
της Παναγιώτας Π. Λάμπρη,
πεζογράφου – ποιήτριας
Διανύουμε το 2025 κι ακόμα συζητάμε για αυτονόητα, όπως, για παράδειγμα, την αξιολόγηση των υπαλλήλων του δημοσίου, για την οποία είναι αναγκαίο θαρρετά να μιλάμε. Κάποιοι, βέβαια, εδώ και χρόνια έθεταν το θέμα αυτό, αλλά στερεοτυπικές αντιλήψεις το καθιστούσαν, παρά τις όποιες προτάσεις και συζητήσεις, ατελέσφορο.
Κι ενώ η αξιολόγηση είναι κάτι που από τη γέννησή μας υφιστάμεθα, με πρώτους κριτές τους γονείς μας, οι οποίοι μας αξιολογούν σε κάθε μας βήμα και, ακόμα και σε μικρά ολισθήματά μας, μας επαναφέρουν στην τάξη διδάσκοντάς μας παράλληλα τους κανόνες της ζωής, όταν μεγαλώνουμε, πολλοί διαμορφώνουμε μια άρνηση απέναντι σε όποιοναποπειράται να μας αξιολογήσει, με κορυφαίο τομέα τον εργασιακό. Κάποιοι, μάλιστα, ειδικά κατηγορίες συνδικαλιστών, εδραίωσαν επαγγελματική σταδιοδρομία, κάνοντας σημαία το σύνθημα, «όχι στην αξιολόγηση»!
Στις μέρες μας, βέβαια, αυτό έχει αλλάξει κάπως -στον ιδιωτικό τομέα ισχύει απαρέγκλιτα-, αλλά στον δημόσιο -ναι, σ’ αυτόν που υπερθεματίζεται το ζήτημα της ισοτιμίας των δικαιωμάτων των εργαζομένων- η αμφισβήτηση υπάρχει ακόμα, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, ασχέτως της οφθαλμοφανούς αναγκαιότητάς της.
Φυσικά, όλοι γνωρίζουμε τις παθογένειες του δημοσίου, αφού τις έχουμε υποστεί, παρότι τα τελευταία χρόνια, που πολλές επαφές με τους υπαλλήλους έχουν εξαλειφθεί λόγω της ψηφιοποίησης πλήθους παρεχόμενων από το κράτος υπηρεσιών, αυτές δεν έχουν απαλειφθεί στο σύνολό τους στις περιπτώσεις που είναι αναγκαία η επαφή με υπαλλήλους ή που δεν γίνεται να περαιωθεί κάτι χωρίς τη δυναμική παρουσία του έμψυχου δυναμικού, όπως, για παράδειγμα, στην εκπαίδευση.
Ειδικά στην εκπαίδευση, παρόλοπου οι εκπαιδευτικοί ασκούν, εκτός από διδακτικό, παιδαγωγικό και αξιολογικό έργο,είναι απορίας άξιο που οι συνδικαλιστικές ηγεσίες τους τάσσονταν για χρόνια συλλήβδην κατά της αξιολόγησης και όποιος υπουργός, διαχρονικά, τολμούσε να κάνει κάτι σχετικό ή να ζητήσει τη γνώμη των εκπαιδευτικών με κάποιο ερωτηματολόγιο για το πώς είναι καλό αυτή να γίνει, τον υπουργό τον ανακήρυσσαν εχθρό τους και το ερωτηματολόγιο πήγαινε κυριολεκτικά, χωρίς καμία συνέπεια, στον κάλαθο των αχρήστων κι αλίμονο σε κείνους που είχαν διαφορετική άποψη κι ήθελαν να το συμπληρώσουν.
Δεν τα γράφω αυτά, επειδή έχει εκπνεύσει ο εργασιακός μου βίος στην εκπαίδευση. Πάντα υπερασπιζόμουν την αξιολόγηση και, όχι σπάνια, είχα δεχθεί λεκτικές επιθέσεις συνδικαλιστών και συναδέλφων, με τους οποίους εργαζόμουν στο ίδιο σχολείο. Και δεν χρειάζεται εδώ να υπερασπιστώ την αξιολόγηση, πράγμα αυτονόητο στις προοδευμένες κοινωνίες. Σημειώνω όμως πως, αν υπήρχε αξιολόγηση, πολλά από τα δεινά των πολιτών στην επαφή τους με τη διοίκηση δεν θα υφίσταντο και πλείστα όσα πράγματα στη χώρα μας θα είχαν εξελιχθεί καλύτερα, αφού μερίδα εργαζομένων δεν θα ταλαιπωρούσε τους πολίτες, στέλνοντάς τους από τον Άννα στον Καϊάφα, για να λύσουν το όποιο πρόβλημά τους, ούτε θα σήκωναν το βάρος των κηφήνων οι ευσυνείδητοι και εργατικοί υπάλληλοι, οι οποίοι δέχονταν, συχνά, τη μήνη των υπολοίπων, γιατί χαλούσαν την πιάτσα. Και το ακόμα χειρότερο με την απουσία της αξιολόγησης είναι που η καραβάνα κάποιων γέμιζε βρέξει χιονίσει, κάνοντας ελάχιστα ή τίποτα απ’ όσα ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν -όλοι το γνωρίζουμε-, ενώ όσοι τραβούσαν το κουπί υπήρχαν περιπτώσεις που ούτε τα «συγχαρητήρια» ή έστω το «ευχαριστώ» του προϊσταμένου τους δεν άκουγαν!
Και τώρα, γι’ άλλη μια φορά συζητάμε για τη σημασία και την αναγκαιότητα της αξιολόγησης, για την ύπαρξη της οποίας, για σκεφτείτε, απαιτείται συνταγματική αναθεώρηση! Να, λοιπόν, που ήρθε ο καιρός για τα μεγάλα «ναι» και τα μεγάλα «όχι» γι’ αυτό το θέμα!Ως πολίτες ας αναμένουμε τις απόψεις και κυρίως τις αποφάσεις των πολιτικών δυνάμεων που μας εκπροσωπούν στο Κοινοβούλιο! Θ’ αποφασίσουν πως οι πολίτες είναι ισότιμοι ή θ’ αρχίσουν τα δικολαβικά κομματικά, «ναι μεν, αλλά», παρακωλύοντας ουσιαστικές αλλαγές για την πρόοδο της χώρας μας! Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα! Για όλους!