
Της Αναστασίας Καρρά
Στο εξώφυλλο «Αναπαράσταση Ρωμαϊκών λεγεώνων που οδεύουν στη μάχη». (Εικόνα διαδικτύου)
Μπροστά μου προς τα δυτικά βρισκόταν μια βαθιά και στενή κοιλάδα, μέσα στην οποία είχαν κιόλας χαθεί τα μικρά μας ίχνη, και πιο πέρα, όσο πιο μακριά μπορούσε να δει κανείς, απλώνονταν μια σειρά από χιονισμένα βουνά. Αλλά λίγο πιο νότια υψωνόταν ένα απέραντο φράγμα από βράχια, τεράστιο στη μάζα του, και το παρακολούθησα όπως θα παρακολουθούσε κάποιος έναν εχθρό άγνωστης δύναμης, γιατί ήξερα ότι βρισκόταν ανάμεσα σε εμάς και την Άρτα………..
Βυθιστήκαμε στον πάτο απ’ αυτό το ανήλιαγο φαράγγι, όπου συναντήσαμε το πρώτο από αυτά τα θλιβερά, διάσπαρτα χωριά που λιμοκτονούν στην κεντρική Πίνδο, τόσο φτωχά που δεν έχουν δει ποτέ γυαλί στη ζωή τους, και τρέφονται με αυτό τον κολλώδες καλαμποκάλευρο και όπου ακόμη και μισή δεκάρα κρασί βρίσκεται μόνο από σπάνια καλή τύχη.Το χωριό ανήκει σε έναν αδύνατο κύριο τον οποίο είχα δει στην Αθήνα να γελάει στην πλατεία με τουφέκι και μια ζώνη με φυσεκλίκια. Περάσαμε τα λιγοστά σπίτια χωρίς να σταματήσουμε, και το υπόλοιπο εκείνης της ημέρας αποτέλεσε απ’ την πλευρά μας, μια μακρά κατάκτηση πολλών δυσκολιών. Μερικές φορές το στενό μονοπάτι περνούσε από την άκρη βράχων, τόσο απότομων, που έπρεπε να τραβήξουμε τα χαλινάρια των αλόγων και να πιάσουμε γερά τις ουρές τους από φόβο μήπως κατρακυλήσουν στον χείμαρρο από κάτω. Συχνά έπρεπε να διασχίσουμε το χείμαρρο και κάθε φορά αυτό αποτελούσε και μια καινούργια αναστάτωση.
Σκίτσο νεαρού βοσκού που συνάντησε ο HenryWooddNevinson – Greekshepherdboy
(από το βιβλίο του)
Στη φωτογραφία του ΠαναγιώτηΒοκοτόπουλου από το 1966 το Κουτσοκάμαρο με το σχόλιο “Πηγαί ( Βρεντενί-
στας). Ο Αχελώος και η αχρηστευμένη γέφυρα Κουτσοκάμαρο, νοτίως της Μονής Σέλτσου – Ιούλιος 1966”
(Πηγή : Λεύκωμα ΗΠΕΙΡΟΣ, Θεσσαλονίκη, 2011)
Μια ακόμη φωτογραφία του Π. Βοκοτόπουλου από το Κουτσοκάμαρο, αυτή τη φορά από πιο κον-
τινή απόσταση, τον Ιούλιο του 1966.
(Πηγή : Λεύκωμα ΗΠΕΙΡΟΣ, Θεσσαλονίκη, 2011)
Το απόγευμα φτάσαμε σε ένα κύριο ρέμα, που, νομίζω, ήταν το πάνω ρεύμα του Αχελώου, ή Ασπροπόταμου, όπως λέγεται τώρα. Αλλά δεν μπορώ να είμαι σίγουρος, γιατί ο χάρτης ήταν εντελώς άχρηστος και η περιοχή δεν είχε ερευνηθεί ποτέ σωστά. Όπως και να ‘χει, το νερό, άσπρο από τις πλημμύρες και το χιόνι, έρεε με ορμή πάνω από τα κρυμμένα βράχια του, και ούτε άνθρωπος, ούτε θηρίο θα μπορούσε εύκολα να το δαμάσει. Ευτυχώς, έτυχε μερικοί ξυλοκόποι να μεταφέρουν με κόπο μερικές εκατοντάδες κομμένα έλατα κάτω στο ρέμα. Οδηγώντας μισή ντουζίνα από τους κορμούς ενάντια στο ρεύμα, και σπρώχνοντάς τα προς τα πάνω με μακριά κοντάρια, σχηματίσαμε ένα είδος πλωτής γέφυρας ή σχεδίας, κατά μήκος της οποίας τα άλογα αναγκάστηκαν να συρθούν με μεγάλη δυσκολία και κίνδυνο. Όταν τελικά φτάσαμε στην απέναντι όχθη, διαπιστώσαμε ότι το μονοπάτι είχε εξαφανιστεί και για πολλή ώρα περιπλανηθήκαμε πάνω-κάτω στην απόκρημνη πλευρά του βουνού χωρίς σκοπό. Επιτέλους οι άντρες κάθισαν, κρατώντας ο καθένας το κεφάλι του εξαντλημένου αλόγου του στην αγκαλιά του. Φοβόμουν ότι θα κλάψουν, αλλά αποδείχτηκε ότι ήταν μια μορφή ανταρσίας. Ο Σπύρο ήταν τρομοκρατημένος για τη ζωή του, ο γέρος για το άλογό του, που το αγαπούσε σαν παιδί του. Και οι δύο δήλωσαν, με μία φωνή, ότι θα γυρίσουν πίσω. Ευτυχώς το ποτάμι ήταν πίσω μας, και αυτό τους έκανε να διστάζουν, ενώ είπα στον Μαύρο να τους ξεκαθαρίσει ότι ήμουν πολύ πρόθυμος να τους αφήσω να επιστρέψουν, αλλά, αν και με πόνο καρδιάς, δεν θα τους έδινα ούτε δεκάρα τσακιστή, και, από τη δική μου πλευρά, θα συνέχιζα μόνος. Αυτό το τελεσίγραφο τους οδήγησε σε μια μικρή διάσκεψη, κατά την οποία φόρεσα το σακίδιο μου και, με την πυξίδα στο χέρι, ξεκίνησα αόριστα προς την κατεύθυνση της Άρτας. Δεν είχα χαθεί από τα μάτια τους όταν ξαναβρήκα το μονοπάτι. Ήταν μια ανακούφιση, γιατί στην πραγματικότητα είχα φτάσει σε απόγνωση, και αν με είχαν αφήσει χωρίς φαγητό ή καταφύγιο στη μέση εκείνων των ακατοίκητων φαραγγιών της Πίνδου, είναι αρκετά βέβαιο ότι δεν θα είχα φτάσει ποτέ στην Άρτα. Αλλά ακούγοντας τις φωνές μου με ακολούθησαν, και συμφιλιωθήκαμε, ευτυχώς χωρίς δάκρυα.
Έτσι για αρκετές ώρες περπατούσαμε κοντά στην κορυφή του γκρεμού που κρέμονταν πάνω από το ποτάμι, και είχε περάσει το ηλιοβασίλεμα όταν επιτέλους φτάσαμε σε πιο ανοιχτό έδαφος, με χωράφια και κοιλάδες, όπου βρισκόταν ένα αξιοθρήνητο μικρό χωριό που λεγόταν Λιάσκοβο (εννοεί το Πετρωτό Καρδίτσας)…………Το άλλο πρωί κατεβήκαμε το βραχώδες μονοπάτι και περάσαμε πάνω από μια στενή γέφυρα, που με ένα υπέροχο άνοιγμα στέκεται περήφανα ψηλά πάνω από τον Αχελώο στο στόμιο ενός φαραγγιού, που ούτε να το φανταστεί δεν μπορεί κανείς. Δεν είμαι σίγουρος, αλλά αυτή πρέπει να ήταν η γέφυρα του Κοράκου που ο Υπολοχαγός Col. Baker κάποτε μέτρησε την τελειότητα της δομής της. Βρήκε το άνοιγμα 132 πόδια, το οδόστρωμα μόλις 6 πόδια πλάτος και 181 πόδια μήκος, και το ύψος 125 πόδια. Φαίνεται ότι είχε χτιστεί από μοναχούς και κατάλαβα αμέσως ότι, όπως ο αγγελιοφόρος σε κάποιο παλιό θεατρικό έργο, έφερνε τα κακά μαντάτα της μοίρας. Γιατί καθώς ανεβαίναμε στο απέναντι βουνό, είδα έναν άντρα να τρέχει προς το μέρος μας στο μονοπάτι μπροστά. Για Έλληνα, το μήνυμά του ήταν πολύ σύντομο: «Ήμουν στην Άρτα την Κυριακή», είπε. «Ο πόλεμος άρχισε το απόγευμα. Οι Τούρκοι προσπάθησαν να περάσουν το ποτάμι δένοντας Χριστιανές γυναίκες μπροστά τους, με την ελπίδα ότι οι Έλληνες δεν θα πυροβολούσαν. Όλοι σκοτώθηκαν. Οι κραυγές τους ήταν τρομακτικές. Η πόλη είναι ερειπωμένη. Το να συνεχίσεις σημαίνει θάνατος». Σε απλά αγγλικά του είπα πόσο μεγάλα ψέματα μας είπε, αλλά για το κύριο σημείο του λόγου του δεν μπορούσα πλέον να έχω αυταπάτες. Ο πόλεμος είχε αρχίσει χωρίς εμένα.
Εκείνη την ημέρα δεν υπήρξε άλλη συζήτηση εκτός από το ότι λίγο μετά το μεσημέρι οι άντρες δήλωσαν και πάλι ότι δεν θα προχωρούσαν άλλο εκτός και αν συναινούσα να κάνω το ταξίδι σε πέντε ημέρες. Αναγκάστηκα να ενεργήσω όπως πριν, και προχώρησα μόνος, παίρνοντας μόνο το σάκο μου και λέγοντας στον Μαύρο να επιστρέψει στην Αθήνα με τα υπόλοιπα λίγα πράγματά μας. Σύντομα διαπίστωσα ότι όλοι τους ακολουθούσαν πίσω μου αργά, και προς το παρόν μπορούσα να τους ακούσω να μουρμουρίζουν βλαστήμιες για την καταγωγή και τους προγόνους μου.
Αλλά εκείνη τη στιγμή η καταγωγή μου, μου ήταν παντελώς αδιάφορη, γιατί σε ένα απότομο ύψος στην άκρη πάνω από μια σχεδόν αόρατη κοιλάδα, άκουσα την έκρηξη των όπλων πολύ μακριά – τα δύο μεγάλα πολυβόλα της Άρτας, πρέπει να ήταν.Το υπόλοιπο εκείνης της ημέρας μένει στο μυαλό μου σαν ένα είδος εφιαλτικής συγκεχυμένης εικόνας από γκρεμούς και λασπώδες χιόνι, από φαράγγια σκοτεινά με μαύρα πουρνάρια, από τους λευκούς αφρούς του ποταμού και από την εικόνα μιας άλλης στενής γέφυρας που ένωνε γκρεμό με γκρεμό με την ψηλή καμάρα της.
Εκείνο το βράδυ το περάσαμε σε ένα στάβλο σε ένα χωριό γεμάτο υγρασία, που δικαίως ονομάζεται Καταβόθρα. Φτάσαμε επιτέλους στους πρόποδες του τεράστιου βραχώδους φράγματος που είχα δει από την κορυφή του Τυμπάνου, και το επόμενο πρωί αφήσαμε τη λεκάνη του Αχελώου, στο σημείο που το φράγμα από τα βράχια έστριβε προς τα νότια, και προχωρώντας προς τα δυτικά πάνω από τον απότομο γκρεμό της κοίτης του νερού μπήκαμε στη λεκάνη του Αράχτου που διέρχεται από την Άρτα.Ήταν μια περιοχή παρόμοια με αυτήν που είχαμε περάσει, αλλά τα φαράγγια έμοιαζαν να γίνονται ακόμα πιο ζοφερά, αν μη τι άλλο, και η διαδρομή πιο τρομερή ακόμη και για άγρια θηρία. Πότε, πότε, η βροχή έπεφτε καταρρακτώδης. Τα άλογα είχαν εξαντληθεί. Ο γέρος φαινόταν σαν να έκλαιγε ακόμα κι η καρδιά του για την κατάστασή τους. Τα πόδια του ήταν επίσης σε φρικτή κατάσταση, και μάταια τα έπλυνε με το μαντήλι της τσέπης του στα ρυάκια. Σαπούνισα ένα ζευγάρι κάλτσες και του τις έδωσα, αλλά και πάλι μόλις που σερνόμασταν στον σκοτεινό και πέτρινο δρόμο………
Μετά από αυτό, μίλι με μίλι σερνόμασταν κατά μήκος ενός αρκετά επίπεδου μονοπατιού πάνω από τις κορυφές λόφων καλυμμένων με θάμνους και δέντρα. Ήμασταν πολύ ψηλά, αλλά δεν μπορούσαμε να έχουμε θέα, ώσπου επιτέλους, αργά το απόγευμα, φτάσαμε σε μια απότομη άκρη του βουνού από το οποίο κάποιες γρήγορες εικόνες φαινόταν εδώ κι εκεί σε μια τεράστια απόσταση προς τα δυτικά, ή μπορεί να ήταν και αμυδρές εικασίες μέσα από σύννεφα βαριάς ομίχλης κάτω από έναν θολό ήλιο, σε μωβ χρώμα, όπως σε μια στοιχειωμένη νεραϊδίσια γη.
Άγνωστες βουνοκορφές στέκονταν σαν νησιά πάνω από τα σύννεφα. Και υπήρχε και μια πεδιάδα και μια εκβολή που τη χώριζε, και εδώ κι εκεί λιμνούλες με θαμπό γαλάζιο νερό σαν μολύβι μπορούσαν να φανούν μέσα από τους ατμούς, και ήξερα με χαρά ότι πρέπει να είναι εκείνος, ο Αμβρακικός Κόλπος που είδε η Κλεοπάτρα. Και πολύ μακριά, ψηλά, σαν να ήταν μέρος του ίδιου του ουρανού, άστραφτε μια λεπτή γραμμή από ασήμι, που ήταν η ανοιχτή θάλασσα, η παλιά Αδριατική. Σε τρεις μέρες και λίγες ώρες είχαμε περάσει από την Πίνδο, και τώρα στα πόδια μου, στα βάθη μιας πλατιάς κοιλάδας, είδα έναν μεγάλο δρόμο, και στο τέλος του, σχεδόν περικυκλωμένη από τη λευκή καμπύλη ενός ποταμού, βρισκόταν μια πόλη με τα παλιά τείχη ενός ενετικού κάστρου κοντά στο ρέμα, και, ψηλά στο λόφο, ένα μεγάλο τετράγωνο φρούριο, και πιο μακριά σε μια συστάδα από τρούλους, μια μεγάλη βυζαντινή εκκλησία και η γραμμή μιας αρχαίας γέφυρας. Αυτή, λοιπόν, ήταν η Άρτα, το μέρος που τόσο λαχταρούσα να δω!…»
Οι δύο γέφυρες του
Αχελώου: Η Κουτσοκαμάρα και το Γεφύρι του Κοράκου
Δύο ιστορικές γέφυρες ένωναν παλαιότερα τις απέναντι όχθες του Αχελώου, οδεύοντας προς τη Θεσσαλία, στο σημείο όπου το ποτάμι εμφανίζεται με την πιο άγρια και παρθένα μορφή του — εντυπωσιακό και σφιχτοδεμένο μέσα σε ένα φυσικό στενό. Η παλαιότερη από αυτές είναι γνωστή σήμερα με το όνομα Κουτσοκαμάρα ή Κουτσογέφυρο.
Όπως σημειώνει ο Σπύρος Μαντάς, η Κουτσοκαμάρα βρισκόταν επάνω στον Αχελώο, ακριβώς στο σημείο που αποτελεί το φυσικό σύνορο μεταξύ των νομών Άρτας και Καρδίτσας. «….Η γέφυρα ήταν θεμελιωμένη ανάμεσα στις περιοχές Ντρασκό και Καλάμι και συνέδεε τα απέναντι χωριά Πετρωτό (παλαιότερα Λιάσκοβο) και Πηγές (παλαιότερα Βρεστενίτσα). Κατά μία άποψη, η γέφυρα αυτή πιθανόν αποτελούσε μέρος ενός σημαντικού αρχαίου οδικού άξονα που ένωνε την Αμβρακία με τους Γόμφους και την Τρίκκη (Τρίκαλα), άποψη που ενισχύεται από πλήθος στοιχείων.
Την ύπαρξη και σημασία της γέφυρας επιβεβαιώνει και η μαρτυρία του Γάλλου περιηγητή Pouqueville, ο οποίος στις αρχές του 19ου αιώνα αναφέρει:“….Η πέτρινη αυτή γέφυρα με οκτώ καμάρες είναι έργο των Ρωμαίων και είχε χρησιμοποιηθεί από τις Μακεδονικές Φάλαγγες, τις λεγεώνες του Καίσαρα και τις βαρβαρικές ορδές που κατάστρεψαν την Ελλάδα”.
Ο Pouqueville αναφέρει την εν λόγω γέφυρα ως “του Κοράκου”, γεγονός που προκαλεί προβληματισμό. Δύο είναι τα πιθανά σενάρια: είτε η γέφυρα αυτή όντως ονομαζόταν τότε έτσι, με το όνομα να περνά αργότερα στη νέα γέφυρα που κατασκευάστηκε κοντά της, είτε ο περιηγητής μπέρδεψε τις δύο κατασκευές. Όπως και να έχει, η περιγραφή του παραμένει σημαντική, καθώς μας δίνει πληροφορίες για τη μορφή της — οκτώ καμάρες — έστω και αν, κατά κανόνα, δεν διαχώριζε σαφώς τα κύρια από τα ανακουφιστικά τόξα….» (Μαντάς, 2020)
Η Κουτσοκαμάρα, είτε με οκτώ είτε με λιγότερες καμάρες, πρέπει να υπήρξε ένα επιβλητικό και πολύτοξο έργο. Αν δεν κτίστηκε, όπως αναφέρει η τοπική παράδοση, από τη βασίλισσα και Οσία Θεοδώρα κατά την εποχή των Κομνηνών, τότε πιθανότατα θεμελιώθηκε κατά τα ρωμαϊκά χρόνια, όταν ο συγκεκριμένος οδικός άξονας απέκτησε στρατηγική σημασία. Για αιώνες εξυπηρετούσε τη διακίνηση ανθρώπων και αγαθών, μέχρι που ένα βίαιο φούσκωμα του ποταμού παρέσυρε το δυτικό τμήμα της.
Η ανάγκη για νέα σύνδεση, ιδιαίτερα κατά την τουρκοκρατία όπου η σημασία του δρόμου παρέμενε μεγάλη, ώθησε τον μητροπολίτη Λαρίσης Βησσαρίωνα στην ανέγερση μιας νέας γέφυρας περίπου ένα χιλιόμετρο νοτιότερα. Έτσι γεννήθηκε το εντυπωσιακό μονότοξο γεφύρι του Κοράκου, ενώ η παλαιότερη γέφυρα έμεινε γνωστή πια ως Κουτσοκαμάρα, με ένα και μόνο τόξο όρθιο — ένα “κουτσό” απομεινάρι ενός σπουδαίου έργου του παρελθόντος.
Συνεχιζεται.