Της Παναγιώτας Π. Λάμπρη
Μέρος Πέμπτο
Για τον δαιμόνιο Αθηναίο πολιτικό και στρατηγό Θεμιστοκλή Νεοκλέους (524-459 π. Χ.), μέγα ευεργέτη της πόλεως των Αθηνών και της Ελλάδος, γράφεται αληθώς πως απεβίωσε στην εξορία. Αλλά, πώς οδηγήθηκε στην εξορία και πώς στον θάνατο; Ο Θουκυδίδης (Ἱστορίαι 1.135-138) γράφει: «[…] Οι Λακεδαιμόνιοι, αφού έστειλαν πρέσβεις στην Αθήνα, κατηγόρησαν τον Θεμιστοκλή ως συνένοχο του μηδισμού του Παυσανία, σύμφωνα με τις αποδείξεις που είχαν συγκεντρώσει κατά τη διάρκεια της εναντίον του ανάκρισης, και εζήτησαν να του επιβληθεί η ίδια ποινή του θανάτου. Οι Αθηναίοι συμφώνησαν. Αλλά, επειδή εκείνος έτυχε να είναι εξοστρακισμένος και μολονότι διέμενε στο Άργος, επισκέπτονταν συχνά κι άλλα μέρη της Πελοποννήσου, έστειλαν από κοινού με τους Λακεδαιμονίους, οι οποίοι πρόθυμα συμμετείχαν στην καταδίωξη αυτή, απόσπασμα με διαταγή να τον συλλάβουν όπου τον συναντήσουν και να τον οδηγήσουν στην Αθήνα.
Αλλ’ ο Θεμιστοκλής, προειδοποιηθείς έφυγε από την Πελοπόννησο και πήγε στην Κέρκυρα, της οποίας ήταν ευεργέτης. Επειδή, όμως, οι Κερκυραίοι ισχυρίζονταν ότι φοβούνταν να τον δεχθούν και να εκτεθούν έτσι στην έχθρα των Λακεδαιμονίων και των Αθηναίων, τον διαπεραίωσαν στην Ήπειρο. Κι ενώ καταδιώκονταν από κείνους που είχαν σταλεί γι’ αυτό τον σκοπό παντού όπου μάθαιναν ότι είχε μεταβεί, αναγκάστηκε, εξ αιτίας ενός απροόπτου περιστατικού, να ζητήσει κατάλυμα στο παλάτι του Αδμήτου, βασιλιά των Μολοσσών, ο οποίος δεν ήταν φιλικά διακείμενος απέναντί του.
Ο Άδμητος έτυχε ν’ απουσιάζει εκείνη την ώρα, αλλά ο Θεμιστοκλής παρουσιάσθηκε ως ικέτης στη γυναίκα του, η οποία του σύστησε να πάρει το παιδί τους στα χέρια του και να καθίσει στην εστία. Και όταν μετά από λίγο επέστρεψε ο Άδμητος, του φανέρωσε ποιος ήταν και πρόσθεσε ότι, αν ο ίδιος τυχόν αντιτάχθηκε στην αίτηση του Αδμήτου προς τους Αθηναίους, δεν είναι αξιοπρεπές γι’ αυτόν να τον εκδικηθεί τώρα που καταδιώκεται εξόριστος. Πολύ περισσότερο, αφού θα κακοποιούνταν απ’ αυτόν τώρα που είναι πολύ ασθενέστερός του, ενώ όποιος έχει ψυχή γενναία δεν εκδικείται τους ομοίους του, όταν βρίσκονται σε μειονεκτική θέση. Άλλωστε, πρωτύτερα, αυτός εναντιώθηκε στον Άδμητο για υλικά συμφέροντα και όχι για τη σωτηρία της ζωής του, ενώ ο Άδμητος, αν τον εκδώσει – είπε ποίοι τον καταδιώκουν και για ποια αιτία – θα γίνονταν αίτιος του θανάτου του.
Αφού τον άκουσε ο Άδμητος, όχι μόνον τον σήκωσε μαζί με τον γιο του, τον οποίον ο Θεμιστοκλής κρατούσε αφότου είχε καθίσει, πράγμα που αποτελεί τον επιβλητικότερο τύπο ικεσίας, αλλά και όταν μετά από λίγο έφθασαν οι Λακεδαιμόνιοι και οι Αθηναίοι και τον ζητούσαν επίμονα, αρνήθηκε να τον εκδώσει. Επειδή, όμως, ο Θεμιστοκλής επιθυμούσε να μεταβεί στον Βασιλιά, τον απέστειλε διά ξηράς στην άλλη θάλασσα, στην Πύδνα, την πόλη του Αλεξάνδρου. Εκεί πέτυχε εμπορικό πλοίο, το οποίο ετοιμάζονταν ν’ αποπλεύσει για την Ιωνία, και αφού επιβιβάστηκε σ’ αυτό, παρασύρθηκε από την κακοκαιρία στο ορμητήριο του Αθηναϊκού στόλου, ο οποίος πολιορκούσε τη Νάξο. Επειδή φοβήθηκε, φανερώνει στον κυβερνήτη (αφού ήταν άγνωστος σ’ όσους ήταν στο πλοίο) ποιος είναι και για ποια αιτία καταδιώκεται, και ότι, αν δεν τον σώσει, θα πει ότι τον δέχθηκε στο πλοίο, επειδή τον δωροδόκησε. Η μόνη ελπίδα σωτηρίας σύμφωνα μ’ αυτόν ήταν να μην επιτραπεί σε κανέναν να βγει από το πλοίο, έως ότου βελτιωθεί ο καιρός και συνεχισθεί το ταξίδι.
Και τέλος υποσχέθηκε ότι, αν συμμορφωθεί με το αίτημά του, η χάρη δεν θα λησμονηθεί ποτέ, αλλά θ’ ανταποδοθεί επάξια. Ο κυβερνήτης όχι μόνον συμμορφώθηκε στην απαίτησή του, αλλά απομάκρυνε το πλοίο του, το κράτησε με την άγκυρα για μία μέρα και μία νύκτα, στην ανοιχτή θάλασσαν, απέναντι από το ορμητήριο και στη συνέχεια κατέπλευσε στην Έφεσο. Εκεί ο Θεμιστοκλής αντάμειψε τον κυβερνήτη με γενναίο χρηματικό δώρο, αφού έλαβε, εντωμεταξύ, από τους φίλους του στην Αθήνα και το Άργος τα χρήματα που τους είχε δώσει για να τα φυλάνε. Ύστερα, αφού προχώρησε στο εσωτερικό, με κάποιον Πέρση, κάτοικο της παραλίας, έστειλε επιστολή στον βασιλιά Αρταξέρξη, γιο του Ξέρξη, ο οποίος είχε ανέλθει προσφάτως στον θρόνο. Το περιεχόμενο της επιστολής είχε ως εξής: «Ήρθα προς εσένα, εγώ ο Θεμιστοκλής, ο οποίος περισσότερα από κάθε άλλον Έλληνα κακά έχω προξενήσει στον οίκον σου, όσο χρόνο ο πατέρας σου με ανάγκαζε να αμύνομαι εναντίον των επιθέσεών του, αλλά και πολύ περισσότερα καλά, όταν η υποχώρησή του έγινε κάτω από περιστάσεις για μένα ασφαλείς, αλλά για κείνον επικίνδυνες.
Και μου οφείλεται χάρη για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες (εδώ μνημόνευε και την ειδοποίηση που του έστειλε από τη Σαλαμίνα για την επικείμενη αναχώρηση των Ελλήνων και τη ματαίωση τότε της καταστροφής των γεφυρών, την οποίαν ψευδώς οικειοποιήθηκε ως οφειλόμενη σε ενέργειές του) και τώρα, επειδή μπορώ να σου προσφέρω κι άλλες μεγάλες υπηρεσίες, ήλθα καταδιωκόμενος από τους Έλληνας εξ αιτίας της προς εσένα φιλίας μου. Επιθυμώ δε να περιμείνω ένα έτος και τότε να σου εξηγήσω προσωπικά τον σκοπό του ερχομού μου”.
Ο Βασιλιάς, όπως λέγεται, θαύμασε το τολμηρό του σχέδιο και του παρήγγειλε να ενεργήσει όπως έγραφε. Ο Θεμιστοκλής, εξάλλου, κατά το διάστημα της αναμονής του, και με την Περσική γλώσσα εξοικειώθηκε, όσο μπορούσε, και με τα ήθη και έθιμα της χώρας. Και μετά τη λήξη του έτους, πήγε στον Βασιλιά, και απέκτησε πλησίον του επιρροή μεγαλύτερη από κάθε άλλον ποτέ Έλληνα, και εξ αιτίας της προηγούμενης φήμης του και για την ελπίδα, που ενέπνευσε στον Βασιλιά να του υποδουλώσει την Ελλάδα, προ πάντων όμως γιατί είχε δώσει επανειλημμένα αποδείξεις της οξείας αντίληψής του. Διότι ο Θεμιστοκλής, λόγω της φυσικής του οξυδέρκειας, η οποία είχε πράγματι καταδειχθεί με τρόπο απαραγνώριστο, ήταν περισσότερο από κάθε άλλον άξιος εξαιρετικού ολωσδιόλου ως προς αυτό θαυμασμού. Εξ αιτίας της έμφυτης οξείας αντίληψης, και χωρίς ανάγκη ενίσχυσής της, ούτε με προηγούμενη διδασκαλία, ούτε μέσω της εμπειρίας, και τα παρόντα μετά από βραχύτατη σκέψη έκρινε οξύτατα και τα μέλλοντα να γίνουν για μακρό διάστημα χρόνου προείκαζε άριστα. Κι εκείνα, με τα οποία κάθε φορά ασχολούνταν, είχε την ικανότητα να τα εξηγεί στους άλλους, εκείνα όμως, για τα οποία δε είχε προσωπική πείρα, μπορούσε να τα κρίνει με επάρκεια, και κανείς δεν μπορούσε να δει από πριν, με την ιδία ευκρίνεια, το καλό ή το κακό που επεφύλασσε το άδηλο μέλλον.
Και συγκεφαλαιώνοντας λέω ότι λόγω της φυσικής του οξύνοιας και λόγω του ότι χρειάζονταν ελάχιστη προετοιμασία για όλα αυτά αναδείχθηκε ικανότερος από κάθε άλλον στο να διαβλέπει αμέσως τι έπρεπε να πραχθεί ή να λεχθεί. Αλλά, αφού ασθένησε πέθανε. Μερικοί μάλιστα λένε ότι αυτοκτόνησε παίρνοντας δηλητήριο, επειδή κατάλαβε πως ήταν αδύνατο να πραγματοποιήσει τις υποσχέσεις που είχε δώσει στον Βασιλιά. Το μνήμα του βρίσκεται στην αγορά της Μικρασιατικής Μαγνησίας, στην περιφέρεια, όπου ήταν σατράπης, μια κι ο Βασιλιάς του είχε παραχωρήσει για εξασφάλιση του ψωμιού του τη Μαγνησία, η οποία απέφερε πρόσοδο πενήντα ταλάντων κάθε χρόνο, για το κρασί του τη Λάμψακο, που θεωρούνταν η πιο οινοφόρα περιοχή της εποχής εκείνης, και για το κρέας του τη Μυούντα. Αλλά τα οστά του, όπως λένε οι συγγενείς του, μεταφέρθηκαν, σύμφωνα με παραγγελία του, στην Αττική, όπου ετάφησαν, εν αγνοία των Αθηναίων. Διότι η ταφή των οστών του απαγορεύτηκε δια νόμου, λόγω του ότι, ενώ κατηγορήθηκε για προδοσία, είχε γίνει φυγάς. Τέτοιο υπήρξε το τέλος του Παυσανία του Λακεδαιμονίου και του Θεμιστοκλέους του Αθηναίου, οι οποίοι υπήρξαν οι επιφανέστεροι από τους συγχρόνους των Έλληνας.»
Ο Πλούταρχος, εκτός από τις ευεργεσίες, τις οποίες παρείχε ο Βασιλιάς στον Θεμιστοκλή (Πλούταρχος, Θεμιστοκλῆς 29), σχετικά με τον θάνατό του αναφέρει άλλη εκδοχή. Την εποχή που κυριαρχούσε στη θάλασσα ο Κίμων, ο γιος του Μιλτιάδη, ο οποίος κατήγαγε νίκες εις βάρος των Περσών και η Αίγυπτος ήταν έτοιμη να αποσκιρτήσει από την περσική αυτοκρατορία, όταν ο Βασιλιάς του ζήτησε να θυμηθεί τις υποσχέσεις του, ο Θεμιστοκλής, σεβόμενος τις πράξεις και τα τρόπαιά του, «ἄριστα βουλευσάμενος ἐπιθεῖναι τῷ βίῳ τὴν τελευτὴν πρέπουσαν». Θυσίασε στους θεούς και, αφού συγκέντρωσε τους φίλους και τους δεξιώθηκε, αυτοκτόνησε πίνοντας αίμα ταύρου στη Μαγνησία, όπου είχε ζήσει για πέντε χρόνια, αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά πόσο αγαπούσε την πατρίδα του! Μόλις ο Βασιλιάς πληροφορήθηκε τον τρόπο, με τον οποίο πέθανε, θαύμασε ακόμα περισσότερο τον άνδρα κι ένιωσε συμπάθεια για τους φίλους και τους συγγενείς του. (Πλούταρχος, Θεμιστοκλῆς 31.4-5)
Και γράφει πιο κάτω ο Πλούταρχος (Θεμιστοκλῆς 32.1-32.6): «Στην αγορά της Μαγνησίας υπάρχει λαμπρός τάφος του Θεμιστοκλή. Σχετικά με τα λείψανά του, δεν αξίζει να εμπιστεύεται κανείς ούτε όσα λέει ο Ανδοκίδης στο βιβλίο του «Πρός τους εταίρους», ότι δηλαδή οι Αθηναίοι, αφού βρήκαν τα λείψανά του, τα σκόρπισαν – αυτά είναι ψέματα που τα γράφει επίτηδες, για να εξερεθίσει τους ολιγαρχικούς εναντίον του λαού – ούτε πάλι σ’ όσα λέει ο Φύλαρχος, ο οποίος έστησε στην αφήγησή του μια μηχανή σαν εκείνες που χρησιμοποιούν σε παράσταση τραγωδίας και παρουσιάζει στη σκηνή κάποιον Νεοκλή και κάποιον Δημόπολη, ως παιδιά του Θεμιστοκλή, θέλοντας να προκαλέσει θόρυβο και συγκίνηση· αυτά κι ο πιο τυχαίος άνθρωπος το καταλαβαίνει ότι είναι πλαστά.
Ο Διόδωρος ο περιηγητής στο έργο του «Περί μνημάτων» έχει γράψει, υποθέτοντας κι όχι από άμεση αντίληψη, ότι κοντά στο μεγάλο λιμάνι του Πειραιά προεκτείνεται από το ακρωτήριο που σχηματίζεται κατά τον Άλκιμο μια προεξοχή σαν αγκώνας και στη στροφή προς το εσωτερικό του λιμανιού, εκεί όπου η θάλασσα έχει γαλήνη, υπάρχει μια βάση αρκετά μεγάλη και ότι αυτό που φαίνεται επάνω της σαν σχήμα βωμού είναι ο τάφος του Θεμιστοκλή. Ο Διόδωρος νομίζει πως κι ο Πλάτων ο κωμικός συμφωνεί μαζί του και το βεβαιώνει με τους στίχους: «Το μνήμα σου είν’ αυτού καλά στημένο,/ σημάδι από παντού για κάθε ταξιδιώτη,/ θα βλέπει αυτούς που μπαίνουνε και βγαίνουν/ και καραβιών αγώνες θα θεάται».
Για τους απογόνους του Θεμιστοκλή διατηρήθηκαν τιμητικές διακρίσεις στη Μαγνησία ως τις μέρες μας. Αυτές τις απόλαυσε κι ο Θεμιστοκλής ο Αθηναίος που ήταν συμμαθητής και φίλος μου στη σχολή του Αμμωνίου του φιλοσόφου.»