Tα άνθη του κακού (περί ποινικού λαϊκισμού)

Του Βαγγέλη Σακέλλιου
Δικηγόρου

«…Κλείσαν οι πόρτες οι βαριές
βροντήσαν οι αμπάρες
κι εγώ κατάδικος θα ζήσω τώρα
μες στο κελί το σκοτεινό της φυλακής.
Στα κάτεργα κατάδικος
γιατί ειν’ ο κόσμος άδικος…»

Τάκης Μπίνης, Στα κάτεργα κατάδικος,
από το άλμπουμ «το ποινικό μητρώο» 1993

Οι αλλαγές είχαν ήδη προαναγγελθεί. Αποσπασματικά μεν αλλά με στόχευση. Οι κυοφορούμενες δομικές αλλαγές σε 105 άρθρα του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όπως αυτές δημοσιοποιήθηκαν και θα εκτεθούν στην βάσανο της διαβούλευσης (με Δικαστές και Δικηγόρους κατεξοχήν) αλλάζουν άρδην τον ποινικό χάρτη όπως τουλάχιστον τον ξέραμε μέχρι τώρα.
Οι εξαγγελθείσες αλλαγές στο βαθμό που θα αποτυπωθούν σε νέα νομοθετήματα, υπηρετούν ευλαβικά τις παθογένειες της Ποινικής Νομοθεσίας αφού σε σύντομο, σχετικά, χρονικό διάστημα σημειώθηκαν εννέα (!!!) αλλαγές σημαίνουσας αξίας στο corpus του Ποινικού Κώδικα.
Αν μάλιστα αυτές οι αλλαγές, που εστιάζουν αποκλειστικά στην ποινική δίκη, τον κατηγορούμενο, την ποινή και την διαδικασία εκτέλεσης της, συνδυαστούν με τον ευρύτερο σχεδιασμό αναδιάταξης (καθ’ ύλην και κατά τόπο) του δικαστικού χάρτη (κατάργηση Ειρηνοδικείων, συγχώνευση Πρωτοδικείων, αλλαγές στον Κανονισμό Λειτουργίας των Δικαστηρίων και στον Κώδικα Δικαστικών Λειτουργών) τότε δεν θα μιλάμε απλώς για αλλαγές αλλά για …αλλαγή.

Ο Υπουργός Δικαιοσύνης εισηγείται ένα αυστηρό πλαίσιο ποινών μικρομεσαίας παραβατικότητας/εγκληματικότητας με διακηρυχθέντα (του) στόχο την καταπολέμηση της ατιμωρησίας προσβλέποντας ταυτόχρονα στην επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας.
Ένα πλέγμα διατάξεων αφορά αποκλειστικά το ποινικό status των αδικημάτων και την ποινική μεταχείριση του δράστη που κηρύχθηκε ένοχος. Εδώ η αυστηρότητα και ο αφορισμός περισσεύουν. Το άλλο πλέγμα διατάξεων αφορά αυτή καθ’ αυτή την ποινική διαδικασία με ομολογημένο στόχο την επίσπευση της διαδικασίας σε ανακριτικό/προανακριτικό στάδιο και στο στάδιο διεξαγωγής της δίκης.

Η κυρίαρχη ιδέα που παρατηρείται σε ολόκληρο το πλέγμα καθιέρωσης, αξιολόγησης και επιβολής της (αυστηρής) ποινής ξορκίζει το (υπαρκτό) φαινόμενο της ατιμωρησίας και υιοθετεί το αυστηρό πλαίσιο καταδίκης κατεξοχήν σε αδικήματα βαθμού πλημμελήματος, ήτοι για παραβάσεις μικρομεσαίας εγκληματικότητας.
Γιαυτό και η σημασία του νέου νομοθετήματος ξεπερνά το επαγγελματικό ενδιαφέρον του νομικού κόσμου. Δεν περιχαρακώνεται, δηλαδή, στις απόψεις, ενστάσεις, διαφωνίες και προτάσεις των δικαστών, εισαγγελέων και δικηγόρων αλλά συνιστά κοινωνικό επίδικο.
Κι αυτό γιατί πίσω απ’ τις ποινές που η Πολιτεία επιφυλάσσει στους δράστες κρύβεται το αξιολογικό και συμβολικό φορτίο της πράξης, αυτής καθ’ εαυτής, όπως εκλαμβάνεται στον κοινωνικό κώδικα ενός κράτους.
Το επίδικο αυτό δεν έχει πάντα τις ίδιες σταθερές. Επανακαθορίζεται και αξιολογείται μέσα στην δυναμική πορεία των γεγονότων, στις αλλαγές των συνθηκών, στην αναδιάταξη των ιεραρχήσεων, πολλές φορές και στα «θέλω» μιας κοινωνίας, που με τον τρόπο της επιβάλει ρυθμίσεις και αλλαγές ώστε να ικανοποιείται «το περί δικαίου αίσθημα».
Ωστόσο αυτή η προσέγγιση, αυτή η παραδοχή είναι εσφαλμένη. Αφορά και αποσκοπεί στο «θυμικό» του κοινού, στην «δίψα» μιας αρένας. Τροφοδοτεί αστόχαστα και επικίνδυνα έναν ιδιότυπο ποινικό λαϊκισμό που λίγο απέχει από την ανιστόρητη «συγκίνηση της Δημοκρατίας».

Το Δίκαιο και οι κανόνες που το κανοναρχούν ούτε δικαίωμα ούτε καθήκον της «κοινωνίας» είναι. Υπακούει σε αυστηρές θεσμικές πρόνοιες και συνυπηρετείται από όλους τους συλλειτουργούς της Δικαιοσύνης. Και ο πολίτης, ο κάθε πολίτης, πρέπει να αισθάνεται την απόλυτη ασφάλεια δικαίου ενώπιον του φυσικού του δικαστή.
Εάν έτσι, λοιπόν, έχουν τα πράγματα, οι δομικές αλλαγές σε 105 άρθρα του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας που εξήγγειλε και προωθεί ο Υπουργός Δικαιοσύνης ενισχύουν την δυσπιστία, την καχυποψία, τα ερωτήματα τόσο του νομικού κόσμου όσο και του απλού πολίτη που, από συγκυρίες ή όχι, θα βρεθεί κάποτε στο εδώλιο. Ίσως μάλιστα και στη … φυλακή εάν το φιλόδοξο νομοσχέδιο καταστεί τελικά νόμος. Και εξηγούμαι :

Ένα ενδεικτικό εράνισμα των υπό τροποποίηση διατάξεων στο corpus του Ποινικού Κώδικα οδηγεί στα εξής συμπεράσματα : 1) Για ποινές άνω των τριών ετών ο δράστης (ακόμα και σε αδικήματα πλημμελημάτων) θα οδηγείται στη φυλακή για να εκτίσει μερικά ή συνολικά την ποινή του. 2) Οι ποινές φυλάκισης άνω του έτους έως δύο ετών θα εκτίονται πρωτίστως με εναλλακτικούς τρόπους, δηλαδή ή με μετατροπή της ποινής σε χρηματική ή με παροχή κοινωφελούς εργασίας. 3) Τα οικονομικά αδικήματα (απάτη, υπεξαίρεση, τοκογλυφία, απιστία) διώκονται αυτεπάγγελτα σηματοδοτώντας έτσι το τέλος της «ιδιόρρυθμης ασυλίας» για στελέχη Τραπεζών και ΝΠΔΔ. Ρύθμιση, ωστόσο που θα πρέπει να συμπεριλάβει και το ΤΑΙΠΕΔ και το ΤΧΣ. 4) Αυτεπαγγέλτως ο εισαγγελέας μπορεί να επιλαμβάνεται υποθέσεων που αφορούν απάτη με ηλεκτρονικό υπολογιστή, όπως το «phishing», με θύματα πολίτες που βλέπουν να αδειάζουν οι τραπεζικοί λογαριασμοί τους. Επίσης δεν θα απαιτείται υποβολή μήνυσης για υποθέσεις μη καταβολής διατροφής από τον υπόχρεο αυτής. 5) Η πρόσκαιρη κάθειρξη για κακουργήματα αυξάνεται από 15 στα 20 χρόνια για όλα τα κακουργήματα. 6) Αυστηροποιείται το πλαίσιο ποινής για πρόκληση δασικής πυρκαγιάς από αμέλεια, με την προβλεπόμενη ποινή να κυμαίνεται από 3 έως 5 χρόνια φυλάκιση. Για το ίδιο αδίκημα προβλέπονται υψηλές χρηματικές ποινές έως και 200.000,00 ευρώ. Οι δράστες θα εκτίουν τις ποινές τους ακόμα και για πλημμελήματα, ενώ προβλέπεται και δήμευση της περιουσίας τους. 7) Για τα θανατηφόρα τροχαία η κατώτερη ποινή ανέρχεται πλέον στα τρία χρόνια. Όταν μάλιστα ο οδηγός παραβιάζει κόκκινο σηματοδότη και επιφέρει θάνατο ή βαριά σωματική βλάβη, τότε η πράξη θα τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος. 8) Αυστηροποιείται το πλαίσιο για την υφ’ όρον απόλυση με το δικαστικό συμβούλιο να εξετάζει επί της ουσίας τα κριτήρια που αφορούν τη βαρύτητα του εγκλήματος, τα ατομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά του καταδικασθέντος καθώς και τη στάση του απέναντι στο έγκλημα που διέπραξε. 9) Διευρύνεται ο κύκλος των πλημμελημάτων που θα εκδικάζονται από μονομελείς συνθέσεις (το γεγονός αυτό δημιουργεί εκ των πραγμάτων ουσιαστική ανασφάλεια δικαίου αφού λείπουν πλέον οι ασφαλιστικές δικλείδες σύνθετης και πολυπρόσωπης δικαστικής κρίσης). Επιπλέον, στην αρμοδιότητα των Τριμελών Πλημμελειοδικείων παραμένουν σοβαρά πλημμελήματα (π.χ. παράβαση καθήκοντος, ανθρωποκτονία από αμέλεια) ενώ καταργούνται τα Πολυμελή Εφετεία, δηλαδή ο πιο πολυπρόσωπος δικαστικός σχηματισμός. 10)

Αναμορφώνεται το πλέγμα της ποινικής διαπραγμάτευσης. Ο κατηγορούμενος, εφόσον παραδεχθεί την ενοχή του μπορεί να υπαχθεί σε αυτό το καθεστώς και πριν από την άσκηση ποινικής δίωξης. Εξαιρούνται, βέβαια, βαριά αδικήματα όπως αυτά του βιασμού, της προσβολής γενετήσιας αξιοπρέπειας και οι ανθρωποκτονίες. 11) Θεσπίζεται το ακαταδίωκτο για τους επαγγελματίες (δασκάλους, καθηγητές, ψυχολόγους) που καταγγέλλουν στις Αρχές υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας, ενώ παρέχεται προστασία σε εργαζόμενους σε νοσηλευτικά ιδρύματα που ασκείται σε βάρος τους βία. 12) Για πλειάδα αδικημάτων καταργείται η (ενδιάμεση) κρίση των δικαστικών συμβουλίων με την συνακόλουθη έκδοση βουλευμάτων και οι υποθέσεις, χωρίς φίλτρο αξιολόγησης, παραπέμπονται κατευθείαν στο ακροατήριο.
Από την, ενδεικτική, επισκόπηση των παραπάνω αφενός διαπιστώνεται ο ομολογημένος στόχος του Υπουργού Δικαιοσύνης/Κυβέρνησης να αυστηροποιηθεί το πλαίσιο επιβολής ποινών, σε μεγάλη έκταση να εκτίονται αυτές, να παρακάμπτονται, με πρόσχημα την επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας, τα θεσμικά φίλτρα αξιολόγησης και δικανικής κρίσης κατά την προδικασία μέσω των δικαστικών συμβουλίων και να οδηγούνται χωρίς τον απαιτούμενο έλεγχο οι υποθέσεις στο ακροατήριο, συνήθως σε βάρος των κατηγορουμένων.
Εάν δε ληφθεί υπόψιν ότι οι εξαγγελθείσες και κυοφορούμενες αλλαγές στο corpus του Ποινικού Κώδικα αλλάζουν και διαμορφώνουν το νέο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας και των ποινών αυτών καθαυτών για ένατη (!!!) συνεχόμενη φορά μέσα σε διάστημα λίγων χρόνων αντιλαμβάνεται κανείς ότι όλα τα προγενέστερα νομοθετήματα, όπως και το κυοφορούμενο μάλιστα, ούτε από συνοχή διακρίνονται, ούτε από μια ενιαία δομική κουλτούρα που (πρέπει να) διέπει το Ποινικό Δίκαιο, ούτε απαντούν στα κρίσιμα προβλήματα μιας βραδυπορούσας Δικαιοσύνης.
Παρά το γεγονός ότι έως σήμερα το υπό κρίση νομοσχέδιο δεν τέθηκε σε διαβούλευση με τους εταίρους του νομικού κόσμου ( δικαστές, εισαγγελείς, δικηγόρους) εντούτοις δέχεται τα πυρά, τις διαφωνίες και τις ενστάσεις με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο.

Ο Πρόεδρος της «Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων» (και καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ) Ηλίας Αναγνωστόπουλος χαρακτήρισε το νομοσχέδιο ως «έκτρωμα και το χειρότερο τα τελευταία 70 χρόνια».
Παρόμοιες αντιδράσεις, διαφωνίες και επιφυλάξεις διατυπώθηκαν από μέλη του ΔΣ της «Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων» και από εκπροσώπους του δικηγορικού κόσμου, οι οποίοι μάλιστα επισημαίνουν με νόημα πως «αν υιοθετηθούν στην πράξη οι προβλεπόμενες ποινές και η εκτέλεση τους τότε θα χρειαστούμε κι άλλες τόσες φυλακές τουλάχιστον» !!!

Ωστόσο, στην Ελλάδα δεν χρειαζόμαστε «πολλές άλλες φυλακές». Χρειαζόμαστε αξιοπρεπή σωφρονιστικά καταστήματα στα οποία ο υπόδικος/κατάδικος με αυτογνωσία και στιβαρή σωφρονιστική πολιτική να μπορεί, όταν εξέλθει της φυλακής, να γίνει και να νοιώσει σαν ένας από εμάς, τους απ’ έξω.
Η υιοθετούμενη αυστηροποίηση των ποινών δηλώνει μόνο την ανασφάλεια μιας φοβικής κοινωνίας. Πρέπει να αντιληφθούμε ότι το Κράτος δεν είναι (μόνο) τιμωρός. Είναι , πρωτίστως, ο θεματοφύλακας μιας ασφάλειας Δικαίου. Και το Δίκαιο δεν υπαγορεύεται μόνο από τον νόμο. Απαιτεί και ενσυναίσθηση