Μεταναστευτικό/Προσφυγικό: μια ανασκόπηση και μια πρόταση
Γράφει ο Ν. Μπιλανάκης
Λαός ταξιδιάρικος και περιπετειώδης οι Έλληνες, από αρχαιοτάτων χρόνων, συμμετείχαν στο μεταναστευτικό ταξίδι ως απόδημοι, ιδρύοντας αποικίες στην ξένη γη π.χ. η Αμβρακία (Άρτα) αλλά και οι Συρακούσες στην Ιταλία δημιουργήθηκαν από Κορινθίους. Αλλά και αργότερα, το Βυζάντιο π.χ. ήταν μια πολυεθνική ελληνόφωνη αυτοκρατορία όπου ο ελληνισμός μεγαλούργησε όχι μόνο εντός των ελλαδικών συνόρων αλλά και στη διασπορα. Σε πιό κοντινές σε εμάς εποχές, μπορούμε να σημειώσουμε δύο κυρίαρχα μεταναστευτικά ρεύματα: την υπερωεκάνεια μετανάστευση προς Αμερική και Αυστραλία στις αρχές του 20ου αιώνα και την μεταπολεμική μετανάστευση προς τις φάμπρικες της Γερμανίας και τα ανθρακορυχεία του Βελγίου. Αργότερα, την δεκαετία του 1970, αυτοί οι μετανάστες απασχόλησαν πάλι την ελληνική κοινωνία με την μαζική παλιννόστηση τους αυτή τη φορά.
Ως χώρα υποδοχής οι Έλληνες συνάντησαν για πρώτη φορά μαζικό μεταναστευτικό κύμα το 1990, όταν κληθήκαν -χωρίς να το θελήσουν ή να έχουν προετοιμαστεί- να ζήσουν δίπλα με περίπου ένα εκατομμύριο “άλλους” από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. “Άλλοι” που πάλι δεν ήταν εντελώς ξένοι μιας και μεγάλο τμήμα από αυτούς θεωρούσαν τους εαυτούς τους Έλληνες της διασποράς (από την Β. Ήπειρο, τον Πόντο κλπ). Τότε, παρόλες τις επιμέρους εντάσεις που δημιουργηθήκαν, και για πρώτη φορά κλόνησαν το περιώνυμο μέχρι τότε αξίωμα της “ελληνικής φιλοξενίας”, το μεταναστευτικό πρόβλημα του 1990 αντιμετωπίστηκε επιτυχώς, επιτυγχάνοντας τελικά την κοινωνική ενσωμάτωση των “άλλων”.
Οι υπόλοιποι ευρωπαικοί λαοιί δεν είχαν την ίδια με εμάς πορεία. Όταν δημιουργείται η έννοια της Ευρώπης, από την οποία απουσιάζει η Ελλάδα αρχικά λόγω του ορθόδοξου χαρακτήρα της και κατόπιν λόγω της οθωμανικής της κατάκτησης, οι ευρωπαικοί λαοί κατά σειρά (Ισπανοί, Ολλανδοί, Αγγλοι, κλπ) εμπλέκονται με την μετανάστευση αρχικά ως αποικιοκρατικές δυνάμεις και αργότερα ως χώρες υποδοχής μεταναστών είτε προερχόμενων από τις πρώην αποικίες τους, είτε προερχομένων από τον φτωχό ευρωπαικό νότο. Ζητήματα ετερότητας και αντιπαράθεσης τους με τον “ξένο”, τον “άλλον” αντιμετωπίστηκαν και εκεί αλλά πολύ νωρίτερα και με διαφορετικό τρόπο. Και εκεί η αντιξενική στάση των γηγενών οδήγησε στην υιοθέτηση ως κεντρικού κοινωνικού αίτηματος την επιστροφή των μεταναστών στις χώρες καταγωγής τους, βασιζόμενοι αρχικά σε ρατσιστικά, γενετικά, “φυλετικά”, επιχειρήματα τα οποία αργότερα -μεταπολεμικά- εξελιχθήκαν και αντικατασταθήκαν από τα επιχειρήματα της διαφορετικής, ασύμβατης πολιτισμικής ταυτότητας.
Στις δυτικοευρωπαικές χώρες η γέννεση αυτού του νεο-ρατσισμού οφειλόταν σε σημαντικό βαθμό στο γεγονός ότι ό “παλαιός” ρατσισμός είχε ήδη νικηθεί (γιατί είχε συνδεθεί με τον ηττημένο ναζισμό), γιατί η αποικιοκρατία επίσης είχε καταρεύσει όπως επίσης είχε καταριφθεί και ο «επιστημονικός» φυλετικός λόγος. Η εννοιολογική διαδρομή της λέξης “ρατσισμός” στις χώρες της Εσπερίας συνοδεύτηκε βέβαια και από έναν οξύ πολιτικό και κοινωνικό διάλογο που εν τέλει θωράκισε επιπλέον τις κοινωνίες στην αντιμετώπιση του ξένου.
Στην Ελλάδα, μην έχοντας ως χώρα υποδοχής καμία εμπειρία μετανάστευσης, δεν είχαμε εξοικειωθεί με την παραπάνω νοηματοδότηση των λέξεων και των στάσεων που απηχούν όπως επίσης δεν είχαμε επιτύχει την ωρίμανση της κοινωνίας που αυτές οι έννοιες αντανακλούν. Αντίθετα, το ελληνικό κοινό καλυμμένο πίσω από την ιδεοληψία της «ανοικτής και φιλόξενης» κοινωνίας εξέφραζε απερίφραστα τις παλαιο- ή νεο-ρατσιστικές του απόψεις για τους μετανάστες και τις μειονότητες, θεωρώντας ότι πράττει «εκ του ασφαλούς», εφόσον ως Έλληνες είναι εξ αρχής υπεράνω πάσης υποψίας ρατσιστικής συμπεριφοράς.
Μέχρι που το 2015 συνέβη το αναπάντεχο. Οι μεταναστευτικές/προσφυγικές ροές που είχαν στόχο την Ευρώπη -μέσα στην οποία από τριαντακονταετίας συνυπήρχε και η Ελλάδα, αν και στην περιφέρεια της- ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο. Άνθρωποι από το Αφγανιστάν και την Συρία, από τις υποσαχάριες περιοχές και από τις χώρες της Δυτικής Αφρικής, άνθρωποι από εμπόλεμες περιοχές και από χώρες ευρισκόμενες σε ανθρωπιστική κρίση, μετακινήθηκαν μαζικά προς την Ευρώπη, την σύγχρονη Γη της Επαγγελίας, ελπίζοντας ότι εκεί θα γίνουν δεκτοί και θα επιβιώσουν, ξεφεύγοντας από τις συμφορές που τους βρήκαν στους τόπους τους. Μετακινήθηκαν εκείνη τη χρονιά 1,1 εκατομμύριο ανθρώποι προς την Ευρώπη για τον ίδιο λόγο που πάντα μετακινούνταν οι ανθρώποι – από τους πρώτους Homo Sapiens που αφήσαν πίσω τους την Mama Africa για να βρεθούν στις άλλες ηπείρους ως τους σύγχρονους χρόνους; για να επιβιώσουν από πολέμους και οικονομικές συμφορές που εν πολλοίς πυροδοτήθηκαν από τις Δυτικές χώρες (π.χ. Αφγανιστάν, Ιράκ, Λιβύη, Νιγηρία). Μετακινήθηκαν – ενδυναμωμένοι από την ραγδαία ανάπτυξη των τεχνολογιών της πληροφορίας και την δυνατότητα ευκολότερης μετακίνησης τους – με σκοπό να φτάσουν στις βορειότερες χώρες της Ευρώπης και για τον λόγο αυτό έπρεπε να περάσουν από την Ελλάδα.
Το 2015, το τότε ελληνικό κράτος προσπάθησε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα αφήνοντας αρχικά ορθάνοιχτες τις πύλες εισόδου ενώ συνάμα επέτρεψε να δημιουργηθούν αφανείς “έξοδοι”, δικαιολογώντας την συντελούμενη εξαφάνιση των μεταναστών/προσφύγων μέσω του γνωστού “οι πρόσφυγες λιάζονται”. Πίστευαν οι τότε διοικούντες ότι με τον τρόπο αυτό θα κατάφερναν να διοχετεύσουν κρυφά τους μετανάστες στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, λες και αυτές δεν θα αντιδρούσαν. Οι Ευρωπαικές χώρες όμως αντίδρασαν, φτιάχνοντας πραγματικούς φράχτες στα σύνορα τους (το παράδειγμα των χωρών του Βίζενγκραντ) ή νομικούς φράχτες (Δουβλίνο ΙΙ, ΙΙΙ) τέτοιους, που είχαν σαν αποτέλεσμα οι μετανάστες/πρόσφυγες να εγκλωβιστούν στην Ελλάδα, όπως και στις άλλες χώρες εισόδου (Ιταλία, Ισπανία). Κάτω από την πίεση που δεχόταν, το ελληνικό κράτος σε μια δεύτερη φάση προσπάθησε να ανακόψει τις «εισόδους», όχι δια της ανασχέσεως αλλά δια της αποθαρρύνσεως, μετατρέποντας την Λέσβο, τη Σάμο και τα άλλα νησιά σε hot spots εγκλωβισμού και κολαστήρια γηγενών και αλλογενών, έτσι ώστε να στέλνουν το μήνυμα «αν μπείτε στην Ελλάδα δεν φεύγετε μεν, παγιδεύεστε δε και μάλιστα σε συνθήκες Μόριας”.
Η προηγούμενη κυβέρνηση, βέβαια, δίπλα στα δραματικά λάθη που έκανε στο μεταναστευτικό/προσφυγικό, έκανε και σημαντικά θετικά βήματα για την ένταξη των παιδιών στα ελληνικά σχολεία όπως και για την υγειονομική κάλυψη όλων αυτών των ανθρώπων. Αν και η θητεία της τωρινής κυβέρνησης είναι ελάχιστη η υπαγωγή εκ μέρους της τής Μεταναστευτικής Πολιτικής στο υπουργείο Δημόσιας Τάξης μπορεί να θεωρηθεί βαθιά αναχρονιστική και «κλειστόμυαλη» αφού η μεταναστευτική πολιτική σε κανένα σοβαρό κράτος και με καμία στοιχειώδη λογική δεν αποτελεί κυρίως θέμα ασφάλειας.
Το μεταναστευτικό/προσφυγικό ζήτημα των ημερών μας δεν έχει καμία σχέση με το μεταναστευτικό πρόβλημα του 1990. Και αυτό όχι μόνο γιατί η Ελλάδα έπαψε να είναι η χώρα της ανάπτυξης και της ευημερίας του 1990 αλλά και γιατί οι μεταναστευτικοί πληθυσμοί, αν και εντυπωσιακά μικρότεροι τώρα (οι νέες αφίξεις το 2017 έφτασαν τους 30χιλ. και τους 35 χιλ. το 2018, προστιθέμενοι όμως σε ένα αγνώστου πληθυσμού ακινητοποιημένο σώμα μεταναστών/προσφύγων που βρίσκεται ακόμα στην Ελλάδα) είναι διαφορετικοί, δυσκολότερα ενσωματώσιμοι, ενώ ακουσίως εντάσσονται στο γεωπολιτικό παιχνίδι της Μέσης Ανατολής. Την ίδια στιγμή η μετανάστευση πολυάριθμων νέων Ελλήνων στο εξωτερικό (brain drain) και το δημογραφικό που οξύνεται με τα χρόνια συνθέτουν μια νέα πραγματικότητα που ελαχιστοποιεί τις δυνατότητες αντίδρασης της ελληνικής κοινωνίας.
Όλα αυτά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του μεταναστευτικού/προσφυγικού ζητήματος που αντιμετωπίζει τα τελευταία χρόνια η πατρίδα μας επιβάλλουν την αλλαγή της κρατικής αντιμετώπισης του προβλήματος ως προς τα εξής:
-να παρθούν πρωτοβουλίες σε ευρωπαικό και διεθνές επίπεδο για την αντιμετώπιση των σύνθετων και διεθνών πλευρών του γεωπολιτικού χαρακτήρα του προβλήματος,
-να βελτιωθούν οι αβελτηρίες και οι ελλείψεις του ελληνικού διοικητικού μηχανισμού που ασχολείται με το πρόβλημα,
-να υιοθετηθούν εθνικές πολιτικές πρωτοβουλίες που να έχουν στόχο να ενδυναμώσουν την ικανότητα της κοινωνίας να συνυπάρξει με έναν αριθμό μεταναστών/προσφύγων. Η πληρέστερη πληροφόρηση της κοινωνίας για το μεταναστευτικό/προσφυγικό, η ορθότερη διαχείριση του θέματος από τα ΜΜΕ, η ανάπτυξη της οικονομίας και η μεγένθυση των θέσεων εργασίας, η τήρηση της τάξης και η διαφύλαξη του αγαθού της ασφάλειας για όλους, αποτελούν παράγοντες που θα λειτουργήσουν θετικά στην ανάπτυξη της ικανότητας συνύπαρξης με έναν αριθμό μεταναστών/προσφύγων.
-να υιοθετηθεί ένα σχέδιο ένταξης και ενδυνάμωσης ενός αριθμού από τους πρόσφυγες/μετανάστες αυτούς στην ελληνική κοινωνία συνολικά αλλά και στις τοπικές κοινωνίες ειδικότερα, για να γίνουν το συντομότερο δυνατόν παραγωγικά μέλη της κοινωνίας και της οικονομίας. Να αρχίσουν άμεσα να υλοποιούνται οι τρεις άξονες της ένταξης (εκμάθηση της γλώσσας και διαπολιτισμική εκπαίδευση, συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό και ένταξη στο εθνικό σύστημα παιδείας και υγείας) που μπορούν να ενδυναμώσουν αυτούς τους ανθρώπους και να τους κάνουν αυτόνομα και παραγωγικά μέλη της εθνικής οικονομίας και κοινωνίας.
Πρέπει να μιλήσουμε επιτέλους ειλικρινά! Να αναγνωρίσουμε ότι οι άνθρωποι θα συνεχίσουν να μεταναστεύουν αναζητώντας μια καλύτερη ζωή και πως κάποιοι από αυτούς θα μένουν στην Ελλάδα. Να αναγνωρίσουμε επίσης ότι αυτό μπορεί να είναι κάτι ιδιαίτερα θετικό για την κοινωνία και την οικονομία, όπως ήταν και για την Ευρώπη που η McKinsey Global (2018) υπολόγισε πως το πρόσφατο προσφυγικό κύμα του 2015 μπορεί να αποφέρει στο ευρωπαϊκό ετήσιο ΑΕΠ έως και 80 δισ. έως το 2025.