«Πες μου, είναι ζωή αυτή ;»

Του Βαγγέλη Σακέλλιου

Δικηγόρου

«… ξέρεις, όταν δεν μπορείς να δραπετεύσεις
και βασίζεσαι συνεχώς σε κάποιον άλλον
μαθαίνεις να κλαις χαμογελώντας…»
Η θάλασσα μέσα μου

Πριν λίγα χρόνια, αμέσως σχεδόν μετά την πανδημία, δέχτηκα την επαγγελματική επίσκεψη μιας κυρίας. Ενδιαφέρονταν να θέσει τον αδελφό της (σχεδόν συνομήλικος μου), που όπως είπε «είναι κατάκοιτος χρόνια», σε καθεστώς «δικαστικής συμπαράστασης» καθόσον έπρεπε να ληφθούν επείγουσες αποφάσεις για την εκποίηση μέρους της μεγάλης πατρικής περιουσίας. Ο «κατάκοιτος αδελφός» τύγχανε εξ αδιαθέτου κληρονόμος και η νόμιμη σύμπραξή του στην υπογραφή των σχετικών συμβολαίων ήταν μονόδρομος.

Στην προφανή ερώτηση «τι έχει» μου έδειξε μια γνωμάτευση από μεγάλο και επώνυμο δημόσιο νοσοκομείο των Αθηνών που ως διάγνωση έγραφε : «τετραπέραση, απομυελινωτικού τύπου αλλοιώσεις εγκεφάλου και αυχενικής μοίρας νωτιαίου μυελού». Επιπλέον μου είπε «χειρουργήθηκε στην μάζα εγκεφάλου παλιότερα και τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια είναι σε μόνιμη θέση κατάκλισης. Του έδοσαν και 90% αναπηρία».

Χρειάστηκαν και κάποια δικαιολογητικά κι επειδή έμεναν στην πόλη προθυμοποιήθηκα να πάω να τα πάρω ο ίδιος στο σπίτι τους. Ένα σπίτι που άστραφτε από καθαριότητα και νοικοκυροσύνη, γεμάτο λουλούδια και ιδιαίτερα φροντισμένο. Απροσδόκητα και απρόκλητα μου είπε « έλα να τον δεις» και από μια ανοικτή πόρτα μπήκα στο δωμάτιό του, ένα δωμάτιο φροντισμένο με αγάπη, με λουλούδια στο βάζο του κομοδίνου, με ανοικτά τα παράθυρα.
Ακόμα και σήμερα δεν ξέρω αν με κατάλαβε. Το βλέμμα του ήταν απλανές, καρφωμένο στον απέναντι τοίχο. Ο ίδιος σένα ορθοπεδικό κρεβάτι με σηκωμένο λίγο το προσκέφαλο και με ένα πρόσωπο ανέκφραστο, σχεδόν παγωμένο.

Αιφνιδιασμένος και αμήχανος άκουσα την αδελφή του να λέει «πες μου είναι ζωή αυτή;». «Όχι» θα της απαντούσα, αλλά δεν είπα τίποτα. Έφυγα περισσότερο μουδιασμένος απ’ όσο πήγα.

Τα υπόλοιπα πήραν το δρόμο τους, των δικαστηρίων και της γραφειοκρατίας.
Όλα αυτά τα σκέφτηκα και μου ήλθαν στο νου τις γιορτές των Χριστουγέννων, όταν δηλαδή η κόρη μου επέμεινε να δούμε «Το διπλανό δωμάτιο» ενός έξοχου και εξομολογητικού Αλμοδοβάρ. Μια βαθιά φορτισμένη ταινία, φορτωμένη με τον Χρυσό Λέοντα της Βενετίας και τις καθηλωτικές ερμηνείες της Τίλντα Σουίντον και ης Τζούλιαν Μουρ, που αγγίζει την απαγορευμένη ζώνη της ευθανασίας, το δικαίωμα της ιατρικά υποβοηθούμενης αυτοκτονίας.

Ένας σπαρακτικός Αλμοδοβάρ που στο ερώτημα «είναι ζωή αυτή;» κινηματογραφεί με αξιοπρέπεια την ευθανασία ως ύστατο σινιάλο ζωής.

Όπως ακριβώς δηλαδή και ο Αμενάμπαρ στην αξεπέραστη «Η θάλασσα μέσα μου» όπου ο ήρωας του, παράλυτος από τον λαιμό και κάτω εξαιτίας ενός ατυχήματος στη θάλασσα, παλεύει και διεκδικεί με την δικηγόρο του για το δικαίωμα σέναν αξιοπρεπή θάνατο ζητώντας να ασκήσει το δικαίωμα της ευθανασίας.

Το 2004, όταν η ταινία κυκλοφόρησε και αφορούσε πραγματική ιστορία, προκάλεσε τριγμούς στην Ισπανική κοινωνία.

Σήμερα, το ίδιο θέμα προκαλεί συζητήσεις, αντιδράσεις, ρωγμές.

Η επιστήμη στις ιατρικές, νομικές και θεολογικές εκφάνσεις της εκφέρει διακριτό δημόσιο λόγο ομνύοντας στις αρχές της βιοηθικής, στις απαράβατες αρχές της αυτοδιάθεσης ως και στις εσχατολογικού χαρακτήρα προσεγγίσεις θρησκειών και δογμάτων.

Στις χώρες της Ευρώπης βρίσκεται σε εξέλιξη ένας διάλογος που αφορά τα δικαιώματα των ασθενών, την παρηγορητική φροντίδα προς αυτούς, την ανακούφισή τους λίγο πριν το τέλος.

Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) το δικαίωμα στη ζωή και ο συνακόλουθος σεβασμός προς αυτή είναι απόλυτος και δεδομένος (άρθρο 2 της ΕΣΔΑ). Ωστόσο, όπως γίνεται δεκτό, το αίτημα για μια υποβοηθούμενη αυτοκτονία, όταν και εφόσον ο θάνατος ναι μεν δεν επίκειται άμεσα αλλά προδιαγράφεται σαφώς και αδιστάκτως, εμπεριέχεται νομικά στην κυρίαρχη καταστατική και βιοηθική αρχή της αυτονομίας του προσώπου και στο απόλυτο νομικό δικαίωμα του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής, (άρθρο 8 της ΕΣΔΑ).

Περί αυτού και ενόψει των διαφορετικών εν γένει ερμηνειών και προσεγγίσεων το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας ήδη από το 2020 αποφάνθηκε, με πλούσια και όχι πάντα δογματική θεμελίωση, ότι η ελευθερία της αυτοδιάθεσης του προσώπου/ατόμου ουσιαστικά αναιρεί την αντίστοιχη διάταξη του εν ισχύει (Γερμανικού) Ποινικού Κώδικα που προβλέπει και τιμωρεί την υποβοήθηση σε αυτοκτονία.

Αντίστοιχα, με πλούσια και ποικίλη αναφορά στις αρχές της βιοηθικής και του καταστατικού δικαιώματος για αυτοδιάθεση, η Γαλλική Εθνική Επιτροπή Βιοηθικής (αρ. 139/2022) αποφαίνεται ότι ενδεχόμενη νομοθετική πρόβλεψη ως προς την δυνατότητα παρέμβασης στην υποβοηθούμενη αυτοκτονία πρέπει να αφορά ενήλικους που πάσχουν από σοβαρές και ανίατες ασθένειες, προκαλούν υπέρτατο πόνο και η πρόγνωση δεν είναι καθόλου ενθαρρυντική.

Εν Ελλάδι ο Ποινικός Κώδικας (άρθρο 301) προβλέπει το αξιόποινο της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας αδιακρίτως, χωρίς ειδικότερη αναφορά στην σχέση των προσώπων (ασθενής – γιατρός – συγγενής – φίλος – σύντροφος) ή στην ψυχολογική κατάσταση αυτού που επιθυμεί να αυτοκτονήσει (ανίατος ασθενής – υγιής). Ωστόσο στην ποινική μεταχείριση του όποιου δράστη λαμβάνονται πάντα υπόψιν οι ιδιαίτερες εκείνες συνθήκες κάτω από τις οποίες τελείται αυτή η πράξη – καθόσον συναντώνται πολλές πτυχές ηθικής, ιατρικής και νομικής προσέγγισης.

Στο θεμελιώδες και βασανιστικό ερώτημα για το δικαίωμα στην ευθανασία που δύναται να έχει ένας ανίατος ασθενής προς αποφυγή ενός δυσβάστακτου σωματικού ή ψυχικού πόνου και χωρίς καμμιά προοπτική ανάτασης, αποκατάστασης ή απλής επιβίωσης πως απαντάμε; Το δικαίωμα να ορίζει ο ανίατος ασθενής ως πλήρως έλλογο ον, την αυτοδιάθεση της ζωής με όρους στοιχειώδους αξιοπρέπειας ποιος και πως το ορίζει; Η κόκκινη γραμμή που ο γιατρός θα πει απερίφραστα και κυνικά πως «δεν υπάρχει επιστροφή, δεν περιμένουμε τίποτα πια» πως χαράσσεται; Κι αν ο ανίατος ασθενής αδυνατεί να εκφράσει, ως άβουλο όν, την βούληση του μπορεί κάποιος (η μάνα του, ο αδελφός του, το παιδί του) να «υποκαταστήσει» την εικαζόμενη αυτή βούληση;

Ο εθελούσιος υποβοηθούμενος θάνατος εξαρτάται από ενδογενείς και εξωγενείς παράγοντες και πρέπει να φιλτράρεται από αξιόπιστα και αδιαμφισβήτητα ιατρικά δεδομένα.

Η εθελούσια επίσπευση του θανάτου υπακούει σε πολλούς και ξεχωριστούς κώδικες αξιών, ιδίως όμως υπακούει στον ιδιαίτερο κώδικα της πολιτισμικής κουλτούρας του καθενός και της καθεμιάς από εμάς και της ιδιαίτερης προσλαμβάνουσας που έχουμε για τη ζωή. Όπως ορίζουμε το τυπικό της κηδείας (θρησκευτικός τύπος, πολιτική κηδεία, καύση) έτσι, υπό αυστηρούς όρους και προϋποθέσεις, μπορεί να προσδιοριστούν ακριβείς ασφαλιστικές δικλείδες ώστε να διασφαλιστεί η εθελούσια υποβοηθητική αυτοκτονία ανίατων ασθενών τελευταίου σταδίου ώστε να εξασφαλιστεί μια οιονεί αξιοπρέπεια σε μια ζωή που δραπετεύει μέρα με μέρα. Ο αντίλογος (και επιστημονικός) είναι μεγάλος και όχι εκ προοιμίου επιπόλαιος. Στην δική μου προσέγγιση προφανώς και θα διαφωνήσει ο καλός μας Δεσπότης, ο νουνεχής και σεμνός Καλλίνικος, ομνύοντας στο απόλυτο δικαίωμα της ζωής ως δώρο Θεού. Γιαυτό κι ένας τέτοιος διάλογος δεν πρέπει να τρομάζει. Οι ηθικές επιταγές, υπό όρους, μπορούν να συγχρονίζονται με τις βέλτιστες νομικές επιλογές.