
Γράφει ο Γιώργος Πριόβολος*
Τα στοιχεία του πρόσφατου πίνακα της βάσης δεδομένων AMECO της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δείχνουν ότι η Ελλάδα, το 2025, αναμένεται να έχει τη χαμηλότερη αγοραστική δύναμη μισθωτού στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 27.
Η AMECO (Annual Macro-Economic Database), που αποτελεί το επίσημο εργαλείο της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών και Δημοσιονομικών Υποθέσεων της Κομισιόν (DG ECFIN), βασίζει τις εκτιμήσεις της στα διαθέσιμα μακροοικονομικά δεδομένα του εννεαμήνου του 2024. Πρόκειται δηλαδή για προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και όχι για οριστικά στατιστικά στοιχεία της Eurostat. Ωστόσο απεικονίζουν με ακρίβεια την κατεύθυνση της οικονομικής απόκλισης μεταξύ των χωρών της Ένωσης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, η αγοραστική δύναμη του μέσου Έλληνα μισθωτού θα διαμορφωθεί στο 76% του κυπριακού επιπέδου, που έχει τεθεί ως βάση σύγκρισης (Κύπρος = 100). Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι ένας εργαζόμενος στην Ελλάδα μπορεί να αγοράσει με το ετήσιο εισόδημά του λιγότερα αγαθά και υπηρεσίες από οποιονδήποτε άλλο στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το γεγονός αυτό δεν είναι μια στατιστική λεπτομέρεια, αλλά ένα βαθύ κοινωνικό σύμπτωμα. Η Ελλάδα είναι η χώρα των χαμηλών μισθών και των υψηλών τιμών. Η χώρα όπου η εργασία δεν εξασφαλίζει αξιοπρεπή διαβίωση. Παρά τις όποιες μακροοικονομικές βελτιώσεις, η καθημερινότητα των πολιτών παραμένει ασφυκτική.
Μετά από δεκαπέντε χρόνια κρίσης, μνημονίων και επιτήρησης, η ελληνική οικονομία έχει επιστρέψει στην ανάπτυξη ,αλλά μια ανάπτυξη χωρίς ουσιαστικό κοινωνικό αντίκρισμα. Το ΑΕΠ αυξάνεται, οι αριθμοί εντυπωσιάζουν, όμως ο πολίτης δεν το νιώθει. Οι τιμές των ενοικίων, της ενέργειας και των τροφίμων αυξάνονται, οι φόροι παραμένουν βαρείς, ενώ ο μέσος μισθός των 1.175 ευρώ μεικτά έχει πολύ μικρότερη πραγματική αξία λόγω του πληθωρισμού.
Η αγοραστική δύναμη είναι στην ουσία το μέτρο της πραγματικής ευημερίας μιας κοινωνίας. Όταν αυτή υποχωρεί, όλα τα άλλα νούμερα χάνουν το νόημά τους. Και στην περίπτωση της Ελλάδας, η υποχώρηση αυτή δεν είναι συγκυριακή αλλά διαρθρωτική.
Το παράδοξο είναι ότι ενώ η Ελλάδα έχει επανενταχθεί πλήρως στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, συμμετέχει στη νομισματική ένωση και τηρεί τους κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας, εντούτοις απομακρύνεται από τον μέσο ευρωπαϊκό βιοτικό δείκτη. Ο λόγος είναι απλός.Το ευρωπαϊκό οικοδόμημα δεν λειτουργεί πια ως μηχανισμός σύγκλισης, αλλά ως σύστημα σταθεροποίησης των ανισοτήτων.
Οι ισχυρές χώρες του Βορρά επωφελούνται από τη δομή της ενιαίας αγοράς, τη χαμηλή χρηματοδότηση και το εμπορικό τους πλεόνασμα, ενώ ο Νότος εγκλωβίζεται σε ένα μοντέλο χαμηλών μισθών και υψηλού κόστους ζωής. Η Ελλάδα βρίσκεται στην πιο ακραία εκδοχή αυτού του μοντέλου.Με περιορισμένη παραγωγική βάση, εξάρτηση από εισαγωγές, χαμηλή καινοτομία και διαρκή διαρροή ανθρώπινου κεφαλαίου στο εξωτερικό.
Είναι χαρακτηριστικό ότι χώρες που πριν είκοσι χρόνια έβλεπαν την Ελλάδα ως πρότυπο, όπως η Ρουμανία και η Βουλγαρία, σήμερα έχουν υψηλότερη αγοραστική δύναμη. Το γεγονός αυτό αποτελεί πολιτικό καμπανάκι για το τι σημαίνει στην πράξη η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Αντί για σύγκλιση, οικονομική και κοινωνική απόκλιση.
Η ευρωπαϊκή πολιτική οικονομία έχει μετατραπεί σε ένα πλαίσιο όπου οι δημοσιονομικοί δείκτες υπερισχύουν των κοινωνικών. Τα κράτη-μέλη αξιολογούνται με βάση τα ελλείμματα, όχι με βάση την ευημερία των πολιτών τους. Και οι εθνικές κυβερνήσεις, αντί να αναζητούν κοινές λύσεις, αναπαράγουν εσωτερικές πολιτικές φτώχειας, ελπίζοντας ότι «οι αγορές θα τους επιβραβεύσουν».
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, λοιπόν, οφείλει να αποφασίσει.Θα συνεχίσει να είναι μια ένωση αριθμών ή μια ένωση ανθρώπων;
Αν η απάντηση είναι η πρώτη, τότε το μέλλον της θα είναι αργή διάλυση. Αν είναι η δεύτερη, τότε χρειάζεται άμεση πολιτική στροφή προς:
-κοινό ευρωπαϊκό κατώτατο μισθό,
-φορολόγηση των μεγάλων εταιρειών με ενιαία βάση,
-ουσιαστικές κοινωνικές επενδύσεις στις φτωχότερες περιοχές,
-και ένα νέο αναπτυξιακό μοντέλο που δεν θα στηρίζεται στη συμπίεση του κόστους εργασίας.
Όμως, η Ευρώπη της συντήρησης που σήμερα κυριαρχεί δεν φαίνεται διατεθειμένη να κινηθεί προς αυτές τις κατευθύνσεις. Οι πολιτικές της επιλογές παραμένουν εγκλωβισμένες στο δόγμα της «δημοσιονομικής πειθαρχίας», λες και η κοινωνία είναι ένας λογιστικός πίνακας.
Ακόμη και η ευρωπαϊκή κεντροαριστερά, που παραδοσιακά υπερασπιζόταν το κοινωνικό κράτος, δείχνει ανίκανη να εκφράσει ένα διαφορετικό όραμα. Συμβιβάστηκε με τις αγορές, υιοθέτησε τη γλώσσα της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και ξέχασε τη γλώσσα της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Γιατί σήμερα, περισσότερο από ποτέ, οι πολιτικές και οι πολιτικοί έχουν επισκιασθεί από τα οικονομικά κέντρα. Οι αποφάσεις δεν λαμβάνονται στα κοινοβούλια, αλλά στα γραφεία των τραπεζών, στους οίκους αξιολόγησης, στα συμβούλια επενδυτών. Οι κυβερνήσεις λειτουργούν ως διαχειριστές αποφάσεων που άλλοι έχουν ήδη λάβει.
Και κάπως έτσι, η πολιτική ,που γεννήθηκε για να υπηρετεί την κοινωνία, έχει μετατραπεί σε παράρτημα της οικονομίας.
Η Ελλάδα, με τη χαμηλότερη αγοραστική δύναμη στην Ευρώπη, δεν είναι μόνο η φτωχότερη χώρα σε αριθμούς. Είναι η πιο εκτεθειμένη στη σύγχρονη ευρωπαϊκή αντίφαση. Στο χάσμα ανάμεσα στη ρητορική της προόδου και στην πράξη της συντήρησης.
Αν η Ευρώπη θέλει να παραμείνει κοινότητα λαών και όχι λέσχη οικονομιών, πρέπει να ξαναβρεί το νήμα της πολιτικής. ΕΚΕΙ ΟΠΟΥ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΡΟΗΓΟΥΝΤΑΙ ΤΩΝ ΑΡΙΘΜΩΝ
*Πηγή: AMECO Database – Εκτίμηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το 2025, βάσει στοιχείων έως το εννιάμηνο του 2024.
*Ο Γιώργος Πριόβολος είναι οικονομολόγος -διδάκτωρ Κοινωνικών επιστημών
