
Παντελής Γεωργογιάννης, Καθηγητής Πανεπιστημίου,
Ινστιτούτο Πολιτισμού, Δημοκρατίας και Εκπαίδευσης
Μια νόμιμη και αναγκαία πολιτική κίνηση της Ελλάδας και της Κυπριακής Δημοκρατίας
Η οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών μεταξύ κρατών αποτελεί θεμέλιο του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας, επηρεάζοντας άμεσα την εθνική κυριαρχία, την ασφάλεια και τη βιώσιμη αξιοποίηση των φυσικών πόρων. Σύμφωνα με τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS), τα παράκτια κράτη έχουν δικαίωμα ανακήρυξης και οριοθέτησης Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) έως 200 ναυτικά μίλια από τις ακτές τους.
Η Ελλάδα έχει ήδη υπογράψει συμφωνίες οριοθέτησης ΑΟΖ με την Ιταλία και την Αίγυπτο το 2020. Οι συμφωνίες αυτές αποτελούν ισχυρά νομικά και διπλωματικά τεκμήρια της σταθερής επιλογής της Αθήνας να επιλύει θαλάσσιες διαφορές μέσω διακρατικών διαπραγματεύσεων, με βάση το διεθνές δίκαιο.
Η Ελλάδα και η Κυπριακή Δημοκρατία, ως πλήρη συμβαλλόμενα μέρη της UNCLOS, διαθέτουν όμορες θαλάσσιες ζώνες στην Ανατολική Μεσόγειο. Η πραγματικότητα αυτή καθιστά την υπογραφή μιας διμερούς συμφωνίας όχι μόνο εφικτή αλλά και αναγκαία. Η απουσία της, παρά τους στενούς πολιτικούς και ιστορικούς δεσμούς των δύο χωρών, αφήνει κενά τόσο σε νομικό όσο και σε γεωπολιτικό επίπεδο.
Μια τέτοια συμφωνία, μεταξύ χωρών τον οποίων με κοινή ΑΟΖ, σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, θα διευκόλυνε επίσης την πόντιση του υποθαλάσσιου καλωδίου που θα συνδέσει ενεργειακά και τηλεπικοινωνιακά την Ελλάδα με την Κύπρο. Το έργο αυτό έχει ιδιαίτερη γεωοικονομική σημασία: ενισχύει την ενεργειακή ασφάλεια, αναβαθμίζει την ψηφιακή συνδεσιμότητα και καθιστά τις δύο χώρες βασικούς κόμβους περιφερειακής διασύνδεσης.
Η υπογραφή συμφωνίας δεν αποτελεί απλή νομική πράξη. Είναι στρατηγική επιλογή κυριαρχίας. Μέσα από τη νομική κατοχύρωση των θαλάσσιων δικαιωμάτων τους, Ελλάδα και Κύπρος ενισχύουν την ικανότητά τους να αντιστέκονται σε αναθεωρητικές πρακτικές και παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου από τρίτους, σε μια περιοχή με έντονες γεωπολιτικές εντάσεις.
Για την Ελλάδα, μια συμφωνία με την Κύπρο θα συμπλήρωνε τις ήδη υπάρχουσες συμφωνίες με Ιταλία και Αίγυπτο, διαμορφώνοντας ένα συνεκτικό γεωστρατηγικό πλαίσιο θαλάσσιας πολιτικής. Για την Κύπρο, η συμφωνία με τον ιστορικό της σύμμαχο θα ενίσχυε την εθνική ασφάλεια και θα αναβάθμιζε τη διπλωματική της θέση, σε μια περίοδο αυξανόμενων προκλήσεων.
Οι καθυστερήσεις στην προώθηση της συμφωνίας, ακόμη κι αν ερμηνεύονται στο πλαίσιο ευρύτερων διπλωματικών ισορροπιών, γεννούν ερωτήματα για την αποφασιστικότητα των πολιτικών ηγεσιών. Σε μια εποχή όπου το διεθνές δίκαιο δοκιμάζεται καθημερινά, η προληπτική και ενεργητική διπλωματία είναι προτιμότερη από την παθητική διαχείριση κινδύνων.
Συμπερασματικά, η συμφωνία Ελλάδας–Κύπρου για την ΑΟΖ δεν είναι απλώς μια νομική επιλογή. Είναι επιτακτική στρατηγική και πολιτική αναγκαιότητα: έκφραση κυριαρχικής βούλησης, ενίσχυση της περιφερειακής συνεργασίας, προώθηση κρίσιμων έργων διασύνδεσης και, ταυτόχρονα, ένα βήμα εμπέδωσης της διεθνούς νομιμότητας στην Ανατολική Μεσόγειο.