
της Παναγιώτας Π. Λάμπρη,
πεζογράφου – ποιήτριας
Όταν το περασμένο καλοκαίρι δημοσίευσα στη σελίδα μου στο facebook το ανέκδοτο ποίημά μου, «Θνητών σπορά», εκτός από τα κριτικά λόγια φίλων μου, δέχθηκα και μηνύματα από ανθρώπους -οι περισσότεροι, πλην μίας κυρίας, δεν ήταν καν ηλεκτρονικοί φίλοι μου-, οι οποίοι θεώρησαν καλό να το σχολιάσουν. Ως εδώ, κανένα πρόβλημα. Το θέμα είναι πως τα σχόλιά τους δεν είχαν σχέση με το νόημα του ποιήματος, ενώ, κάποια, άγνωστη σε μένα, έγραψε εμφατικά «Μα, τι λόγια είναι αυτά που γράφει η ποιήτρια! Η ποίηση υπηρετεί την ομορφιά και όχι τέτοια, κ.λπ.» και μία άλλη πρόσθεσε πως το ποίημα έχει αποδέκτη! Τόσο καλά! Φυσικά η παρανόηση ήταν τόση, που το ποίημά μου, το οποίο είναι προφανές πως κεντράρει στην αδικία, στην αντίληψη ορισμένων μιλούσε για φθόνο και, μάλιστα, η αιτία συγγραφής του ήταν ο φθόνος, με την παράθεση αρχαίων και όχι μόνο γνωμικών περί φθόνου να είναι το περιεχόμενο κάποιων εκ των σχολίων.
Αφορμή, για να ξεκινήσω το άρθρο μου μ’ αυτή την προσωπική εμπειρία, είναι τα τελευταία πασίγνωστα γεγονότα στην Εθνική Πινακοθήκη, τα οποία ακολούθησε ένα άνευ προηγουμένου υβρεολόγιο στο διαδίκτυο και όχι μόνο, τόσο για πρόσωπα, πολιτικά ή μη, όσο και για καταστάσεις. Κι εκεί που όλοι σχεδόν μιλούν για ελευθερία έκφρασης, θεμελιώδη αρχή του δημοκρατικού πολιτεύματος, βλέπεις αρκετούς να υποκύπτουν στην ευκολία του αναθέματος και των προσβολών της προσωπικότητας ανθρώπων που ελάχιστα ή καθόλου γνωρίζουν.
Και φυσικά λησμονούν, ηθελημένα ή μη, πως δεν υπάρχει τέχνη χωρίς ελευθερία έκφρασης! Αν βέβαια ό,τι δημιουργείται απ’ αυτή την ελευθερία δεν το δεχόμαστε, δεν ταιριάζει στην αισθητική μας, δεν το καταλαβαίνουμε ή δεν προσπαθούμε να το καταλάβουμε, έχουμε κάθε δικαίωμα να το αμφισβητήσουμε, εκφράζοντας την άποψή μας, όχι όμως να το βανδαλίσουμε. Και το σημειώνω αυτό, διότι, εκτός από την αντίθεσή μου στους βανδαλισμούς κάθε είδους, στην πατρίδα μας έχουμε δει πολλές φορές να βανδαλίζονται αγάλματα, προτομές, κ.λπ. ακόμα και προσώπων, για τα οποία μόνο ευγνωμοσύνη οφείλουμε να νιώθουμε.
Πέραν τούτων, η τέχνη ως υποκειμενικό δημιούργημα δεν μπορεί να είναι μόνο ευχάριστη ούτε αποδεκτή απ’ όλους. Διότι, για να υφίσταται, απαιτεί πολύ μεγαλύτερη ελευθερία από κείνη της έκφρασης γνώμης από οποιονδήποτε. Αν αρχίσουμε να θέτουμε περιορισμούς στην καλλιτεχνική έκφραση, να είμαστε έτοιμοι να δεχθούμε όρια και σε βασικά ατομικά μας δικαιώματα, φοβούμενοι μη και κάποιοι διαφωνούν μ’ αυτά και δεχθούμε τις όποιες συνέπειες, αλλά θαρρώ ουδείς το επιθυμεί να συμβεί.
Γνωρίζω πως κάποιοι αναγνώστες του κειμένου θα πουν «μα, δεν σε ενόχλησαν αυτά τα έργα;». Μπορώ ν’ απαντήσω, μόνο που η απάντησή μου δεν είναι μονολεκτική. Και τούτο, διότι πρωτίστως θα ’θελα να τα δω επισταμένως, να κατανοήσω το βαθύτερο νόημά τους και να μη ρίξω στην πυρά τον δημιουργό τους, ακόμα κι αν μετά από την αναφερθείσα υποκειμενική διεργασία διαφωνήσω μαζί του ή τα έργα του δεν με εκφράζουν αισθητικά. Διότι έχω την αίσθηση πως ο καλλιτέχνης, κάθε καλλιτέχνης, εκφράζει συχνά κάτι βαθύτερο από κείνο που είναι ορατό, πολύ περισσότερο σε μια έκθεση με τίτλο «Η Σαγήνη του Αλλόκοτου», η οποία παρουσιάζεται παράλληλα με την έκθεση της Συλλογής Los Capichos του Ισπανού ζωγράφου, Φρανθίσκο Γκόγια (1746-1828).
Διατηρώ αυτή τη στάση, επειδή δεν ξεχνώ την πυρπόληση της βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας, την τύχη της έξοχης φιλοσόφου, μαθηματικού και αστρονόμου, Υπατίας, το κάψιμο βιβλίων και ανθρώπων από την Ιερά Εξέταση, το εκφρασμένο μίσος των ναζί για τη μοντέρνα τέχνη, την οποία χαρακτήριζαν «εκφυλισμένη», και άλλα πολλά που μου υπενθυμίζουν πως οι δημοκρατικές αντιλήψεις δεν επιδέχονται εκπτώσεις. Ακόμα, και λόγω των σπουδών μου, δίνω πάντα χρόνο στον εαυτό μου, διότι δεν επιθυμώ να κρίνω εν θερμώ, ειδικά ζητήματα τέχνης. Και ομολογώ πως σε μουσεία σύγχρονης τέχνης, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, αρκετές φορές κατάλαβα πως μερικά έργα της δεν είναι εύληπτα με την πρώτη ματιά, αλλά όλα εκφράζουν κάτι από την πολύπλοκη εποχή μας, της οποίας διάφορες πλευρές μάς ξενίζουν ή γιατί δεν τις κατανοούμε ή γιατί δεν τις έχουμε ενσωματώσει στις αντιλήψεις μας ή γιατί δεν θέλουμε ν’ απομακρυνθούμε από τη βεβαιότητα όσων είναι οικεία σε μας ή …
Τέλος, αυτή την εποχή, κατά την οποία συχνά η στρέβλωση των μηνυμάτων και οι ψευδείς ειδήσεις κινδυνεύουν για πολλούς λόγους να γίνουν μοίρα μας σε αρκετές εκφάνσεις του ιδιωτικού και του δημόσιου βίου, παραθέτω ως επίλογο το επίμαχο ποίημά μου:
Κανένα, μα κανένα αξίωμα
όσο σπουδαίο κι αν είναι,
καμία τιμητική διάκριση
όσο σημαντική κι αν θεωρείται,
καμία, μα καμία δόξα εφήμερη
δε δικαιώνουν την ύπαρξη ανθρώπου
που πράξεις έκαμε άδικες χωρίς αιδώ
και τις υπερασπίζεται σα να ’ναι δίκιες.
Η ΑΔΙΚΙΑ, των θνητών σκληρή σπορά,
που μάνα έχει την ακόρεστη αχορτασιά
και για τα τέκνα της όλα τα θέλει,
ως σημαία υψώνεται από κάποιους στη ζωή,
αλλά η Νέμεσις κάπου τους αναμένει.
Ναι, υπομονετικά, ακριβοδίκαια τους αναμένει!
Αμφιβολία περί τούτου ας μην έχουν!