Ο «φόρος επί προικός»

της Αναστασία Καρρά

Καθώς το καλοκαίρι φτάνει στο τέλος του και το φθινόπωρο φέρνει την εποχή των γάμων στα χωριά και τις πόλεις της Ηπείρου, ας θυμηθούμε ένα παλιό και ξεχασμένο έθιμο, που ίσχυε στην Άρτα: τον περίφημο «φόρο επί προικός». Για το θέμα αυτό μοναδική αναφορά έχουμε στον Α΄ τόμο των Αγαθοεργημάτων του Χριστόφορου Λαμπρίδη, ενός δίτομου έργου που εκδόθηκε το 1880.

Στην Άρτα, ήδη από παλιά, υπήρχε ένας ιδιότυπος εκκλησιαστικός φόρος. Όποτε συντασσόταν προικοσύμφωνο ή γάμος, ο μητροπολίτης έπαιρνε 15 γρόσια για κάθε 1.000 της αξίας της προίκας, ενώ οι πρόκριτοι της πόλης έπαιρναν 7 στα 1.000. Το μερίδιο του μητροπολίτη το πλήρωνε ο γαμπρός, ενώ των προκρίτων οι γονείς της νύφης.

Από το 1804, με ενέργειες του προύχοντα της Άρτας Αναστασίου Ρίζου, το δικαίωμα αυτό των προκρίτων καταργήθηκε και τα χρήματα προορίζονταν για τη φροντίδα των νόθων παιδιών. Το ίδιο έγινε και με το δικαίωμα του μητροπολίτη, από την εποχή που καθιερώθηκε μισθοδοσία για τους αρχιερείς. Έτσι έμεινε μόνο ο φόρος του μητροπολίτη, δηλαδή 15 στα 1.000, αντί για το σύνολο 22 που πλήρωναν παλιότερα οι νεόνυμφοι.

Από αυτόν τον φόρο, η διετής επιτροπή που είχε συσταθεί στην Άρτα για τη φροντίδα των νόθων παιδιών, εισέπραττε γύρω στις 5.000–10.000 γρόσια τον χρόνο – ποσό διόλου ευκαταφρόνητο για την εποχή. Για να αποφευχθεί δε οποιαδήποτε κατάχρηση, ο μητροπολίτης εξέδιδε άδεια γάμου (στεφανώματος) μόνο αφού η επιτροπή είχε εκτιμήσει την αξία της προίκας και είχε πληρωθεί ο φόρος.

Με την ευκαιρία αυτή να πούμε ότι, για την περίθαλψη των εκτεθειμένων (εγκαταλελειμμένων) παιδιών στην Άρτα, είχε αφιερωθεί ήδη από τον προηγούμενο αιώνα το πλεόνασμα των εσόδων του ναού της Υπαπαντής. Οι επίτροποι του ναού από το 1821 και μετά, με δάνεια, έχτισαν εργαστήρια γύρω από τον ναό, τα οποία από το 1861 απέφεραν περίπου 10.000 γρόσια τον χρόνο υπέρ των «παιδιών της αμαρτίας». Ωστόσο, από αυτά τα έσοδα λίγα έσωζαν πραγματικά παιδιά, γιατί οι «τροφές» (οι γυναίκες που τα αναλάμβαναν) έπαιρναν 40 γρόσια τον μήνα αλλά συχνά έτρεφαν και τα δικά τους παιδιά, χωρίς ουσιαστικό έλεγχο από την επιτροπή.
Ανάμεσα στα παιδιά που παραλαμβάνονταν στην Άρτα (15–25 τον χρόνο) συγκαταλέγονταν όχι μόνο έκθετα από την πόλη αλλά και από τα γύρω χωριά, ακόμη και ορφανά φτωχών οικογενειών. Ο Λαμπρίδης υπογραμμίζει ότι χρειάζονταν να ιδρυθούν βρεφοκομεία στην Άρτα, στα Γιάννενα και αλλού, ώστε εκεί να φιλοξενούνται οι τροφές, με την τάξη και την καθαριότητα που πρέπει, για να σώζονται περισσότερα από τα δύστυχα αυτά παιδιά. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι σχεδόν όλες οι εκκλησίες της Ηπείρου ξόδευαν κάτι για τη διατροφή και περίθαλψη των νόθων παιδιών. Μερικές μάλιστα είχαν καθιερώσει συγκεκριμένο ποσό, όπως στην Πρέβεζα, όπου διέθεταν 5.000 γρόσια.

Ο «φόρος επί προικός» είχε καθιερωθεί και σε άλλες κοινότητες με αναλογία 10 στα 1.000: στη Βοσκόπολη (1858), στην Πρέβεζα (1868), στην Παραμυθιά (1874) και στη Συρράκο (1876). Στην Πρέβεζα όμως, αν και είχε θεσπιστεί για χάρη των νόθων παιδιών, δεν εφαρμόστηκε εξαιτίας της αντίστασης κάποιων προύχοντων. Στο Συρράκο το έσοδο χρησιμοποιούνταν σαν αποθεματικό κεφάλαιο για τα σχολεία, ενώ στις άλλες δύο κοινότητες αποδίδονταν περίπου 500 γρόσια και επίσης διατίθεντο για τη συντήρηση των σχολείων.

Η κριτική του Λαμπρίδη

Στον Β΄ τόμο των Αγαθοεργημάτων, ωστόσο, ο Χριστόφορος Λαμπρίδης ασκεί δριμεία κριτική στους εκκλησιαστικούς και πολιτικούς άρχοντες της Άρτας. Τονίζει ότι δεν υπήρχε ούτε προϋπολογισμός, ούτε λογοδοσία, και έτσι οι πόροι διαχειρίζονταν αυθαίρετα από τον δεσπότη και μια μικρή ομάδα προκρίτων. Οι απλοί πολίτες, που πλήρωναν όλους αυτούς τους φόρους, δεν γνώριζαν πού κατευθύνονταν τα χρήματά τους. Με συγκεκριμένα δε παραδείγματα δείχνει την κακοδιαχείριση:

Ενώ στην Άρτα συγκεντρώνονταν περίπου 55.000 γρόσια ετησίως για σχολεία και φιλανθρωπικά ιδρύματα, μόνο τα μισά ξοδεύονταν γι’ αυτόν τον σκοπό. Τα υπόλοιπα χάνονταν «στην αδιαφάνεια» των συμβουλίων και των επιτροπών. Έτσι, τα σχολεία υπολειτουργούσαν• το Παρθεναγωγείο και το Νηπιαγωγείο έμεναν ανολοκλήρωτα• και πολλά παιδιά έμεναν χωρίς εκπαίδευση ή βοήθεια.

Και καταλήγει ο Λαμπρίδης με πικρία: μια πόλη σαν την Άρτα, με τόσους πόρους, θα έπρεπε να είναι παράδειγμα για την Ήπειρο. Αντί γι’ αυτό, κατέληξε να έχει εκατοντάδες οικογένειες χωρίς μόρφωση, επειδή οι άρχοντές της αδιαφόρησαν για το κοινό καλό.

Η περίπτωση της Δρυϊνουπόλεως

Η Άρτα είχε λοιπόν αυτόν τον μοναδικό θεσμό. Αξίζει όμως να δούμε και τι γινόταν αλλού στην Ήπειρο. Παρόμοιοι εκκλησιαστικοί φόροι συναντώνται και στη Μητρόπολη Δρυϊνουπόλεως (Αργυρόκαστρο). Ο «Εκκλησιαστικός Κώδικας Δρυϊνουπόλεως και Αργυροκάστρου» (1760–1858) καταγράφει λεπτομερώς διάφορα «εκκλησιαστικά δικαιώματα» που εισέπραττε η τοπική εκκλησία: τέλη για γάμους, βαπτίσεις, κηδείες, αλλά και για την επικύρωση προικοσυμφώνων. Τα δικαιώματα αυτά θεωρούνταν θεσμικοί πόροι της Μητρόπολης και συχνά αποτέλεσαν αντικείμενο διενέξεων μεταξύ ιεραρχών, γιατί ήταν σημαντικά για τη συντήρηση σχολείων και μοναστηριών. Η εικόνα αυτή δείχνει ότι ο φόρος «επί προικός» στην Άρτα δεν ήταν εντελώς αποκομμένος• αν και ιδιαίτερος στην περιοχή, εντασσόταν σε ένα ευρύτερο πλαίσιο εκκλησιαστικών επιβαρύνσεων που υπήρχαν σε όλη την Ήπειρο. Στη Δρυϊνούπολη, όμως, τα τέλη δεν φαίνεται να συνδέθηκαν με έναν τόσο εξειδικευμένο κοινωνικό σκοπό (όπως τα νόθα παιδιά), αλλά περισσότερο με τις γενικές ανάγκες της Εκκλησίας.

Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι η περίπτωση της Άρτας ήταν μοναδική γιατί ο «φόρος επί προικός» συνδέθηκε με έναν σαφή κοινωνικό σκοπό. Ωστόσο, η αδυναμία της Εκκλησίας και των τοπικών αρχόντων να διαχειριστούν διαφανώς τα χρήματα περιόρισε την κοινωνική του απόδοση. Η κριτική του Λαμπρίδη είναι σκληρή αλλά αποκαλυπτική: δεν αρκεί να υπάρχουν πόροι• χρειάζεται σωστή διοίκηση, υπευθυνότητα και λογοδοσία. Η δε σύγκριση με τη Δρυϊνούπολη δείχνει πως οι εκκλησιαστικοί φόροι ήταν παντού σημαντικός οικονομικός μηχανισμός, αλλά ο τρόπος που χρησιμοποιούνταν καθόριζε και το αποτέλεσμα. Εκεί όμως, όπου υπήρχε αδιαφάνεια ή αδράνεια, τα αγαθοεργήματα έμεναν γράμμα κενό». (Πηγές : 1.Χριστόφορος Λαμπρίδης, Αγαθοεργήματα εν Ηπείρω, τόμοι Α΄ και Β΄, Κωνσταντινούπολη 1880. 2.Εκκλησιαστικός Κώδικας Δρυϊνουπόλεως και Αργυροκάστρου (1760–1858), έκδοση – εισαγωγή – σχόλια: Σ. Ντάλας, Αθήνα 2018 – Κείμενο : Αναστασία Καρρά)

Στη φωτογραφία “Απόσπασμα Προικοσυμφώνου από τους Καλαρρύτες το 1883, όπου γράφονται τα εξής :
28 Απριλίου 1883 ἕπεται εἰς το Προικοσύμφωνον εἰς διπλοῦν ὁ Κύριος Ηλίας Αθανασίου Στεφάνου ἐκ Καλαρρυτῶν, και ἡ Κυρία Χρυσούλα Ιωάννου Βάντζου ἐκ Βελτσίστης τῆς Ἠπείρου ἀσμένως μνηστευθέντες και προτιθέμενοι εἰς γάμου κοινωνίαν ἐλθεῖν ὑπισχνεῖται ἡ διαληφθεῖσα Χρυσούλα δοῦναι προίκα τῷ εἰρημένῳ μελλονύμφῳ τα ἀκόλουθα.-

Α ‘ μίαν Καρσέλαν. Β’ ἓν Κολούφιον, Γ’ δύο προσκέφαλα κολουφένια. Δ’ ἕν κεμέριον. Ε’ δύο ζεύγη τοκάδων. Στ ̓ ἕν ζεῦγος ἐπανοκοσίων. Ζ ‘ ἕν Γκρέπιον. Η’ τέσσαρα δακτυλίδια. Θ’ πέντε σεγγούνια. Ι’ τρεῖς σεγκούναις. ΙΑ ́ δύο φλοκάταις. ΙΒ’ ̓ ἕξ υποκάμισα ΙΓ’ δύο ὀμπόλιαις .ΙΔ’ ̓ ἕν κακάβιον. ΙΕ’ ἕν τεψίον. ΙΣΤ’ πέντε ζεύγη προποδίων. ΙΖ’ δύο ζεύγη ἐνωτίων. ΙΗ’ δύο μανδύλια.
Ὅθεν ἐγένετο το παρόν προικοσύμφωνον τῇ συναινέσει ἀμφοτέρων, τῶν μελλόντων συναφθῆναι προσώπων εἰς γάμον ὑπό τοῦ ἐφημερίου μαρτυρούμενον. Ἐν Βελτσίστῃ τῇ 28 Απριλίου 1883
Παππα Κώστας Λουκᾶ Γιάννη Βάντζος ἀποδέχομαι.-
Μήτρο κούμας μαρτυρῶ
ὁ συντάκτης τοῦ παρόντος Χριστόδουλος Βαζακίδης μαρτυρῶ.
+ ὁ Ἰωαννίνων Σωφρόνιος ἐπικυροῖ.” (Πηγή : “ΠΡΟΙΚΟΣΥΜΦΩΝΑ”, Μ. Κωστή,Ιωάννινα, 2009.)