Ένας άρχοντας της δικηγορίας in memoriam
Του Βαγγέλη Σακέλλιου
Δικηγόρου
Πριν σαράντα ακριβώς χρόνια, όντας ασκούμενος δικηγόρος, παρακολουθούσα με έκδηλο ενδιαφέρον μια ποινική δίκη στα παλιά Δικαστήρια της Άρτας, απέναντι απ’ τον Αι- Γιάννη.
Κατηγορούμενος ένας νέος άνθρωπος, γόνος επώνυμης αρτινής οικογένειας. Η κατηγορία βαριά, ασήκωτη, με έντονη κοινωνική απαξία : Τροχαίο ατύχημα και εγκατάλειψη θύματος γεγονός που συνετέλεσε, άνευ ιατρικής φροντίδας και περίθαλψης, στον θάνατό του.
Εισαγγελέας ήταν ο πολύς Γεώργιος Σανιδάς, έγκριτος νομομαθής και μετέπειτα Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου. Η αγόρευση του ήταν καταπέλτης, όχι τόσο για τις δικονομικές και ποινικές διαστάσεις της δίκης όσο για το ψυχογράφημα του νεαρού κατηγορούμενου.
Η αίθουσα του ακροατηρίου ήταν γεμάτη παρά το προχωρημένο της ώρας, τότε τα Δικαστήρια λειτουργούσαν χωρίς διακοπή ακόμα και μετά τα μεσάνυχτα.
Στα έδρανα του συνηγόρου υπεράσπισης ένας αρχοντικός τύπος, με επιμελημένο ντύσιμο και ρητορική δεινότητα, πότε σκυμμένος στα χαρτιά της δικογραφίας και πότε να κοιτά κατάματα τους Δικαστές και τον Εισαγγελέα. Ήταν ο Λάμπρος Ρίζος.
Ευθυτενής, σίγουρος, γεμάτος αυτοπεποίθηση, με εκφραστικές χειρονομίες υπερασπιζόταν με πάθος και αφοσίωση μια υπόθεση «χαμένη από χέρι».
Καθόμουν ακριβώς πίσω του και τον παρακολουθούσα με έκπληξη, με ενδιαφέρον αλλά κυρίως με θαυμασμό. Ως συνήγορος υπεράσπισης ξεδίπλωνε τις αρετές ενός δικαϊκού συστήματος που όμνυε στα δικαιώματα και το πρόσωπο του κατηγορουμένου. Ευγενής αλλά αυστηρός αντιμετώπιζε με την πειθώ του επιχειρήματος και την αδυναμία το συναισθήματος τους Εισαγγελικούς αφορισμούς στοχεύοντας και στο θυμικό των Δικαστών.
Τον θαύμασα για ο,τι και όσα, ερήμην του, διδάχτηκα εκείνη τη στιγμή !!
Αργότερα, στα χρόνια της μακράς μάχιμης δικηγορίας του, ήλθαμε κοντά, είτε ως ομόδικοι είτε ως αντίδικοι. Το τελευταίο του κακούργημα στα Γιάννενα, λίγο πριν παραιτηθεί κι αναλάβει ως αιρετός Νομάρχης Άρτας, είχα την τύχη να το «κάνουμε μαζί». Ακόμα και την τελευταία στιγμή τον ένοιωθα αγχωμένο, ποιόν ; αυτόν, τον μακράν πιο σπουδαίο ποινικολόγο της γενιάς του και της περιοχής μας. Φρόντιζε να αναδεικνύει λεπτομέρειες, να αποδομεί «τα μη φίλια», να χειρίζεται (χωρίς να χειραγωγεί) τους μάρτυρες.
Κι όπως πάντα οι συμβουλές και οι παρατηρήσεις του στο φιλόξενο γραφείο του στον ίδιο πεζόδρομο της πόλης ήταν για μας τους νεώτερους παρακαταθήκη πολύτιμη και γενναιόδωρη.
Τα ύστερα χρόνια, εκτός ενεργού δικηγορίας και Πολιτικής πια, παρέμεινε πάντα ο ανήσυχος πολίτης κι ένας γενναιόδωρος Δάσκαλος στα απαιτητικά μονοπάτια της ποινικής δίκης χωρίς να αρνηθεί ποτέ την γνώμη και την συμβουλή του.
Τα τελευταία πολλά καλοκαίρια συναντιόμασταν πάντα στο Μενίδι, το ησυχαστήριό του, με θύμισες απ’ τα παλιά, τις μεγάλες δίκες, τα πρόσωπα που εκτιμούσε, γεγονότα που τον σημάδεψαν.
Με τίμησε με την φιλία του κι είμαι περήφανος γιαυτό. Πάντα σχολίαζε τα γραφτά μου στην «ΗΧΩ», συνήθως συμφωνούσαμε, αν και σταθερά απέναντι ιδεολογικά.
Εκπροσώπησε μέχρι τέλους ένα σπάνιο είδος της ποινικής δικηγορίας και για πολλούς από μας, όσους είχαμε την τύχη να τον γνωρίσουμε στα έδρανα του συνηγόρου ή στην έξω ζωή, ήταν πρότυπο.
Ο Λάμπρος Ρίζος ήταν ένας άρχοντας της δικηγορίας.