Match point

Του Βαγγέλη Σακέλλιου

Δικηγόρου

«… Αυτός επείγεται να φτάσει η σχεδία στ’ ανοιχτά
Αδιαφορεί για τη συνάρτηση της Ιστορίας
Το διάγραμμα, τον τίτλο, τους όρους της συμμετοχής
τις δάφνες….»
Γ. Βέλτσος, Πομπές

Το 1995 από τις πάντα φροντισμένες εκδόσεις «ΠΟΛΙΣ» εκδόθηκε, με ένα εξαιρετικό εξώφυλλο του Πάουλ Κλέε, η στα καθ’ ημάς μετάφραση ενός σημαίνοντος-για την εποχή αλλά όπως αποδείχτηκε και για σήμερα, ιδίως για σήμερα-βιβλίου του Νορμπέρτο Μπόμπιο: «Δεξιά και Αριστερά».
Αντιγράφω από τα «προλεγόμενα» που υπογράφει ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς:
«Λίγοι αναρωτιούνται για το τι σημαίνει να είναι κανείς δεξιός, ενώ στην άλλη όχθη το ερώτημα παραμένει βασανιστικό και αγχωτικό. Έτσι, αν για τους τέως συνειδητούς και απερίφραστους «δεξιούς» το ζήτημα φαίνεται να έχει δευτερεύουσα συνειδησιακή σημασία, πολλοί από τους μέχρι πρόσφατα συνειδητούς και αξιακά συγκροτημένους «αριστερούς» νιώθουν ανήμποροι, αποπροσανατολισμένοι και βυθισμένοι στους βάλτους μιας ανυπόφορης κανονιστικής αμφιβολίας.

Σε αυτούς τους τελευταίους κυρίως απευθύνεται το βιβλίο του Μπόμπιο: σε εκείνους δηλαδή που εξακολουθούν να αγωνιούν νιώθοντας την ταυτότητά τους να ξεθωριάζει, να αποδιοργανώνεται, να ρευστοποιείται και να κατακερματίζεται. Σε εκείνους που εμμένουν στην αριστερή τους «ευαισθησία», αλλά ασφυκτιούν υπό την πίεση της διάχυτης εγχειρηματικής λογικής που τους αποπροσανατολίζει. Σε εκείνους που διστάζουν να αποξενωθούν από τις πεποιθήσεις που τους σφράγιζαν μίαν ολόκληρη ζωή. Σε εκείνους που επιχειρούν ακόμα να αναζωογονήσουν τις ξεφτισμένες αξιακές τους αφετηρίες. Σε εκείνους, τέλος, που ξέρουν ότι πίσω από έναν καθρέφτη που αντανακλά αντιφατικά και παραπλανητικά αξιακά είδωλα, καραδοκούν οι σειρήνες της αποστασιοποίησης, της αδιαφορίας και του καγχασμού. Και αναζητούν ερείσματα για να αντιδράσουν…»
Ξανασκέφτηκα τις καίριες και εύστοχες παρατηρήσεις του Έλληνα διανοητή, λίγο πριν ανοίξουν οι κάλπες της Κυριακής, με την αγωνία και την αμηχανία ενός αυτοπροσδιοριζόμενου αριστερού. Αγωνία για την έκφραση και πολιτική αποτύπωση της καθ’ ημάς Αριστεράς και αμηχανία για την επαναδιατύπωση των αξιακών αναφορών της σήμερα. Αγωνία για το διακύβευμα μιας εκλογικής μάχης και αμηχανία για τις συνδηλώσεις μιας σύγκρουσης επί του πολιτικού και κοινωνικού πεδίου.

Ως εκ τούτου η πρόσληψη μιας καταστατικά άνισης, άδικης και περιθωριοποιημένης κοινωνίας, που αναφέρεται στο συλλογικό δέον της Αριστεράς, είναι εκ νέου κυρίαρχη στο πολιτικό της αφήγημα μετά την πολιτική και ιδεολογική ηγεμονία της Δεξιάς τα τελευταία χρόνια.
Γι’ αυτό εξάλλου και η σύγκρουση, με πρωτοβουλία της νεοφιλελεύθερης παράταξης, αποϊδεολογικοποιείται παντελώς. Το ιστορικό και ουσιαστικό δίπολο «Δεξιάς-Αριστεράς» αντικαταστάθηκε βαθμιαία σ’ ένα άνευρο δίλημμα «προόδου-ανάπτυξης», «μπροστά-πίσω» που λίγο απέχει από το αλήστου μνήμης «φως και σκότος» του Μένιου Κουτσόγιωργα.
Η επιχειρούμενη (νέα) νοηματοδότηση απογυμνώνει, απορρυθμίζει την Αριστερά απ’ αυτό που εν τοις πράγμασι οφείλει να είναι: επικίνδυνη.
Επικίνδυνη για ό, τι είναι ή λογίζεται ως καθεστώς ή καθεστηκυία τάξη πραγμάτων, δηλαδή μια δύναμη ανατροπής και ρήξης.
Αν ανατρέξουμε στις απαρχές της ιδεολογικής και πολιτικής γέννησης των ιδεών της Αριστεράς, στην αφετηρία του προτάγματός της, στην αναγκαιότητά της ως αυθύπαρκτο ρεύμα αντίστασης και τον οιονεί εγκιβωτισμό της στην πλευρά των αδικημένων της Ιστορίας και της εργασίας, κοντολογίς δίπλα στους προλετάριους και «της γης τους κολασμένους», τότε θα δούμε ξεκάθαρα τις διαιρετικές τομές δύο κόσμων που δεν τέμνονται.
Και επειδή δεν τέμνονται, ο ένας κόσμος ανατρέπεται, καταστρέφεται. Αυτό δίδαξε, πρωτίστως, η Επανάσταση (και επικράτηση) των Μπολσεβίκων και η ανάδειξη του νέου κόσμου με την βίαιη ανακατάταξη των τάξεων και του πλούτου.

Αυτό σήμαινε ότι συγκρούονται συλλογικά και ταξικά συμφέροντα, ιδέες και αξίες. Σ’ αυτό ακριβώς το πλαίσιο αναδύθηκε και αποκρυσταλλώθηκε η αντιπαράθεση Δεξιάς και Αριστεράς μέσα από αξιακές επιταγές και πολιτικά προτάγματα. Ο ιστορικός διαχωρισμός, Δεξιάς και Αριστεράς, αν και με πολύπλοκη αντιφατικότητα, παραμένει ισχυρός, δηλωτικός, αναγκαίος στο να εμμένουμε στις νοηματικές αφετηρίες ενός άγριου και απρόβλεπτου πολιτικού παίγνιου. Έτσι, στην ιστορική της αφετηρία η Αριστερά οριζόταν και εξακολουθεί να ορίζεται γύρω από το αξιακό «μέτωπο της ανισότητας», το κατεξοχήν μέτωπο δηλαδή που συγκροτείται γύρω από το παλιό ερώτημα για τα κριτήρια και τους μηχανισμούς κατανομής των κοινωνικών αγαθών.
Γι’ αυτό και η διάκριση Δεξιάς και Αριστεράς (εξακολουθεί να) έχει νόημα. Συγκροτεί τη μήτρα της θεμελίωσης όχι μόνο των πολιτικών συγκρούσεων του περασμένου αιώνα αλλά, ιδίως, των αξιακών/ιδεολογικών εκείνων συγκρούσεων που καθορίζουν ακόμα τον πολιτικό στοχασμό.
Ο Ελληνικός εξαιρετισμός, αν και παράδοξος, δεν αποκλίνει από την Ευρωπαϊκή πορεία και ιστορία. Η ελληνική έκφραση της Αριστεράς, αρχικά με την ίδρυση του ΣΕΚΕ και συνακόλουθα με την μετεξέλιξή του στο ΚΚΕ, ταυτίστηκε με το όραμα και τις προσλαμβάνουσες της Σοβιετικής Ένωσης σε έναν ραγδαία ανατασσόμενο κόσμο, χωρίς θεωρητικές αναζητήσεις, σχεδόν στα όρια του εμπειρισμού. Η πορεία της Αριστεράς, πολιτικά και στρατιωτικά, τα χρόνια της κατοχής και του εμφυλίου πολέμου, η έμπρακτη αμφισβήτηση του καθεστώτος και η ένοπλη σύγκρουση για την κατά κυριολεξία κατάληψη της εξουσίας, η περιπετειώδης διαδρομή τα μετεμφυλιακά χρόνιατης «λευκής τρομοκρατίας», η καθολική απαγόρευση του ΚΚΕ, οι εκτελέσεις, οι εξορίες, οι διωγμοί των αριστερών στον απόηχο και ιστορικά ανεξήγητου «τι Παπάγος, τι Πλαστήρας» δικαιολογούν και ερμηνεύουν το δίπολο «Δεξιά και Αριστερά» αναδεικνύοντας τη θεμελιώδη αντίθεση τους.

Ούτως ειπείν αυτή η αντιπαράθεση ήταν και παραμένει εναργής και καθοριστική ανεξάρτητα του τρόπου εκδήλωσης και έκφρασής της. Κι αν για τη Δεξιά το αφήγημα και η ιδεολογική σκευή της, συνεπικουρούμενα από την χρόνια άσκηση εξουσίας (της) δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερα ερμηνευτικά προβλήματα στην κατανόησή τους, για την Αριστερά, την πληθυντική Αριστερά, οι προσεγγίσεις ποικίλουν, φιλτράρονται στο πρίσμα μιας «ιδεολογικής καθαρότητας» αναδεικνύοντας πολλές και παράλληλες ερμηνείες και αναγνώσεις. Η ιδεολογική συνάφεια στα ρεύματα της Αριστεράς δεν αρκεί.
Αυτό εύκολα γίνεται αντιληπτό από την άρνηση εκφράσεων και εκφάνσεων της Αριστεράς να συνυπάρξουν, να συμμαχήσουν. Οι « ομιλούμενες γλώσσες» είναι πολλές και ανόμοιες για να αποκτήσουν κοινή εκφορά, κοινό στίγμα. Η στα καθ’ ημάς πληθυντική Αριστερά, είτε ως «συμμαχία», είτε ως « ανυπότακτη», είτε ως «ρήξη», είτε ως « ιστορική», έχει ένα κοινό παρανομαστή: την πολιτική μήτρα της ιδεολογίας των τάξεων και των ανισοτήτων.
Η ιστορική διαδρομή της, πολυκύμαντη και πολυσήμαντη, βαρύνεται με δουλείες, δολιχοδρομίες, διαψεύσεις. Γέννησε «γενιές ήττας» περιχαρακωμένη αυτάρεσκα στην υπεροχή των ιδεών της, στο φαντασιακό της κόκκινης σημαίας, σ’ ένα απέραντο κοιμητήριο μαρτύρων της, σ’ ένα κενοτάφιο ιδεών, σε ξέπνοους θούριους και παλιά αντάρτικα.

Ωστόσο, επαναλαμβάνω και πάλι πως, η Αριστερά οφείλει να πορεύεται με όρους μέλλοντος, όχι με θρήνους της νοσταλγίας.
Η εκ νέου νοηματοδότηση και ανάγνωση της Πολιτικής της, του σκληρού δηλαδή πυρήνα της αξιακής της αναφοράς στους αδύναμους και αναγκεμένους ανθρώπους, ανασυνθέτει την πολιτική και κοινωνική διαμάχη και σύγκρουση. Αυτή η διαμάχη, αυτή η σύγκρουση, όπως και να το δούμε, αντανακλάται σε μετρήσιμο μέγεθος στις εθνικές εκλογές.
Η πολιτική και η κοινωνική ηγεμονία της Δεξιάς, εδώ που φθάσαμε, αντιμετωπίζεται και αναμετράται μόνο με ό, τι ορίζεται και προσλαμβάνεται ως ριζικά αντίθετο, ως «απέναντι». Οι πολλαπλές αναγνώσεις ενός κοινού, κατάβάση, αφηγήματος(για τις δομές του κράτους, την πρόνοια των πολιτών, τις εξωτερικές σχέσεις) θολώνουν τα όρια και τις γραμμές μιας «Δεξιάς» ή «Αριστερής» διαχείρισης.
Γι’ αυτό και η Αριστερά δεν διαχειρίζεται, αλλά καταργεί, αλλάζει, καινοτομεί.
Ενισχύει δηλαδή την διαιρετική τομή με την Δεξιά και τα συμφραζόμενά της, ομνύοντας πάντα στους ασθενέστερους και αδύναμους, δηλαδή στις τάξεις που εκπροσωπεί.
Το δίλημμα, λοιπόν, «Δεξιά» ή «Αριστερά» παραμένει. Είναι επίκαιρο. Αρκεί βέβαια να απαντηθεί.

Υ.Γ. Το «match point» είναι από τις πιο όμορφες ταινίες του Γούντυ Άλεν. Η ταινία ξεκινά με μια μπάλα που παγώνει, μετέωρη, πάνω από το δίχτυ του τένις. Δεν ξέρουμε πού θα πέσει, ποιος θα κερδίσει τον πόντο…..