Γράφει :
η Χαρά Παπαβασιλείου
Μέσα στο Κάστρο, ανάμεσα σ’ ένα πευκόφυτο τοπίο βρισκόταν, φυτεμένη έλεγες, και η φυλακή. Το ’45, ό, τι είχε υπογραφεί η Συμφωνία της Βάρκιζας, ασφυκτιούσε από πολιτικούς κρατούμενους που πιασμένοι στη φάκα της εξουσίας περίμεναν μέρα τη μέρα την εκτέλεση τους. Μέρες που κυλούσαν βιαστικά κι ανελέητες, σαν το ποτάμι έξω απ’ το Κάστρο, που κυλούσε γρήγορα, χωρίς σταματημό, ή μετρούσαν τον χρόνο που ’μοιαζε αιώνας για την απελευθέρωσή τους απ’ τα δεσμά οι πιο τυχεροί… Η φυλακή, ένα πολύ κοντινό κομμάτι του οικογενειακού μου περιβάλλοντος, καθώς μεγάλωνα, μου κινούσε την περιέργειά, που όμως έμενε ανικανοποίητη για όσα συνέβαιναν εντός των «τειχών» της, επειδή ο διευθυντής πατέρας μου παρεπιμτώντως μιλούσε γι’ αυτά. Ώσπου στη ζωή μου ήρθε η Έλλη, για να μου δείξει με τον εκτυφλωτικό φακό της μνήμης της τις από μέσα συνθήκες, και μάλιστα μιας περιόδου πολύ δύσκολης για την Ελλάδα.
Ιδού πώς η Έλλη Παππά περιγράφει σε ένα από τα γράμματα στον γιο της το κελί της Απομόνωσής της στα μπουντρούμια της Ασφάλειας:
«Μόλις μπεις στο κελί, από τις πρώτες κιόλας ώρες παθαίνεις κάτι περίεργο. Καθώς δεν μπορείς να βλέπεις, προσπαθείς να τα καταλάβεις όλα με το αυτί. Στυλώνεται σε κάθε ήχο, σ’ τον φέρνει κοντά, έντονο, ζωντανό, προσπαθεί να σε κάνει να τον δεις. Μα στην αρχή είναι ξένοι, αλλόκοτοι αυτοί οι σπάνιοι ήχοι. Δεν ξέρουν να σου μιλήσουν, δεν ξέρεις να τους εξηγήσεις. Γίνονται βασανιστικοί έτσι όπως σε κάνουν να βάζεις όλη σου τη δύναμη για να τους καταλάβεις. Σε λίγες μέρες δεν έχουν πια κανένα μυστήριο για σένα. Ξέρεις ποιο κελί ανοίγει κάθε φορά που τραβούν μιαν αμπάρα. Ξέρεις τα βήματα του καθενός που είναι εκεί μέσα. Ξεχωρίζεις λόγια που ανταλλάσσονται με τους σκοπούς. Και συνεννοείσαι μια χαρά κάτω από τη μύτη των «άγρυπνων φρουρών» σου.
Όταν άνοιξε για πρώτη φορά το μικρό τετράγωνο άνοιγμα που έχει η πόρτα κάθε κελιού και φάνηκαν τα – αόρατα – μάτια του φρουρού (αδύνατον να μετρήσεις πόσες φορές ανοίγει αυτό το παραθυράκι την πρώτη νύχτα, πόσα μάτια περνούν αόρατα, προστατευμένα από το φακό που ρίχνει μέσα το φως του, για να δουν τι κάνεις αυτή την πρώτη νύχτα κι από κει να καταλάβουν από ποια πάστα είσαι), η γνωριμία μου με την καινούργια μου κατοικία είχε γίνει πολύ καλά. Είχε δεν είχε το κελί υπέκυψε και μου χαμογέλασε».
«Πώς να σου πω, σίγουρη ότι θα ’βλεπα το Νίκο οπωσδήποτε, ότι οι μέρες του χωρισμού και της αγωνίας είχαν τελειώσει, ότι μαζί θα περνούσαμε ό, τι ήταν να γίνει, αισθανόμουν ένα είδος ευφορίας. Να ’βλεπες τα μάτια του φρουρού, όταν του είπα πως πεινούσα κι ήθελα να φάω. Με κοίταζε σαν παράξενο φαινόμενο. Όσο για μένα, αν θυμάμαι καλά, είχα το ύφος και το μειδίαμα κυρίας που παραγγέλλει ένα γλυκό στο γκαρσόνι. Με άλλα λόγια, είχα αρχίσει να διασκεδάζω με το να τους φέρνω σε δύσκολη θέση. Είναι το καλύτερο παιχνίδι που έχει κανείς να κάνει, όταν βρεθεί σε τέτοιες συνθήκες». (Από τις Μαρτυρίες μιας Διαδρομής).
Έχουν γράψει γι’ αυτές κι άλλες σαν την Έλλη κρατούμενες. Η καθεμιά απ’ τη δική της σκοπιά και με τον δικό της τρόπο, συμπληρώνοντας, ωστόσο, η μία την άλλη. Μια γκραβούρα της ζωγράφου Ζιζής Μακρή, συζύγου του Μέμου, εμπνευσμένη απ’ την κράτησή της στις Αβέρωφ, δείχνει τον φοίνικα της αυλής. Γύρω του και κάτω απ’ τον ίσκιο των μεγάλων τόξων του, παραμονή της εκτέλεσης κάποιας απ’ τις μελλοθάνατες, οι συντρόφισσες έσερναν τον αποχαιρετιστήριο σαν του Ζαλόγγου τον χορό του θανάτου ενάντια στη βία. Το δέντρο χρόνια τώρα το ’χει καταβροχθίσει η μπουλντόζα. Το ίδιο και τη φυλακή, ένα κόσμημα της λεωφόρου Αλεξάνδρας, που θα μπορούσε να φιλοξενεί πολιτιστικές εκδηλώσεις. Είχε κτιστεί με δωρεά του Γεωργίου Αβέρωφ, κατόπιν επιθυμίας της βασίλισσας Όλγας. Ξεκίνησε τη λειτουργία της ως φυλακή ανηλίκων με την ονομασία «Εφηβείο» κι από το 1916 μετατράπηκε σε φυλακή πολιτικών κρατουμένων. Στη θέση της ορθώνεται ψυχρό κι απάνθρωπο το δικαστικό μέγαρο. Στέκουν όμως όρθια-ευτυχώς- ακόμα τα «Προσφυγικά», με τα σημάδια της φθοράς του χρόνου και τις τρύπες απ’ τις σφαίρες της Μάχης της Αθήνας. Μεγάλη κι αυτών η ιστορία, όπως και ο αγώνας των ανθρώπων που τη σέβονται, για να μην πάρουν τη θέση τους κι άλλα «εκτρώματα» πολυκατοικιών. Η τέχνη, ως το αντίπαλο δέος της ανθρώπινης αναλγησίας, σκύβοντας ευλαβικά στα πράγματα, τα αναπαριστά ή τα κάνει σελίδα βιβλίου, ποίημα και τραγούδι έτσι, που να μην μπορεί να τα σβήσει η λήθη.