
Της Αναστασίας Καρρά
Λίγα λόγια για την εργασία
Αφορμή για την παρούσα εργασία αποτέλεσε μια πρόσφατη ανάρτηση του βουλευτή Άρτας, κ. Γ. Στύλιου, με την οποία απηύθυνε ερώτημα προς τους Υπουργούς Υποδομών, Εσωτερικών και Οικονομικών, ζητώντας την άμεση αναβάθμιση των οδικών συνδέσεων Άρτας – Καρδίτσας και Άρτας – Τρικάλων.
Πίσω όμως από τα έγγραφα, τις ερωτήσεις και τις αρμοδιότητες, αναδύεται ένας δρόμος ξεχασμένος, που κάποτε ένωνε όχι απλώς τόπους, αλλά κόσμους. Η οδική σύνδεση Άρτας – Καρδίτσας/Τρικάλων δεν είναι απλώς ένας κρίκος στο συγκοινωνιακό δίκτυο· είναι μια αρτηρία ζωής που διατρέχει τη Δυτική Ελλάδα, την Ήπειρο και τη Δυτική Θεσσαλία — περιοχές με μακραίωνη ιστορία, αλλά και σύγχρονα προβλήματα: απομόνωση, ερήμωση, οικονομική στασιμότητα.
Πάνω σε αυτό το μονοπάτι, που σήμερα δυσκολεύει και αποθαρρύνει τον ταξιδιώτη, κάποτε πέρασαν κτηνοτρόφοι κι αγωγιάτες, ήρωες και αγωνιστές, βασιλιάδες και βασίλισσες, καλόγεροι και οπλαρχηγοί, στρατιώτες δικοί μας και ξένοι (Ρωμαίοι, Βυζαντινοί, Τούρκοι, Σλάβοι, Γερμανοί, Έλληνες αντάρτες), εφήμεροι κατακτητές και υπερασπιστές και πόσοι δεν πέρασαν…. Τα πέτρινα γεφύρια ακόμη στέκουν αγέρωχα, φρουροί της μνήμης. Τα μοναστήρια φωτίζουν με τη σιωπή τους την παράδοση. Οι στράτες περιμένουν να ξαναπατηθούν, να ξαναζωντανέψουν. Μα για να επιστρέψουν οι άνθρωποι, χρειάζεται πρώτα να τους δοθεί ο δρόμος. Ο δρόμος που δεν είναι απλώς άσφαλτος και σημάδια, αλλά υπόσχεση επιστροφής και ελπίδας.
Αναστασία Γ. Καρρά
Στο εξώφυλλο «Αναπαράσταση Ρωμαϊκών λεγεώνων που οδεύουν στη μάχη». (Εικόνα διαδικτύου)
Μνήμες δρόμων αρχαίων…..
Από τα βάθη του χρόνου, τότε που οι Αθαμάνες – το ηπειρωτικό φύλο που κατοικούσε τα δύσβατα βουνά ανάμεσα στον Άραχθο και τον Αχελώο, με τα Τζουμέρκα να υψώνονται σαν πέτρινα τείχη,πριν ακόμη από την εποχή του Τρωικού πολέμου (1200 π.Χ.) – χάραζαν τις διαδρομές τους προς τον θεσσαλικό κάμπο, γεννήθηκε ο δρόμος. Ένα μονοπάτι που δεν φτιάχτηκε σε μια μέρα, αλλά σμιλεύτηκε από τις ανάγκες των ανθρώπων, από τις μετακινήσεις των κοπαδιών, από το αποτύπωμα του χρόνου πάνω στη γη. Ήταν η δίοδος που ένωνε δύο αρχέγονους ελληνικούς κόσμους — την Ήπειρο με τη Θεσσαλία — και που αιώνες αργότερα θα έπαιρνε τη μορφή δρόμου, συνδέοντας την Άρτα με την Καρδίτσα και τα Τρίκαλα.
Οι Αθαμάνες, όπως και τα γειτονικά τους φύλα, ζούσαν νομαδικά· ακολουθούσαν τον ρυθμό της φύσης. Με τα πρωτοβρόχια κατηφόριζαν στα χαμηλά, στον θεσσαλικό κάμπο, κι όταν οι πρώτες ανθισμένες πνοές της άνοιξης ξυπνούσαν τη γη, ανέβαιναν πάλι στα γνώριμα βουνά. Ο τόπος τους —η Αθαμανία— δεν ήταν απλώς μια πατρίδα· ήταν ένα κρίσιμο πέρασμα, ένας στρατηγικός κόμβος του τότε κόσμου. Από εκεί ελέγχονταν μετακινήσεις, διακίνηση αγαθών, επιρροές πολιτισμών. Δεν είναι τυχαίο πως η πλέον προτιμώμενη διαδρομή ήταν εκείνη που περνούσε από την Πόρτα Παναγιά, καθώς η εναλλακτική διαδρομή «εκ του χωρίου Μουσάκη» χαρακτηριζόταν ήδη από τις πηγές ως «απότομος και τραχεία».
«Με προορισμό πολλές φορές το αρχαίο Μαντείο της Δωδώνης και των άλλων Ηπειρωτικών πόλεων – πολισμάτων της περιοχής της Πίνδου, η αρχαία αυτή οδική αρτηρία είχε κατασκευασθεί με χαρακτήρα ημιονικό, όχι μόνο για τη μεταφορά αγοράς, αλλά και ανταλλαγής βιοτικών αγαθών (σίτου, κεραμικής, πολεμικών ειδών, γεωργικών εργαλείων) από τα διάφορα Θεσσαλικά εργαστήρια χαλκού, σιδήρου ή υφαντικής τέχνης», (Μακρυγιάννης, 2021).ΟΑλέξανδρος Πάλλης (1858) στην μελέτη του για την αρχαία χωρογραφία και ιστορία της Ηπείρου γράφει πως «….εκ πολλών εξάγεται ότι μεταξύ Ηπείρου και Θεσσαλίας συχναίπαλίρροιαι των λαών συνέβαινον», ο δεΕύαγγελίδης (1947) επισημαίνειότι «……από τα ευρήματα της Δωδώνης όμως μαθαίνομε ότι Ηπειρώτες πήγαινανσυχνά στη Θεσσαλία και Θεσσαλοί στην Ήπειρο…..».
Οι πρώτες αναφορές για τον εν λόγω δρόμο —πέρα από τις ιστορικές μνήμες και τις τοπικές αφηγήσεις— εμφανίζονται στον Τύπο το 1881, μόλις μετά την απελευθέρωση της Άρτας και της Θεσσαλίας. Η εφημερίδα «Παλιγγενεσία», στο φύλλο της 9ης Σεπτεμβρίου, μιλά για τον αρχαίο δρόμο που ένωνε την Θεσσαλία με την Αμβρακία μέσω Γόμφων, Αργιθέας, Κάστρου Χαϊντούτη, Δρασκού και Κουτσοκαμάρας. Πάνω σε αυτό το μονοπάτι, που διατηρούσε ζωντανή τη μνήμη αιώνων, πέρασαν βασιλιάδες των Αθαμάνων, Ρωμαίοι αυτοκράτορες, στρατιωτικές λεγεώνες, δεσπότες του Βυζαντίου, επαναστάτες κι αντάρτες, κλέφτες κι αρματολοί. Το διέσχισαν τα καραβάνια των κτηνοτρόφων και των μαστόρων, οι αγωγιάτες και οι έμποροι της Άρτας, μα κι απλοί ταξιδιώτες που κυνηγούσαν μια καλύτερη τύχη.
«Διά του στενού τούτου της Πόρτας άγει η συντομωτέρα οδός εκ Θεσσαλίας εις Αμβρακίαν. Διά του στενού τούτου κατήλθεν εις Θεσσαλίαν ο σύμμαχος του Ρωμαίου υπάτου ΦιλαμινίουΑμύνανδρος βασιλεύς των Αθαμάνων, δι’ αυτού προσεπάθησε να διαβή Φίλιππος ο Γ΄ κατά των επαναστάντωνΑθαμάνων, δι’ αυτού εξ Αμβρακίας κατήλθεν εις Θεσσαλίαν ο Ρωμαίος ύπατος Μάρκος Φίλιππος. Δι’ αυτού διήρχοντο οι Αιτωλοκαρνάνες κατά τους προς τους Δεσπότας της Θεσσαλίας πολέμους των και οι της Ηπείρου Δεσπόται κατά των εν Θεσσαλία εχθρών των. Επ’ αυτού τελεσφόρωςωχυρώθησανπολλάκις οι αρματωλοί και αυτό κατέλαβον πάντοτε οι επαναστάται της Θεσσαλίας. Σώζονται δ’ έτι εν τω στενώ τούτω τα λείψανα των αρχαιοτέρων και των της Βυζαντινής εποχής οχυρωμάτων…….Εκ δε του χωρίου Μουσάκηάγει και ετέρα ατραπός, απότομος και τραχεία, εκ Θεσσαλίας εις Αθαμανίαν καιΉπειρον….» (Παλιγγενεσία, 1881).
Ήταν δρόμος ζωντανός, πολύβουος, ένας παλμός που ένωνε τα ηπειρωτικά παράλια με τις ακμάζουσες θεσσαλικές πολιτείες. Κι οι σταθμοί του πολλά υποσχόμενοι: Ηράκλεια, Τετραφυλία, Γραία, Αργιθέα, Αλόπη, Αθήναιον, Εθοττία, Άκανθος….. Μαρτυρίες τόπων που σήμερα αναζητούν ξανά το βήμα του επισκέπτη, το άγγιγμα της μνήμης, την επιστροφή της ζωής.
“Ο δρόμος των Αγγέλων”
Στην καρδιά της Θεσσαλίας, εκεί όπου τα μοναστήρια στέκονται σαν φλόγες άσβεστες στο χρόνο, υπάρχει ένα ιερό που συνδέεται με μια μοναδική, σχεδόν απόκοσμη πορεία: τον επονομαζόμενο “δρόμο των Αγγέλων”. «…..Επί του χωρίου Πόρτα Παναγιά υπάρχει αξιοθέατος τρισυπόστατος Βυζαντινή εκκλησία κτισθείσα υπό του αυτοκράτορος Ανδρονίκου κατά τον ιδ΄ αιώνα»….» (Παλιγγενεσία, 1881).Πρόκειται για το μοναστήρι της Πόρτας Παναγιάς, που, κατά την παράδοση, αποτέλεσε ενδιάμεσο σταθμό στην ιερή διαδρομή των λίθων από την επίγεια κατοικία της Παναγίας στη Ναζαρέτ, οι οποίοι – με θαυμαστό τρόπο, «δια μέσου λειτουργήματος των Αγγέλων» – μεταφέρθηκαν στην Ιταλία.
Οι λίθοι αυτοί, τρεις πλίνθινοι τοίχοι της Αγίας Οικίας της Θεοτόκου, ταξίδεψαν από την Αγία Γη και κατέληξαν, στις 10 Δεκεμβρίου 1294, στο Λορέτο της Ιταλίας, όπου και χτίστηκε επάνω τους ο περίφημος ναός της SantaCasa – ένα από τα σημαντικότερα Θεομητορικά προσκυνήματα της Ρωμαιοκαθολικής παράδοσης. Σύμφωνα με την ίδια παράδοση, ολόκληρη η διαδρομή αυτής της μυστηριώδους μεταφοράς —που ξεκίνησε από την Παλαιστίνη και έφτασε μέχρι τις ιταλικές ακτές— άφησε ιερά σημάδια στο διάβα της.
Και κάπου ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, ανάμεσα στο Θείο και το ανθρώπινο, ο δρόμος που ένωνε την Άρτα —πρωτεύουσα του Δεσποτάτου της Ηπείρου— με το μοναστήρι της Πόρτας Παναγιάς θεωρήθηκε μέρος αυτής της ιερής πορείας. Όχι απλώς ένα πέρασμα, αλλά ένα κομμάτι της ίδιας της Θεοτόκου, που ταξίδευε για να βρει τη νέα της πατρίδα. Ο «δρόμος των Αγγέλων» δεν ήταν πια μόνο θρύλος· έγινε προσκύνημα, ανάμνηση, δεσμός αιώνιος ανάμεσα σε ουρανό και γη.
Πίνακας του 1507 μ.Χ. με τίτλο “GiovanniMariadaTreviso/ AlessandrodaPadova, Μεταφορά του Ιερού Οίκου στο Loreto – GiovanniMariadaTreviso/ AlessandrodaPadova, TrasportodellasantacasaaLoreto” που βρέθηκε στην Ιταλία και παρουσιάζει με λεπτομέρεια το πέρασμα του Ιερού Οίκου από την πόλη της Άρτας. Απεικονίζονται το καμπαναριό (ρολόι) της Άρτας, ο ποταμός από τις πηγές του και η χαρακτηριστική γέφυρα της πρωτεύουσας του Δεσποτάτου της Ηπείρου και της Θεσσαλίας του Άγγελου Κομνηνού Δούκα.(AccademiaAngelicoConstantiniana)
«…..Μετά το θάνατο του Σεβαστοκράτορα Ιωάννη Α’, στην περίοδο 1289-1294, τα ιερά κειμήλια ενδεχομένως πέρασαν στους γιούς του μαζί με τα αγαθά και τις κτηματικές ιδιοκτησίες του μοναστηριού της “Πόρτας Παναγιάς”, συμπεριλαμβανόμενης της ηγεμονίας της Θεσσαλίας και της Μεγάλης Βλαχίας. Τα παιδιά του (οι γιοί του), κληρονόμησαν τον ίδιο τίτλο του Σεβαστοκράτορα, μα σε σύντομο διάστημα, πολλά αγαθά και κτηματικές ιδιοκτησίες, κυρίως της περιοχής του Ασπροπόταμου, πέρασαν στο θείο τους, Νικηφόρο Α’ Άγγελο Κομνηνό. Μετά τον γάμο της κόρης του Θαμάρ στην οποία δόθηκαν σαν προίκα, ανάμεσα σε όλα τα άλλα και οι πέτρες της Αγίας Οικίας, ήταν μετά αυτός ή πρόσωπα κοντά σε εκείνον,που οργάνωσαν την μεταφορά των ιερών κειμηλίων, που σύμφωνα με ορισμένες πηγές είχαν σαν προορισμό την Ιλλυρία, ειδάλλως, σύμφωνα με άλλους έφθασαν στην Αδριατική θάλασσα, από το λιμάνι της Άρτας. Αυτή η δεύτερη υπόθεση είναι και η πιο αξιόπιστη, γιατί ο μοναδικός υπάρχων δρόμος σε εκείνη την περίοδο για την Άρτα και, ακολούθως, για την θάλασσα, δρόμος που συνέδεε την Θεσσαλία με την Ήπειρο, ήταν κυριολεκτικά ο δρόμος που αναχωρούσε από την Πύλη Πόρτας Παναγιάς …..”(Κουδούνας, 2014).
“Η δίοδος του Τσιουμέρκα”
Πολλοί ήταν οι Ηπειρώτες που το φθινόπωρο κατέβαζαν τα κοπάδια τους στο Θεσσαλικό κάμπο για να ξεχειμωνιάσουν. Κτηνοτροφικά κατά το πλείστον φύλα οι πρώτοι κάτοικοι της Ηπείρου παρέμειναν κτηνοτρόφοι και γεωργοί σε όλη την αρχαία περίοδο. «Πλάνητες κτηνοτρόφοι δρασκέλιζαν με τα κοπάδια τους την Πίνδο κι από κει κατέβαιναν στην Ήπειρο» (Δάκαρης, 1954). Οι τσοπάνηδες δηλαδή ήταν οι πρώτοι που χρησιμοποίησαν τις διόδους της Πίνδου γιατί το επέβαλαν οι ανάγκες της ζωής και η ίδια η φύση. Μια ξεχωριστή περιγραφή τουτελευταίου περάσματος της Πίνδου προς τη Θεσσαλία κι αντίστροφα μας δίνει ο Μιχαήλ Χρυσοχόος (1909) στο βιβλίο του για τους Βλάχους, όπου και την ονομάζει σαν τη «δίοδο του Τσιουμέρκα». Γράφει χαρακτηριστικά : “…..Η τελευταία προς νότον δίοδος επί του Πίνδου, όστις ενταύθα Τσιουμέρκα καλείται, είναι η από Άρτας διά της γεφύρας του Κόρακα επί του Αχελώου και φέρει εις τα στενά της Πόρτας (Πόρτα Παναγιά) προς την Θεσσαλικήν πεδιάδα. Η δίοδος αυτή έχει ιστορικήν αξίαν. Δι’ αυτής ο Καίσαρ από της Νικοπόλεως εν ολίγωχρονικώδιαστήματικατήλθεν εις Θεσσαλίαν και απροσδοκήτως ενεφανίσθη προ των Φαρσάλων, όπου εστρατοπέδευεν ο Πομπήιος. Μάχη κρατερά συνήφθη, ήτιςαπέληξεν εις την καταστροφών του Πομπήιου και την φυγήν αυτού διά της Λαρίσης και των Τεμπών εις τας εκβολάς του Πηνειού (Τσιάγεσι) και διά παραμένοντος εκεί πλοίου εις Αίγυπτον κατά τας αρχάς Αυγούστου του 48 έτους π. Χ. Καθ’ άπασαν την γραμμήν ταύτην της Πίνδου προς νότον ευρίσκονται τοιούτοι συνοικισμοί σποράδην Κουτσοβλάχων…..”
Πιάτο με μάχη μεταξύ Καίσαρα & Πομπήιου (στα Φάρσαλα).Ίσως από τον ζωγράφο της σειράς Αννίβας, με μια μεγάλη σκηνή Ρωμαίων στρατιωτών στη μέση της μάχης να κρατούν δόρατα, σπαθιά και σημαίες, με μερικούς στρατιώτες από κάτω τους τραυματισμένους, το φόντο ζωγραφισμένο με περαιτέρω ομάδες στρατιωτών που κρατούν παρόμοια όπλα και σάλπιγγες, μπροστά από μια λίμνη ή ποτάμι και μια μακρινή πόλη, μέσα σε ένα χείλος ώχρας, με χαραγμένη με μπλε χρώμα στην πίσω όψη την επιγραφή «Del[le] [tr]ombealgransuonsestessioccidono», [υπό τον ήχο των σαλπίγγων αυτοκτονούν] 1543, OrazioFontana 1510-1571, Urbino
…..”…..(συνεχίζεται)