εκδόθηκε στις 27 Φεβρουαρίου 2020, δηλαδή ένα χρόνο μετά την συζήτηση/εκδίκαση της αγωγής. Το Διοικητικό Πρωτοδικείο Ιωαννίνων με την απόφαση του παρέπεμψε την υπόθεση να εκδικαστεί στο, τώρα αρμόδιο, Διοικητικό Εφετείο Αθηνών (αφού στο μεταξύ μέσα στην τρέχουσα δεκαετία είχε επέλθει νομοθετική μεταβολή ως προς την προσήκουσα αρμοδιότητα του Δικαστηρίου) κατά την δικάσιμο της 15 Οκτωβρίου 2024, ημεροχρονολογία που εκδικάστηκε η αγωγή δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια μετά την κατάθεσή της (!!!). Εξ όσων μου είπαν παριστάμενοι συνάδελφοι εξ Αθηνών «να περιμένεις τη απόφαση μέσα στο εξάμηνο».

Στο μεταξύ μέσα στα δεκαπέντε αυτά χρόνια απεβίωσε ο ιδρυτής και νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας η οποία είχε αλλάξει εταιρικό σχήμα και εκπροσώπηση. Σημειωτέον δε ότι οι νυν ιθύνοντες είχαν ξεχάσει ή δεν είχαν μάθει ποτέ πως υφίσταται αντίστοιχη αστική αξίωση, καθόλου αμελητέα μάλιστα.

Μια βδομάδα αργότερα, στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Ιωαννίνων συζητήθηκε προσφυγή του ΕΦΚΑ (πρώην ΙΚΑ ΕΤΑΜ, ΟΑΕΕ κ.λ.π. ασφαλιστικοί οργανισμοί) εναντίον της απόφασης της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής του ΕΦΚΑ έτους 2018 που αφορούσε εντολέα μου που στο πρώτο διοικητικό στάδιο είχε δικαιωθεί.
Η συζήτηση έλαβε χώρα, το πρώτον, μετά από έξι ολόκληρα, ευτυχώς ζώντος του εντολέα μου και υπηρετούντος (ακόμα) του υπαλλήλου που είχε ασχοληθεί με την περίπτωσή του.

Αντίστοιχες, παρόμοιες ή ακόμα πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις έχουν να πουν όλοι οι συνάδελφοι μου κι ασφαλώς οι πολίτες που σε κάποια φάση του κοινωνικού και επαγγελματικού τους βίου προσέφυγαν ή βρέθηκαν ενώπιον της Δικαιοσύνης για μια «δίκαιη δίκη σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα».

Σκέφτηκα μελαγχολικά και με παράπονο τα παραπάνω διαβάζοντας για τις πρωτοβουλίες του (νέου) Προέδρου του ΣτΕ, του Μιχάλη Πικραμένου, που για μια ακόμα φορά τάραξε ευχάριστα και χαρμόσυνα τα λιμνάζοντα νερά μιας δομικής ακινησίας και μάλιστα στον ύψιστο θεσμό και στο πλέον υψηλό επίπεδο, δηλαδή ενώπιον της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας όπου κατά την συζήτηση ερμηνείας και εφαρμογής των κανόνων του νέου ΓΟΚ θέσπισε, το πρώτον, ανώτατο όριο αγορεύσεων στους δικηγόρους αλλά και σε αυτές ακόμα τις εισηγήτριες της υπόθεσης Συμβούλους της Επικρατείας. Επιπλέον δε, όπως πάλι διαβάζω, ο ίδιος Πρόεδρος του ΣτΕ επιβάλει ανώτατο χρόνο δημοσίευσης της απόφασης αφότου η υπόθεση συζητηθεί ενώπιον του Ανωτάτου Ακυρωτικού.

Βέβαια δεν είναι η πρώτη φορά που ο Πρόεδρος του ΣτΕ, καθηγητής του Διοικητικού Δικαίου στην Νομική Σχολή του ΑΠΘ, εκπλήσσει και καινοτομεί με ρηξικέλευθες προτάσεις και πρωτοβουλίες, που ευελπιστεί να καταστούν κανόνας σε μια «δίκαιη δίκη εντός ευλόγου χρόνου». Ο ίδιος δήλωνε, υποδεχόμενος τους νέους δικαστές του ΣτΕ, πως ουσιώδες στοιχείο για την πραγματική άσκηση του ατομικού δικαιώματος δικαστικής προστασίας αποτελεί η ανταπόκριση εντός ευλόγου χρόνου τα καθήκοντα που ανατίθενται σε δικαστές. Όπως χαρακτηριστικά σημείωσε «… για μια επιτυχημένη σταδιοδρομία στο Συμβούλιο της Επικρατείας αναγκαίο προαπαιτούμενο είναι η επιστημονική συγκρότηση του δικαστή αλλά τούτο δεν είναι επαρκές. Πρέπει να συνδυάζεται απαραιτήτως με υψηλού επιπέδου επαγγελματισμό. Αυτό σημαίνει ότι ο δικαστής πρέπει να ανταποκρίνεται με πειθαρχία, αφοσίωση και σε εύλογο χρόνο στα καθήκοντα που του ανατίθενται. Ο χρόνος είναι ουσιώδες στοιχείο για την πραγματική άσκηση του ατομικού δικαιώματος δικαστικής προστασίας και ως εκ τούτου ο δικαστής οφείλει να ενεργεί εντός ευλόγου χρόνου, λαμβανομένης υπόψη της πολυπλοκότητας των υποθέσεων…. ο δικαστής …μοιάζει με δρομέα μεγάλων αποστάσεων καθώς οφείλει να επιδεικνύει αντοχή από την αρχή ως το τέλος της διαδρομής…»
Βέβαια ο Πρόεδρος του ΣτΕ γνωρίζει καθόσον «μιλάει από μέσα».

Γνωρίζει , δηλαδή, τα στατιστικά στοιχεία από το EU justice Scoreboard της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που καθιστούν την χώρα μας ουραγό ως προς την ταχύτητα απονομής της Δικαιοσύνης και την καταδίκη της για την υπερβολική διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας και την συνακόλουθη υπέρβαση της εύλογης διάρκειας μιας δίκης.

Γνωρίζει τις διαχρονικές παθογένειες ενός δικαστικού συστήματος που αν και τυγχάνει ασυλίας και ευεργετημάτων ωστόσο αρνείται να συγχρονίσει τα βήματά του σε εποχές καταιγιστικών αλλαγών που απαιτούν ταχύτητα.

Γνωρίζει ότι ο μόνος «χαμένος» σ’ αυτή την περίπτωση είναι ο ίδιος ο πολίτης που σε κάποια φάση της ζωής του καθίσταται «διάδικος».

Γνωρίζει, επίσης, ότι σε ολόκληρο το φάσμα της απονομής της Δικαιοσύνης (Πολιτική, Ποινική, Διοικητική) παρατηρούνται οι ίδιες ακριβώς παθογένειες που «βάζουν φρένο» στην ταχύτητα της απονομής που ενίοτε αγγίζει τα όρια της αρνησιδικίας.

Είναι ακόμα νωπές οι μνήμες για την παραγραφή των αδικημάτων του σκανδάλου της Siemens. Είναι νωπές οι μνήμες για την παραγραφή των αδικημάτων που σχετίζονται με «τα δομημένα ομόλογα». Είναι νωπές οι μνήμες για την παραγραφή αξιώσεων που σχετίζονται με το «δημόσιο συμφέρον» και την συνακόλουθη «απιστία» που αναιρεί το «συμφέρον» αυτό.

Οι διαπιστώσεις για το σύμπτωμα αυτό, που πλέον έχει χαρακτηριστικά ενδημικής μορφής, είναι κοινές.
Θυμίζω ενδεικτικά πως το Φεβρουάριο του 2019 με πρωτοβουλία της «ΔιαΝΕΟσις» κωδικοποιήθηκαν και δημοσιεύτηκαν προβληματισμοί και προτάσεις έγκριτων δικαστικών λειτουργών «για ένα σύγχρονο δικαστικό σύστημα» με κυρίαρχο μέλημα «την διασφάλιση της δικαστικής ανεξαρτησίας, της αποτελεσματικότητας και της ποιότητας κατά την απονομή της δικαιοσύνης». Εκεί πρωτοδιάβασα (βλ. Η Δικαιοσύνη στην Ελλάδα, εκδ. ΔιαΝΕΟσις, 2019) προτάσεις και προβληματισμούς που κατέθεσαν «εκ ων έσω» δικαστές και εισαγγελείς ώστε η οργάνωση και η λειτουργία της Δικαιοσύνης ενταχθούν βαθμιαία σένα διεθνές και Ευρωπαϊκό πλαίσιο αρχών αποτελεσματικής και ποιοτικής απονομής της.

Οι παθογένειες και η αδήριτη ανάγκη υπέρβασης τους έχουν κοινή προσλαμβάνουσα. Οι πάντες τα επισημαίνουν αλλά μέχρι τώρα όλες οι απόπειρες αντιμετώπισης τους υπήρξαν άκαρπες. Αυτό μαρτυρούν οι συχνές αλλαγές των βασικών κωδίκων απονομής δικαιοσύνης, με πρόσχημα η επιδίωξη την ταχύτερη απονομή της, καθόσον π.χ. ο (βασικός) Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας τροποποιήθηκε πολλές φορές και κάθε νέα αλλαγή όμνυε στους «γοργούς ρυθμούς» προς όφελος του πολίτη. Ωστόσο «άνθρακας ο θησαυρός» : η Δικαιοσύνη εξακολουθεί να «απονέμεται» αργά και επιπλέον κάποιοι κρίσιμοι και θεμελιώδεις κανόνες (π.χ. μάρτυρες) αφυδατώθηκαν μέσω μιας τεχνικής – και μόνο – αναφοράς τους.

Επιπλέον ο πολυδιαφημισμένος θεσμός της «διαμεσολάβησης» δεν κέρδισε το στοίχημα που, για να λέμε την αλήθεια, παραήταν φιλόδοξος, αφού οι πολίτες (διάδικοι), οι δικηγόροι και άλλοι τριτογενείς παράγοντες αμφισβήτησαν, δια της καχυποψίας και μιας ήδη εμπεδωμένης δικαιϊκής κουλτούρας, τόσο τον θεσμό όσο και την χρησιμότητά του.

Θεσμοί δοκιμασμένοι και πετυχημένοι στην αλλοδαπή, θεσμοί που αποφορτίζουν την καθημερινότητα των Δικαστηρίων, θεσμοί που συνάδουν στην αντίληψη ενός κράτους δικαίου εδώ αντιμετωπίστηκαν με έντονη δυσπιστία, σχεδόν στα όρια του αφορισμού αφού, στατιστικά τουλάχιστον, οι υποθέσεις που «κλείνουν» με την εξωδικαστική «διαμεσολάβηση» είναι ελάχιστες.

Η μερική ένταξη μέρους της δικαστηριακής ύλης στην «ύλη των δικηγόρων» (μετά από χρόνιο αίτημα και διεκδικήσεις του δικηγορικού σώματος) μένει να αποδείξει μέσα στο χρόνο το κέρδος αυτής της μεταρρύθμισης αφού πλέον τα Δικαστήρια θα ασχολούνται με μείζονος σημασίας υποθέσεις και, συνακόλουθα, θα διαθέτουν περισσότερο χρόνο στην κατ’ ιδίαν δικαιοδοτική λειτουργία τους. Και πάλι όμως ο χρόνος θα δείξει.

Ούτως εχόντων των πραγμάτων ο πολίτης σήμερα νοιώθει και πάλι ευάλωτος, ανασφαλής. Απλοϊκά μιλώντας «θέλει να βρει το δίκιο του και δεν το βρίσκει». Ή το βρίσκει αργότερα , πολύ αργότερα.

Η καχεξία και η απίσχναση της δικαιοδοτικής λειτουργίας της Δικαιοσύνης ως μόνο θύμα έχει τον πολίτη. Και την ανασφάλεια του Δικαίου.

Ένα κράτος Δικαίου οφείλει να μεριμνά για τους πολίτες του, να εμπεδώνει το αίσθημα της ασφάλειας σ’ αυτούς. Κι αυτό προϋποθέτει μια Δικαιοσύνη ποιοτική, μια Δικαιοσύνη πολλών ταχυτήτων. Η αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην «απονομή της δικαιοσύνης» δεν αποτελεί μόνο ήττα γι’ αυτήν. Συνιστά πρωτίστως ύβρη για τον πολίτη.