H Εκκλησία, οι παπάδες κι εμείς (μια ξεχασμένη υπόθεση)

Του Βαγγέλη Σακέλλιου
Δικηγόρου

Θαρχίσω με εξομολογήσεις. Στα ύστερα της δεκαετίας του ’60 μέχρι τα μισά του ’70 ήμουν παπαδάκι. Δηλαδή παπαδάκι κανονικό στον παλιό Αη Γιώργη του χωριού μου. Ξύπναγα νωρίς τις Κυριακές, πήγαινα αχάραγα στην εκκλησία, ντυνόμουν με τη στολή που ήταν στο «ιερό», φρόντιζα το θυμιατό, ζέστανα το νερό για την θεία ευχαριστία, τεμάχιζα τα πρόσφορα και καθάριζα τις εικόνες. Μόνο στις κηδείες δεν πήγαινα γιατί ένας αδιαόρατος φόβος με εμπόδιζε. Μαζί μου κι άλλοι φίλοι και συμμαθητές που ο παππά Γιάννης πάσχιζε να μας βάλει σε μια σειρά. Και βέβαια πήγαινα και κατηχητικό, σπανίως απουσίαζα. Ο κυριότερος, ίσως, λόγος αυτής της επαφής μου με την Εκκλησία ήταν ο πατέρας Ιάκωβος, ένας πράος και γλυκομίλητος αρχιμανδρίτης που ερχόνταν τακτικά στο χωριό σαν ιεροκήρυκας. Είχε έναν λόγο παρηγορίας και αγάπης, λόγω συμπεριληπτικότητας, λόγω καλοσύνης, που στα αθώα παιδικά χρόνια μας είχε βαθιά επίδραση. Για τελευταία φορά τον πατέρα Ιάκωβο τον άκουσα στις ομιλίες των ΝΕΛΕ, κάποιες Δευτέρες απόγευμα. Όταν οι ομιλίες σταμάτησαν δεν τον ξανάκουσα, έπαψα να είμαι παπαδάκι, πήγαινα αραιά στην Εκκλησία κι ετοιμαζόμουν για τις εξετάσεις της Νομικής. Ο δε Ιάκωβος λίγα χρόνια αργότερα γινόνταν δεσπότης στην Αργολίδα, στο Ναύπλιο.

Στα χρόνια της Νομικής στα μαθήματα της επιλογής διάλεξα το «Εκκλησιαστικόν Δίκαιον», ενδιαφερθήκαμε εμφανώς κάτω από είκοσι συμφοιτητές και το μάθημα δεν το διδάχθηκα ποτέ. Προφανώς και το 1981, με τις μεγάλες κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές, η προτεραιότητα των πολλών φυσιολογικά και δεν ήταν οι Τόμοι του Πατριαρχείου και η έννομη τάξη του Εκκλησιαστικού οίκου.
Εντούτοις παρακολουθούσα – και παρακολουθώ – πάντα με ενδιαφέρον τα «εκκλησιαστικά». Με ερεθίζει ο λόγος και το κήρυγμα κάποιων εκκλησιαστικών ταγών και πασχίζω να βρω τι σχέση μπορεί να έχουν με τα Πατερικά Κείμενα, τον εν ανθρώποις χριστιανικό λόγο, τον οικουμενισμό της Θεολογίας.

Αυτά τα ξανασκέφτηκα βλέποντας και ακούγοντας τις θεσμικές αντιδράσεις της Εκκλησίας και πλειάδας ιεραρχών πριν και μετά την ψήφιση του νόμου για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών. Περίσσεψαν η μισαλλοδοξία, ο φανατισμός, οι ύβρεις, οι εκβιασμοί. Ακούς τον Πατρών, τον Φθιώτιδος, τον Αιγιαλείας, τον Πειραιώς, τον Κυθήρων, τον Κερκύρας και πολλούς άλλους και αναρωτιέσαι που βρίσκεται ο λόγος αγάπης και παρηγορίας του Ποιμενάρχη προς τα παιδιά του, αναρωτιέσαι εάν ο λόγος του Εσταυρωμένου είναι ο λόγος των επισκόπων, αναρωτιέσαι εάν οι οιμωγές ενός Πατέρα καταπραΰνουν τον πόνο, την θλίψη ή την ντροπή ή, αντιθέτως, βάζουν βαθιά στην καρδιά το μαχαίρι.

Κι αλήθεια, ποιοι είναι αυτοί οι Έλληνες πολίτες, δημόσιοι υπάλληλοι που φέρουν το βαθμό και το (βαρύ) αξίωμα του επισκόπου, που απειλούν βουλευτές, απειλούν τον Πρωθυπουργό, καλούν του ποίμνιο (τους) σε εντός των ναών λαοσυνάξεις και αγρυπνίες ξορκίζοντας το «κακό» και υπονομεύοντας την συνταγματική τάξη ;
Γιατί περί τούτου πρόκειται.

Η Εκκλησία συνιστά ίδιον Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, είναι αυτοκέφαλη, διοικείται από την Ιερά Σύνοδο των εν ενεργεία Αρχιερέων και από την ΔΙΣ και συγκροτείται όπως ορίζει ο Καταστατικός της Χάρτης. (άρθρο 3 του Συντάγματος). Αντιθέτως, πάλι σύμφωνα με τις πρόνοιες του Συντάγματος (άρθρο 26), «..η νομοθετική λειτουργία ασκείται από τη Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας…», «…η εκτελεστική λειτουργία ασκείται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την Κυβέρνηση…» , ενώ «…η δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια…».

Ο νομοθέτης, δηλαδή, δεν επιφύλαξε, πέραν των ως άνω πολιτειακών και πολιτικών οργάνων, ούτε εκχώρησε κάποια διακριτή αρμοδιότητα ή δικαιοδοσία στην Εκκλησία της Ελλάδας ή στους επιχώριους Επισκόπους αυτής.
Βεβαίως άπαντες, ως πολίτες, δικαιούνται να έχουν άποψη, να εκφέρουν λόγο, να συμφωνούν ή να διαφωνούν με νομοθετικές πρωτοβουλίες, να εγκρίνουν και να απορρίπτουν, να συνδιαμορφώνουν με την ψήφο τους στις εκλογές την επόμενη μέρα της χώρας.
Ουδόλως, ωστόσο, δικαιούνται να διχάζουν το ποίμνιο (τους), που συνιστά και εκλογικό σώμα, ουδόλως δικαιούνται να κηρύττουν με φανατισμό λόγο μισαλλοδοξίας, ουδόλως δικαιούνται να απειλούν, να εκβιάζουν ή να υβρίζουν κρατώντας την ποιμαντορική ράβδο τους.
Ο Ν. 4443/2016 (αντιρατσιστικός νόμος) που ενσωματώνει τις Οδηγίες 2000/43/ΕΚ, 2000/78/ΕΚ, 2014/54/ΕΕ, μεταξύ άλλων εννόμων αγαθών, προστατεύει και τον ελεύθερο σεξουαλικό προσανατολισμό των πολιτών, κι αν κάποιος άλλος ζηλώσει την δόξα του πρώην Αιγιαλείας Αμβροσίου πιθανόν να τύχει της αντίστοιχης ποινικής μεταχείρισης. (θυμίζουμε ότι ο πρώην μητροπολίτης Αιγιαλείας και Καλαβρύτων Αμβρόσιος καταδικάστηκε αμετάκλητα για τον μισαλλόδοξο λόγο κατά των ομοφυλόφιλων η δε σχετική προσφυγή του στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο απορρίφθηκε).

Ως προείπα, η Εκκλησία, ως νομικός οργανισμός, δικαιούται και επιβάλλεται να έχει λόγο. Η Εκκλησία, ως πάσχων λόγος, υποχρεούται να ποιμαίνει ιδίως τον «άλλο» άνθρωπο και τον κατατρεγμένο.
Αντιλαμβάνομαι απολύτως ότι η Εκκλησία είναι ένας συντηρητικός οργανισμός, δεν επιδέχεται εύκολα αλλαγές, καινοτομίες. Αρνείται να συγχρονίσει τον βηματισμό της σε μια εποχή κατακλυσμιαίων αλλαγών. Αρνείται να συνομιλήσει με την κοινωνία με όρους του σήμερα εμμένοντας σε μια στρεβλή, κατά τη γνώμη μου, παρακαταθήκη (;) των Πατερικών Κειμένων, στα οποία εξάλλου ομνύει.

Ψηφίδες ελπίδας και αισιοδοξίας, υπάρχουν. Δίπλα στον λόγο της εκκοσμίκευσης και της οιονεί μισαλλοδοξίας θα υπάρχει πάντα ο νηφάλιος και βαθύτατα θεολογικός λόγος, δηλαδή λόγος παρηγορίας και αγάπης, λόγος στοχαστικός, του Ναυπάκτου Ιερόθεου, ιεράρχου πράου, συνετού, με βαθειά παιδεία.
Ευτυχώς στον τόπο μας είμασταν μάλλον τυχεροί. Ο πρώην Άρτης Ιγνάτιος ήταν και είναι ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας. Απλός, φιλικός, ευπροσήγορος, δίπλα στη χαρά και στη λύπη, σαν δεσπότης στα παιδιά του. Ο νυν Άρτης Καλλίνικος, λιπαράς μορφώσεως και στέρεης θεολογικής παιδείας, ξενομερίτης, είναι δεσπότης ήπιων τόνων, με μετριοπαθή λόγο, συμπεριληπτικός. Ο λόγος του είναι λόγος παρηγορίας, είναι σεβάσμιος και δοτικός.

Ωστόσο η Εκκλησία λειτουργεί συνοδικά εν σώματι. Εκφράζεται θεσμικά. Γιαυτό και ενίοτε μπήκε στον πειρασμό και πολιτεύτηκε. Όπως πολιτεύτηκε απροκάλυπτα ο μακαριστός Χριστόδουλος στην μάχη των «ταυτοτήτων». Την μεγάλη ιδεολογική μάχη που κέρδισε ο Σημίτης. Όπως πολιτεύτηκε στις Βορειοελλαδίτικες πόλεις με τα συλλαλητήρια ενάντια στη «Συμφωνία των Πρεσπών». Όπως πολιτεύεται και τώρα υπενθυμίζοντας ότι το ποίμνιο (της) είναι εκλογείς, εκλογείς με προνομιακή σχέση με το κόμμα της ΝΔ ή και με τα κόμματα πέραν την ΝΔ Δεξιάς, γιαυτό και (όπως εκτιμά) αυτό το εκλογικό σώμα είναι πλέον «ευάλωτο» στον λόγο και τα κηρύγματά της.

Περίπου τα ίδια έλεγαν, τα ίδια έκαναν και το 1983,όταν δηλαδή εκδημοκρατίστηκε το Οικογενειακό Δίκαιο, τα ίδια έλεγαν, τα ίδια έκαναν και το 1982, όταν δηλαδή θεσπίστηκε ο πολιτικός γάμος. Και η Ιστορία ξέρουμε ποιον δικαίωσε.

Ούτως εχόντων των πραγμάτων ένα παλιό αίτημα παραμένει εξαιρετικά επίκαιρο. Ο διαχωρισμός Κράτους και Εκκλησίας, τουτέστιν ο διακριτός ρόλος του Κράτους, ως διοίκηση, με τον αντίστοιχο ρόλο της Εκκλησίας ως διακριτού πόλου θρησκευόμενων πολιτών που ασπάζονται το Ανατολικό Ορθόδοξο Δόγμα, κατά την ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 3 του Συντάγματος.

Και ναι μεν η ιστορική διαδρομή της εν Ελλάδι Εκκλησίας είναι έντονα συνυφασμένη με την διοικητική διάθρωση του Γένους (Βυζάντιο – Πατριαρχείο) και την συγκρότηση του Έθνους (επανάσταση του 1821 – Εκκλησία) πλην όμως μια εκκοσμικευμένη Εκκλησία πόρρω απέχει από την συνταγματική θεωρία και πρόνοια.
Η ΝΔ, εκφράζοντας παραδοσιακές /συντηρητικές αρχές και αξίες ουδέποτε θα τολμούσε, κατά τη γνώμη μου, έναν διαχωρισμό Κράτους και Εκκλησίας αφού η πλειοψηφία των ψηφοφόρων της συνιστά «ποίμνιο» της Εκκλησίας, «η Δεξιά του Κυρίου» που θάλεγε ο μακαριστός Χριστόδουλος.
Το ΠΑΣΟΚ, αν και στην πρώιμη ριζοσπαστική φάση του επέβαλε έναν διάλογο για τις σχέσεις Πολιτείας – Εκκλησίας (εκκλησιαστική περιουσία, δομή και οργάνωση εκκλησιαστικών συμβουλίων, αιτιολογική έκθεση νόμου του Τρίτση) εν τούτοις μπροστά στο ενδεχόμενο του πολιτικού κόστους δεν αποτόλμησε άλλα, πιο δραστικά, βήματα.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, ως «πρώτη φορά Αριστερά», δεν θέλησε ή δεν μπόρεσε να υπερασπιστεί την ρητή καταστατική διακήρυξή του, περί χωρισμού Κράτους και Εκκλησίας.
Κρίμα, γιατί δίπλα στον Μάρξ, τον Αλτουσέρ και τον Πουλαντζά μπορούν να συνυπάρχουν, όπως έλεγε και ο Κωστής Μοσκώφ, ο Εφραίμ ο Σύρος, ο Άγιος Αυγουστίνος και ο Γρηγόριος Παλαμάς.