Ο Μπερνάρ Μινιέ μεγάλωσε στους πρόποδες των γαλλικών Πυρηναίων και ζει στην Εσόν, στα νότια του Παρισιού. Εργαζόταν ως τελωνειακός υπάλληλος, προτού εκδώσει το πρώτο του μυθιστόρημα το 2011. Τα βιβλία του έχουν πλέον μεταφραστεί σε είκοσι τρεις γλώσσες και έχουν πουλήσει πάνω από τέσσερα εκατομμύρια αντίτυπα, ενώ έχει βραβευτεί με το Cognac Crime Novel Prize. Έχει γράψει οκτώ βιβλία με ήρωα τον επιθεωρητή Μαρτέν Σερβάζ – στα ελληνικά έχουν κυκλοφορήσει μέχρι στιγμής τα δύο πρώτα από τις Εκδόσεις Μίνωας, σε μετάφραση της Χριστίνας Μανιά. Πρόκειται για τα βιβλία Παγωμένος και Ο κύκλος, τα οποία μας έδωσαν την αφορμή για την ακόλουθη συνέντευξη.
ΕΡΩΤ.: Πώς ετοιμάζετε ένα νέο βιβλίο, ακολουθείτε κάποια συγκεκριμένα βήματα;
Φυσικά. Συχνά λέω πως τα μυθιστορήματά μου μοιάζουν με παγόβουνα: υπάρχει η άκρη
–το κείμενο, το βιβλίο όπως θα το διαβάσει ο αναγνώστης– και το κομμάτι κάτω από την επιφάνεια, εκείνα τα στοιχεία που συνέλεξα για να μπορέσω να κτίσω το έργο μου, πληροφορίες, τεκμηρίωση κατά τη διάρκεια των ταξιδιών και των συναντήσεών μου. Μόλις έχω μια ιδέα, αρχίζω να την καταγράφω, να ταξιδεύω, να ερευνώ για να τη θρέψω, ώστε να την κάνω όσο πιο ρεαλιστική γίνεται. Ρίχνω σε έναν φάκελο ιδέες, προσχέδια σκηνών, αρχικούς διαλόγους και χαρακτήρες. Μετά τα βάζω όλα σε μια σειρά και αρχίζω να γράφω.
ΕΡΩΤ.: Ποιος ήταν ο στόχος σας όταν αρχίσατε να γράφετε τον Παγωμένο;
Ο Παγωμένος ήταν μια πρόκληση, μια άσκηση. Πάντα έγραφα, όμως ποτέ αστυνομικά μυθιστορήματα. Ήθελα να διαπιστώσω αν ήμουν ικανός να γράψω ένα που θα κρατούσε τον αναγνώστη σε αγωνία και ταυτόχρονα ίσως έφερνε κάτι νέο, ενδιαφέρον. Δεν περίμενα τέτοια επιτυχία, να μεταφραστεί σε τόσες γλώσσες, ούτε και ότι οι Sunday Times θα το κατέτασσαν ανάμεσα στα 100 καλύτερα αστυνομικά μυθιστορήματα από το 1945.
ΕΡΩΤ.: Οι τίτλοι σας, Παγωμένος και Ο κύκλος, είναι συμβολικοί; Κρύβουν κάτι;
Στον Παγωμένο ήθελα να εδραιώσω αμέσως αυτή την αίσθηση του κρύου, του χιονιά, του πάγου, ενός εχθρικού χειμωνιάτικου περιβάλλοντος, μιας παγίδας… Όσο για τον Κύκλο, δεν γνωρίζω αν έχει την ίδια σημασία στα ελληνικά, αλλά η λέξη cercle στα γαλλικά έχει πολλές σημασίες: είναι ταυτόχρονα ένα γεωμετρικό σχήμα, αλλά και μια ομάδα ανθρώπων που σχηματίζουν έναν κύκλο ή συγκεντρώνονται με έναν συγκεκριμένο σκοπό, μυστικά μερικές φορές. Υπάρχει κάτι μυστηριώδες, σχεδόν απόκρυφο και μυστικιστικό σε αυτή τη λέξη.
ΕΡΩΤ.: Ο επιθεωρητής Μαρτέν Σερβάζ λαμβάνει ένα παράξενο email. Μπορεί ένα email να καταστρέψει τη ρουτίνα κάποιου;
Ένα email δεν είναι παρά η σύγχρονη εκδοχή της αλληλογραφίας του παρελθόντος. Σε κάθε περίπτωση, σημασία έχουν τα λόγια. Οι λέξεις έχουν τεράστια δύναμη. Ο Ναπολέων είπε κάποτε πως η πένα είναι πιο σημαντική από το σπαθί. Οπότε, ναι, οι λέξεις μπορούν να φέρουν τα πάνω κάτω στη ζωή κάποιου είτε προς το καλύτερο είτε προς το χειρότερο. Φτάνει να δούμε τη ζημιά που μπορούν να προκαλέσουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης – το μίσος, τις απειλές για θάνατο, τη διαδικτυακή παρενόχληση. Στη Γαλλία είναι συχνό φαινόμενο οι έφηβοι να αυτοκτονούν αφότου πέσουν θύματα διαδικτυακής παρενόχλησης. Οι λέξεις είναι πιο επικίνδυνες κι από τη νιτρογλυκερίνη.
ΕΡΩΤ.: Πώς κάποιος σαν τον Χίρτμαν καταλήγει να γίνει κατά συρροή δολοφόνος;
Δεν υπάρχει τυπικό προφίλ για κατά συρροή δολοφόνους. Ο Τεντ Μπάντι ήταν ένας λαμπρός φοιτητής Νομικής και ένα καλλιεργημένο γοητευτικό αγόρι για τους φίλους του, ο Τζον Γουέιν Γκέισι ήταν επιχειρηματίας που ασχολήθηκε με την πολιτική και ντυνόταν κλόουν για να διασκεδάζει άρρωστα παιδιά σε νοσοκομεία, ο Αντώνης Δαγκλής ήταν οδηγός φορτηγού κ.λπ. Οι περισσότεροι σίγουρα έχουν κοινό χαρακτηριστικό το ότι δεν δείχνουν την παραμικρή μεταμέλεια. Ορισμένοι είναι αποδιοργανωμένοι ή διέπονται από ναρκισσισμό, ενώ άλλοι φτάνουν σε υψηλό επίπεδο πολυπλοκότητας. Όλα αυτά όμως είναι γνωστά. Δεν είναι αυτή η πτυχή του Ζουλιάν Χίρτμαν που με ενδιαφέρει, είναι τα κοινά του με τον ερευνητή μου, Μαρτέν Σερβάζ. Οι δυο τους αποτελούν δύο όψεις του ίδιου νομίσματος – μια πιο σκοτεινή και μια πιο φωτεινή.
ΕΡΩΤ.: Γιατί ορισμένοι εγκληματίες σκοτώνουν επανειλημμένα;
Θα πρέπει να τους ρωτήσετε. Δεν προσποιούμαι ότι μπορώ να καταλάβω πώς σκέφτεται ένας εγκληματίας… Ωστόσο, προσπαθώ. Σε γενικότερο πλαίσιο, είχα μια ραδιοφωνική συζήτηση με έναν χριστιανό φιλόσοφο για την ύπαρξη του Κακού. Εκείνος αναρωτήθηκε: «Αφού ο Θεός μου υποτίθεται ότι είναι καλός και παντοδύναμος, γιατί το Κακό υπάρχει στον κόσμο;» Εγώ του απάντησα πως ακόμα κι αν βγάζαμε τον Θεό από την εξίσωση, το ερώτημα θα παρέμενε: Γιατί υπάρχει το Κακό στον κόσμο; Γιατί είναι μέρος της Δημιουργίας; Τι νόημα έχει;
Μια καθηγήτρια κλασικών σπουδών δολοφονείται. Πώς νιώθει μια γυναίκα απέναντι στον άντρα που πρόκειται να της αφαιρέσει τη ζωή;
Έχουμε πολλές μαρτυρίες από γυναίκες, θύματα κατά συρροή δολοφόνων ή κατά συρροή βιαστών που γλίτωσαν ως εκ θαύματος από τον βασανιστή τους και που μπόρεσαν να καταθέσουν όσα είχαν βιώσει τη μοιραία στιγμή. Οι αντιδράσεις ποικίλλουν πολύ αναλόγως με την προσωπικότητα της καθεμιάς.
ΕΡΩΤ.: Τι είδους άνθρωπος είναι ο ντετέκτιβ Μαρτέν Σερβάζ; Έχει κάποια ιδιαίτερα προσόντα;
Ο Μαρτέν είναι ένας ιδιαίτερος αστυνομικός: ένας Λατίνος, πολυμαθής αστυνόμος που λατρεύει τα βιβλία και τη μουσική. Από τον πατέρα του πήρε το ενδιαφέρον προς τη λατινική και αρχαιοελληνική γραμματεία και ένα σχεδόν μονομανιακό πάθος για τη μουσική του Γκούσταβ Μάλερ. Αισθάνεται μια ενστικτώδη δυσπιστία για τις νέες τεχνολογίες και παραμένει μπερδεμένος από την εξέλιξη της κοινωνίας, την υπερβολική βία, την αποσάθρωσή της. Αλλά είναι πραγματικό κυνηγόσκυλο. Καλλιεργημένος, στοχαστικός, εσωστρεφής, υπομονετικός – επαναστατεί ενάντια σε κάθε μορφή εξουσίας. Έχοντας πάντα τη στήριξη του νεότερού του, Βινς Εσπεραντιέ, ενός πραγματικού geek, και της Σαμίρα Τσανγκ, με μητέρα Γαλλομαροκινή και πατέρα Κινέζο από το Χονγκ Κονγκ. Οι τρεις τους αποτελούν μια τρομερή τριάδα ερευνητών.
Κατά τη διάρκεια της έρευνάς τους παρατηρούμε τη διαφθορά στην κοινωνία, τις προδοσίες, την κακία, σε ένα περιβάλλον όπου όλοι θέλουν να επικρατήσουν με κάθε τρόπο. Είναι δυνατόν ένας αστυνομικός να πολεμήσει αυτές τις διεφθαρμένες ομάδες;
Σήμερα, σε μια κοινωνία όπως η γαλλική, όπου το trafficking απλώνεται παντού και η εγκληματική οικονομία δηλώνει όλο και πιο ισχυρά την παρουσία της, η καταπολέμηση της διαφθοράς και του εγκλήματος ισοδυναμεί με το να ανεβάζεις συνεχώς στις πλάτες σου τον βράχο του Σίσυφου: ένας αγώνας χωρίς τέλος, όπου οι νίκες είναι πάντα προσωρινές και η απογοήτευση συχνά τεράστια, μια μάχη χαμένη εκ των προτέρων, αλλά κάποιος πρέπει να δώσει αυτή τη μάχη.
ΕΡΩΤ.: Όλες αυτές οι ανατροπές στην πλοκή και το σασπένς είναι στοιχεία απαραίτητα για τη συγγραφή μιας καλής αστυνομικής ιστορίας;
Όχι, ο Σιμενόν απέδειξε με τον Μεγκρέ ότι μια καλή αστυνομική ιστορία δεν χρειάζεται να πολλαπλασιάζει τις ανατροπές, αυτό που μένει είναι η ουσία των χαρακτήρων και των καταστάσεων, η εντύπωση ότι μια βαθιά καθολική αλήθεια αναδύεται από την ιστορία, όπως και η ταύτιση του αναγνώστη με τους βασικούς χαρακτήρες (ακόμα κι αν επρόκειτο για τον Μεγκρέ). Από την πλευρά μου, μου αρέσει να παίζω κυνηγητό με τους αναγνώστες μου, μου αρέσει να τους αποσταθεροποιώ, να τους εκπλήσσω, να τους οδηγώ σε ψεύτικα μονοπάτια. Μα περισσότερο απ’ όλα μού αρέσει που δεν μπορούν παρά να γυρίσουν τις σελίδες• να πηγαίνουν στο επόμενο κεφάλαιο και να διαβάζουν μέχρι αργά το βράδυ… επειδή εγώ κεντρίζω συνεχώς την περιέργειά τους, σχεδόν σε κάθε σελίδα. Δεν φοβάμαι να πω ότι τα μυθιστορήματά μου είναι page-turners. Μου αρέσει οι αναγνώστες μου να βιώνουν τις ιστορίες μου, όχι απλώς να τις διαβάζουν: να βυθίζονται σε αυτές.
ΕΡΩΤ.: Τα τελευταία χρόνια, τα αστυνομικά μυθιστορήματα είναι ιδιαίτερα δημοφιλή. Πώς το εξηγείτε αυτό;
Αυτή είναι μια δύσκολη ερώτηση. Είναι παράδοξο να ζούμε σε ολοένα και πιο βίαιους καιρούς και ταυτόχρονα οι αναγνώστες να αναζητούν ιστορίες γεμάτες βία, φρικτές δολοφονίες και μακιαβελικούς δολοφόνους, όπου το Κακό πολλές φορές κερδίζει. Ίσως επειδή ξέρουν ότι, σε αντίθεση με την πραγματική ζωή, μόλις το βιβλίο κλείσει, ο τρόμος σταματά…