Ειρήνης Μπόμπολη, Το μοίρασμα

της Παναγιώτας Π. Λάμπρη,
πεζογράφου – ποιήτριας

Ολοκληρώνοντας τη μελέτη του καινούργιου βιβλίου της Ειρήνης Μπόμπολη με τίτλο «Το μοίρασμα» (εκδ. Πνοή, 2024), ένιωσα πως πρόκειται για ένα πανηγύρι της μνήμης που αποτυπώθηκε στο χαρτί με επτά, μικρότερης ή μεγαλύτερης έκτασης, διηγήματα, καθώς κι ένα διασκευασμένο παραδοσιακό παραμύθι. Μάλιστα, όσο από σελίδα σε σελίδα μυούμουν σ’ όλα εκείνα, τα οποία έγιναν αφορμή και έμπνευση γι’ αυτή, της μούσας Μνήμης την προστασία θάρρεψα πως είχε.

Και τούτο, διότι η μνήμη, οδυνηρή ή μη, γίνεται αστείρευτος τροφοδότης της ζωής μας, αυτού που είμαστε, διεκδικεί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο το μεράδι της και κινητοποιεί εσώτερες δυνάμεις που δεν μας αφήνουν να ησυχάσουμε. Εν προκειμένω, η Ειρήνη επικαλείται αρκετές φορές τη μούσα Μνήμη και κάπου, φιλοσοφώντας, γράφει: «Το ποτάμι κυλάει πάντα προς τη θάλασσα, αλλά αν σκεφτούμε τον κύκλο του νερού, δεν μπορούμε με σιγουριά να αποφανθούμε ποιο είναι το πριν και ποιο το μετά. Το βέβαιο είναι ότι η βραχεία ζωή μας είναι απλώς ένα μέρος αυτής της ροής. Εκτός και αν σπάσουμε τα στενά όρια της απτής μνήμης και πορευτούμε όχι σε προσδοκία μέλλοντος, αλλά σε αναζήτηση παρελθόντος. Τότε η ζωή μας αποκτά το βάθος που της ανήκει. Θα βοηθήσουμε τη μνήμη με τη φαντασία και τη γραφή. Θα ακολουθήσουμε, γράφοντας, το ποτάμι που κυλούσε και κυλάει ανάμεσά μας, στον ίδιο τόπο, στον τόπο μας, δίνοντας υπόσταση στην ύπαρξή μας και συνάμα αιωνιότητα.» (σ. 51)

Το ποτάμι, το οποίο συνδέει ως ομφάλιος λώρος τα διηγήματα του βιβλίου και δένει ιδιότυπα τη ζωή της Ειρήνης με τον τόπο που τη γέννησε, είναι ο Άραχθος! Είναι ο αρχαίος θεός, Άραχθος! Είναι ο Θεοπόταμος, ο Μέγας, ο Φείδαρης, ή απλά, το Ποτάμι! Είναι και η μνήμη των ανθρώπων που πέριξ κατοικούν, είναι η μνήμη και η αφορμή για άπειρες μνήμες της συγγραφέως, η οποία μας μυεί στο τι είναι αυτό καθαυτό το συγκεκριμένο ποτάμι, τι είναι για την ίδια, τι κουβαλάει από τη ζωή του τόπου και των ανθρώπων και πώς την επηρεάζει, αλλά και τι μπορεί να σημαίνει για περισσότερους. Διότι το ποτάμι, που αενάως κινείται, που «δεν έχει χρόνο», αλλά «είναι ο χρόνος» (σ. 44), λειτουργεί διττά. Γίνεται δημιουργός ζωής και δωρητής, αλλά και φορέας θανάτου. Φέρνει και παίρνει, χωρίς κανέναν να ρωτήσει. Που σημαίνει πως η αρχέγονη δύναμή του λειτουργεί ερήμην των ανθρώπων, οι οποίοι, ζώντας δίπλα του, μαθαίνουν γι’ αυτή και γνωρίζουν τα δικά τους όρια, διότι ο ποταμός είναι αυτός που δίνει το μέτρο κι αν δεν τον σεβαστείς θα υποστείς τις συνέπειες.

Βέβαια, το ποτάμι, που «είναι το πιο όμορφο που έχει δει» (σ. 11) η Ειρήνη, διατρέχοντας την κοιλάδα, εκτός από τα υπέροχα τοπία που διαμορφώνει, δημιουργεί κι ένα ιδιότυπο μοίρασμα, ενώνει και χωρίζει τους ανθρώπους που εκατέρωθεν της κοίτης του κατοικούν, τους «αποπέρα» και τους «αποδώθε», καθορίζοντας τους χαρακτήρες, την ψυχοσύνθεση, τις ασχολίες, καθώς και τους συγγενικούς, τους κοινωνικούς, τους ιστορικούς δεσμούς που αναπτύχθηκαν μεταξύ τους και ως σήμερα, δεδομένων των συνθηκών, συνεχίζονται. Και οι άνθρωποι που κινούνται στα διηγήματα του βιβλίου, πάντα με κέντρο το ποτάμι, ως κομμάτι του τόπου αναπόσπαστο υπάρχουν και δρουν, αν και κάποιες φορές εξωγενείς παράγοντες και πρόσωπα ξένα εμφανίζονται και επηρεάζουν ποικιλότροπα τη ζωή τους, συχνά αναπότρεπτα. Οι περιπτώσεις του σκληρού δασκάλου στο διήγημα «Ο Λάμπρος» και του Λευτέρη στο διήγημα «Ο ξένος» αποτελούν ξεχωριστά παραδείγματα, που αναδεικνύουν κοινωνικά ζητήματα της εποχής, στην οποία αναφέρονται, αλλά και τον τρόπο που τα αντιλαμβάνονται και τα διαχειρίζονται όσοι εμπλέκονται σ’ αυτά.

Στα διηγήματα, πέραν άλλων, συναντούμε και οικεία πρόσωπα της γράφουσας, τα οποία είναι σαν κάπου να τα έχουμε συναντήσει, ειδικά όσοι σε κοντινά μέρη ζήσαμε. Αλλά κι εκείνοι που δεν έχουν ανάλογες εμπειρίες, διαβάζοντας, μπαίνουν στη χρονομηχανή και ανιχνεύουν τη ζωή ανθρώπων μιας παρελθούσας εποχής, όπου στόχος δεν ήταν η επιδίωξη της άμετρης απόκτησης υλικών αγαθών, αλλά η ζωή αυτή καθ’ αυτή, που συχνά αναπτυσσόταν με τη μορφή της επιβίωσης, η οποία όμως δεν τους στερούσε την αναζήτηση της χαράς, ούτε την προσδοκία για βελτίωση των υφιστάμενων συνθηκών που θα οδηγούσαν στην πνευματική και στην κοινωνική τους ανέλιξη.

Ουσιαστικά, πρόκειται για τη ζωή των φυσικών ανθρώπων, στους οποίους ύμνους αναπέμπει η Ειρήνη Μπόμπολη. Άλλωστε, τους γνωρίζει πολύ καλά, αφού κοντά τους γαλουχήθηκε στα πρώτα, καθοριστικά για τη διαμόρφωση της προσωπικότητας ενός εκάστου χρόνια. Και θαύμασε την καρτερία τους, τη στωική στάση στα δύσκολα της ζωής, την ανθρωπιά τους, τη συμφιλίωση με τη φύση, της οποίας το πρόσωπο πολλαπλά γνωρίζουν, την αποδοχή του αδήριτου, την αγωνιστικότητα που δεν αφήνει περιθώρια για παραίτηση και άλλα πολλά.

Έτσι, εναλλάσσοντας το πρώτο με το τρίτο πρόσωπο στην αφήγηση, βλέπουμε τη συγγραφέα να κινείται και να δρα ανάμεσά τους, να μαθαίνει απ’ αυτούς, ν’ αναδεικνύει χαρακτήρες και συμπεριφορές, ν’ ανακαλύπτει τον κόσμο σε πολλές εκφάνσεις του. Να ενσωματώνει, επίσης, με ξεχωριστό τρόπο στοιχεία της παράδοσης, όπως, για παράδειγμα, στο διήγημα «Ο γάμος», όπου το έθιμο του «παντρέματος του ποταμού» είναι κάτι περισσότερο από αυτή καθαυτή την παράδοση. Και γράφει: «Αυτό το γλεντοκόπι κρατούσε περίπου μια ώρα. Ήταν το έθιμο «το πάντρεμα του ποταμού». Γινόταν κάθε φορά που παντρεύονταν άνθρωποι από τους δύο διαφορετικούς αυτούς κόσμους, τους «αποπέρα» και τους «αποδώθε». Έλεγαν ότι μετά απ’ αυτό ο ποταμός θα δώσει σημάδι για τη ζωή του ζευγαριού. Το θεωρούσαν ένα είδος εξευμένισης της μοίρας, αλλά εδώ η μοίρα ήταν ο Άραχθος.» (σ. 39)

Στις ιστορίες της Ειρήνης διακρίνεται μια αδιόρατη νοσταλγία, για όσα έζησε και απωλέστηκαν στη ρύμη του χρόνου και την ακολουθούν, εν προκειμένω και την εμπνέουν. Δεν φαίνεται όμως να επιθυμεί την επιστροφή σε κείνον τον ιδιότυπο παράδεισο της παιδικής ηλικίας, αφού έτσι κι αλλιώς, εκτός από το ποτάμι και το φυσικό τοπίο που παραμένουν σχεδόν αναλλοίωτα, όλα τ’ άλλα έχουν αλλάξει, μια και οι άνθρωποι που τους έδιναν νόημα δεν είναι πια εκεί. Πολύ περισσότερο, που κάθε επιστροφή «στον τόπο που ερήμωσε» της αποκαλύπτει αλλαγές που την πληγώνουν. Ακόμα και στην πόλη, στην Άρτα, παρόμοια νιώθει, αφού αρκετά από κείνα που συνιστούσαν γι’ αυτή μνήμη και ζωή θάλλουσα έχουν χαθεί.

«Ύστερα από δέκα λεπτά έμπαινε επιτέλους στον χώρο του σύγχρονου παζαριού με λαίμαργη διάθεση.», γράφει. «Η πρώτη εικόνα την ακινητοποίησε για λίγο και την άφησε άφωνη. […] Αντί για ζώα, βρήκε πλαστικά κατασκευάσματα που τα ονόμαζαν «κούκλες». Αντί για βελέντζες, νάιλον κουβερλί. Αντί για «γύρο του θανάτου», έναν θάνατο κάθε γνήσιου κατάλοιπου του αλλοτινού μουχούστι, ενός θεσμού που ξεκίνησε από την τουρκοκρατία. Ακατάστατα εμπορεύματα, άσχετα μ’ αυτόν τον τόπο, και ακατάστατοι θορυβώδεις επισκέπτες. Ένας θεσμός που τόνωσε για αιώνες την τοπική οικονομία, ρημάχτηκε από την παγκοσμιοποιημένη αγορά. Μια εκκωφαντική μουσική που δεν έμοιαζε με τίποτα, παρά μόνο ενοχλούσε ακόμα και τα πιο ισχυρά ώτα, την έδιωξε άρον άρον από τον χώρο.» (σ. 119)

Όποιος πάρει στα χέρια του «Το μοίρασμα» της Ειρήνης Μπόμπολη θα μαγευτεί από τις ιστορίες της, θα γνωρίσει έναν άγνωστο, ίσως, κόσμο, θα επικοινωνήσει με γνήσιους φυσικούς ανθρώπους, θα μάθει γι’ αυτούς και τις ασχολίες τους, θα εντρυφήσει σε μύθους και παραμύθια, θα κινδυνεύσει να πλανευτεί από ξωθιές, θα γνωρίσει έθιμα, θα συναντήσει ιδιωματικές λέξεις, αναπόσπαστο κι αυτές κομμάτι του τόπου, θα θαυμάσει την ομορφιά του τοπίου, θ’ αντιληφθεί κατά το δυνατόν τη φυσιογνωμία του Αράχθου και, ίσως, επιθυμήσει να τον δει και να τον αφουγκραστεί από κοντά.

Και τούτο, διότι ο Άραχθος, «[…] δεν είναι ένα απλό ποτάμι. Για να διαβεί και να φτάσει στη θάλασσα του Αμβρακικού έστρωσε ζαφειρένιο χαλί από λευκά κρόταλα, πέτρες ολόλευκες και υπόλευκες. Έτσι, όλη η κοίτη του είναι λευκή, επειδή όμως εκτός από όμορφο είναι και ατίθασο, η κοίτη του δεν είναι σταθερή. Άλλοτε απλώνεται, άλλοτε μαζεύεται, άλλοτε αλλάζει διαδρομή, άλλοτε διακλαδίζεται και σχηματίζει μικρά νησάκια. Έτσι, δίπλα στα νερά του, εκατέρωθεν, απλώνεται μεγάλης έκτασης αιγιαλός κατάλευκος που του δίνει μοναδικότητα εκπληκτική, και το κυριότερο, το κάνει να ξεχωρίζει από μακριά ακόμα και στο βαθύ σκοτάδι. Ένα τεράστιο κατάλευκο φίδι το ποτάμι μας που διασχίζει με ορμή και πάθος την κοιλάδα των ορεινών Τζουμέρκων μέχρι τον κάμπο της Άρτας, όπου και ημερεύει χάνοντας και μέρος της φυσιογνωμίας του.» (σ. 12)

Το βεβαιώνω κι εγώ, που είμαι από τους «αποπέρα», το κάλλος του ποταμού, ευχόμενη στην Ειρήνη Μπόμπολη, «Το μοίρασμά» της να ταξιδέψει σε πολλές καρδιές. Το αξίζουν αυτό το ταξίδι τα διηγήματά της, διότι κομίζουν έναν πιο απλό, γνήσιο, μη επιτηδευμένο κόσμο, ο οποίος όλο και σπανίζει στις μέρες μας. Και τον έχουμε ανάγκη αυτόν τον κόσμο, έστω και ως παράδειγμα, διότι ο άνθρωπος μέσα σ’ αυτόν ζούσε αρμονικά με τη φύση, σεβόμενος την ίδια και τη δύναμή της, κάτι που ο άνθρωπος της εποχής μας δεν πράττει εν πολλοίς, υφιστάμενος, όχι σπάνια, τις συνέπειες.