Tο Συναξάριο της Κοίμησης της Θεοτόκου από τον Άγιο Δαμασκηνό τον Στουδίτη, Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Άρτης σε πεζό και ποιητικό λόγο
Του πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου-χημικού
Εισαγωγικά
Ο Άγιος Δαμασκηνός ο Στουδίτης γεννήθηκε περί το 1520 στη Θεσσαλονίκη.Μετά τις σπουδές του εισήλθε στη Μονή Στουδίου της Κωνσταντινουπόλεως, όπου χειροτονήθηκε υποδιάκονος.Το 1560 στον Ναό των Αρχαγγέλων («Ροτόντα») της Θεσσαλονίκης ο Ιερομόναχος Δαμασκηνός χειροτονήθηκε Επίσκοπος «Λητής και Ρενδίνης» από τον Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Θεωνά. Το 1574 έγινε μητροπολίτης Ναυπάκτου και Άρτης. Στη μητρόπολη αυτή πέθανε το 1577.Ο Δαμασκηνός Στουδίτης χαρακτηρίσθηκε ως ο πιο λόγιος και ενάρετος κληρικός του καιρού του.Γνωστό έργο του Δαμασκηνού είναι ο «Θησαυρός». Αυτός αποτελείται από 36 ηθικούς και πανηγυρικούς λόγους οι οποίοι δεν είναι πρωτότυποι αλλά μεταφράσεις πατερικών κειμένων.Εκδόθηκε αρκετές φορές (51 περίπου φορές μέχρι το 1926 μ.Χ).Στα Θεομητορικά έργα που περιέχονται στον Θησαυρό συγκαταλέγονται και τα εξής:
1.Λόγος κοινή γλώττη εις την Κοίμησιν της υπερευλογημένης Δεσποινής ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας. (Λόγος ΙΒ΄).
2. «Στίχοι ηρωελεγείοι εις την Κοίμησιν της υπερευλογημένης Θεοτόκου Μαρίας ». Το παραπάνω ποίημα υπάρχει σε όλες τις εκδόσεις του «Θησαυρού».
Επίσης το έργο-ποίημα του Αγίου Δαμασκηνού «Ομηρόκεντρα εις την κοίμησιν της Θεοτόκου σύνθετα (γρ. συντεθέντα) παρά του ταπεινού επισκόπου Λιτής και Ρενδίνης Δαμασκηνού» σώζεται στον κώδικα 347 της Μονής Διονύσου.
Το Συναξάριο της Κοίμησης της Θεοτόκου σύμφωνα με τον Λόγο ΙΒ του Αγίου Δαμασκηνού.
Τα γεγονότα που σχετίζονται με την Κοίμηση της Θεοτόκου σύμφωνα με τον σχετικό λόγο είναι τα παρακάτω:
Ο Αρχάγγελος Γαβριήλ επισκέπτεται την Παναγία κρατώντας κλαδί φοινικιάς. Κατά την επίσκεψη της ανακοίνωσε ότι μετά από τρεις ημέρες θα μετατεθεί από τη γη στους ουρανούς.
Όταν έφτασε η τρίτη μέρα, ένα σύννεφο άρπαξε όλους τους Αποστόλους από τα μέρη όπου κήρυτταν και τους πήγε στη Γεσθημανή στο σπίτι της Παναγίας. Εκτός από τους Αποστόλους το σύννεφο άρπαξε και τον Διονύσιο Αρεοπαγίτη, τον διδάσκαλό του Ιερόθεο και τον Ιάκωβο τον Αδελφόθεο. Η Παναγία χάρηκε πολύ που τους είδε λίγο πριν φύγει, γιατί της δόθηκε η ευκαιρία να τους αποχαιρετήσει. Ακούγοντας τα λόγια της οι Απόστολοι έκλαψαν πολύ και όλοι αναρωτήθηκαν με λύπη ότι από την στιγμή που θα έφευγε η Παναγία, ποιος θα τους παρηγορούσε και θα τους καθοδηγούσε. Τότε η Παναγία τους ζήτησε να μην λυπούνται διότι μπορεί να μην την έχουν σωματικά κοντά τους, αλλά θα την έχουν νοητά, δεν θα χωριστεί από αυτούς, αλλά ούτε και από κανέναν άλλον που θα την ζητεί, επειδή θα είναι η μεσίτρια για όλους τους Χριστιανούς. Τότε οι Απόστολοι την παρακάλεσαν να τους αφήσει λόγο παρηγοριάς για να τον θυμούνται.
Η Παναγία έκανε αυτό που της ζήτησαν οι Μαθητές και τους είπε ότι ο κόσμος είναι σαν πραγματεία, ο Θεός είναι ο Βασιλιάς και αυτοί είναι οι πραματευτάδες. Ο Χριστός τους έστειλε στον κόσμο σαν πραματευτάδες για να κηρύξουν, να καθοδηγήσουν και να κερδίσουν τις ψυχές των παραπλανημένων ανθρώπων, ώστε να εισέλθουν στην Βασιλεία του Υιού της. Τους συμβούλεψε να μην φοβούνται τους Βασιλιάδες, γιατί μόνο το κορμί τους μπορούν να βλάψουν, κι όχι τη ψυχή τους. Μόνο ο Θεός έχει τη δύναμη να βλάψει τη ψυχή και το σώμα τους. Τους ευχήθηκε να είναι αγαπημένοι, να έχουν ειρήνη μεταξύ τους και πάντα θα είναι μαζί τους για να τους στηρίζει και να τους παρηγορεί. Αυτά τα λόγια είπε η Παναγία, έκλεισε τα μάτια της και κοιμήθηκε. Τότε πήραν το σώμα της οι Απόστολοι και το πήγαν στον τάφο που ήταν προετοιμασμένος. Άφησαν κάτω το λείψανο για να το αποχαιρετήσουν όσοι ήταν εκεί και με εγκώμια την αποχαιρέτησαν όλοι ένας προς ένας. Τρεις ημέρες και νύχτες φύλαγαν τον τάφο της Παναγίας οι Απόστολοι. Όμως ο Θωμάς έλειπε, όταν κοιμήθηκε η Παναγία, γι’ αυτό ένα σύννεφο τον άρπαξε και τον πήγε στον τάφο της. Καθώς πήγαινε ο Θωμάς συνάντησε την Παναγία σύσσωμη να πηγαίνει στους ουρανούς και του έδωσε την αγία Ζώνη της. Όταν έφτασε ο Θωμάς, ζήτησε από τους Αποστόλους να ανοίξουν τον τάφο για να την αποχαιρετήσει κι αυτός. Άνοιξαν τον τάφο και δεν υπήρχε το σώμα, διότι το κορμί της έγινε άφθαρτο και αθάνατο. Για να αποδειχτεί ότι πράγματι είναι σύσσωμη στους ουρανούς, εμφανίστηκε μια μέρα στο τραπέζι των Αποστόλων.
Το Συναξάριο της Κοίμησης της Θεοτόκου σε ποιητικό λόγο
Σε όλες τις Εκδόσεις του «Θησαυρού» βρίσκεται ποίημα που αποτελείται από 124 στίχους αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Έχει τον τίτλο
«Στίχοι ἡρωελεγεῖοι εἰς τὴν Κοίμησιν τῆς ὑπερευλογημένης Θεοτόκου Μαρίας»και βρίσκεται σε όλες τις Εκδόσεις του «Θησαυρού».Πρόκειται, σύμφωνα με τους ιστορικούς μελετητές,για το πρώτο θρησκευτικό ποίημα μεταβυζαντινού συγγραφέα που γράφτηκε στην αρχαία γλώσσα.
Ο Δαμασκηνός χρησιμοποιεί τον ομηρικό τρόπο αφήγησης, μιμούμενος πολλές φορές φράσεις ή στίχους του Ομήρου. Το ποίημα αρχίζει ως εξής: «Εύτε Θεού Μήτηρ κλεινή Μαρία βιοδώτου ήμελεν εκ γαίης εις πόλον επτάμεναι».(Μετάφραση: «Όταν η Μήτηρ του Θεού η ένδοξη Μαρία έμελλε να πετάξει από την ξωοδότειρα γη (βιοδώτου εκ γαίης) στον ουρανό (εις πόλον).
Στη συνέχεια παρουσιάζουμε το ποίημα αυτό στην νεοελληνική γλώσσα και σε παραγράφους για την καλύτερη κατανόηση του περιεχομένου του.
Α. Συγκέντρωση των Αποστόλων
Όταν η Μητέρα του Θεού, η ένδοξη Μαρία
Από τηγη στον ουρανό έμελλε να πετάξει
Αντάμα όλοι του Χριστού οι μαθηταί κινώντας
Με του Κυρίου προσταγή εφτάσανε στο σπίτι
Σε σύννεφα μετέωροι, στερνή φορά να τη δούνε.
Β. Διάλογος Παναγίας-Αποστόλων
Κι ως είδον την στην κλίνη της καλοσιγυρισμένη
«Γιατί Μητέρα του Θεού,κείτεσαι σκεπασμένη,
Με ρούχα καλοκέντητα κι ομορφοστολισμένα;
Πες μας στ΄αλήθεια,λέγε μας,μη να πεθάνεις θέλεις;
Και τότε η πολυύμνητη τους απαντά η Μαρία.
«Ακούσατέ μου μαθηταί του Λόγου μου και Γιού μου,
Τι θα σας πω αληθινά,όσα να γίνουν είναι.
Ήλθεν ο Άγγελος Γαβριήλ πρωϊ-πρωϊ κι εκράτει
Στα χέρια του ολοφούντωτο της φοινικιάς κλωνάρι
Και μου μηνάει στον ουρανό από την γη πως φεύγω.
Το σώμα τούτο μες΄στην γη την καρπερή θα αφήσω
Μα τη ψυχή στου τέκνου μου τα χέρια τηνε δίνω.
Όμως τριήμερη κι εγώ θα αναστηθώ και πάλι
Θα σας χαρίσω τη χαρά που τη ψυχή σας τρέφει.
Για τούτο μη στενάζετε κι ας μη σας τρώει η θλίψη
Κι αυτό καθένας ξέροντας ας μην είναι λυπημένος.
Κι εγώ στα ουράνια φεύγοντας παιδιά μου αγαπημένα
Ποτέ δεν θα αποχωριστώ απ΄όλους τους δικούς μου».
Γ.Προσευχή της Παναγίας
Έτσι είπε και σηκώνοντας τα χέρια της ευχήθη
Με όση δύναμη έμενε μέσα στα σωθικά της.
«Ω Βασιλιά μου, του Πατρός παιδί αγαπημένο,
Κατέβα από τα παλάτια σου και δέξου με,
Και πάρε στα χέρια Σου τα θεϊκά ετούτη τη ψυχή μου».
Δ.Η Κοίμηση της Παναγίας
Είπε και την εσκέπασε το τέλος του θανάτου.
Κι ως η ψυχή της πέτονταν από το θεσπέσιο στόμα
Το πνεύμα της απόμεινε στο νεκροκρέβατό της
Αποσπασμένο από τη ζωή που έφυγε και πάει
Μεσ΄ των νεκρών το ζοφερό και απύθμενο σκοτάδι
Να δει τις φοβερές πληγές αυτών που τυραννιούνται
Ατέλειωτα για σφάλματα που στη ζωή εκάναν
Και να γνωρίσουν τον Θεό ποτέ τους δεν θελήσαν
Ε.Η κηδεία της Παναγίας.
Κι ως ξέπνοη την είδανε οι Απόστολοι να μένει
Κι απ΄άλλες πόλεις ιερές άνδρες εκεί φτασμένοι
Τέτοια κι άλλα δακρύζοντας έλεγαν μεταξύ τους.
«Μεγάλη λύπη, φίλοι μας στους χριστιανούς εγίνη,
Οπού πεθαίνει σήμερα η Παρθενική Μαρία
Η Κόρη,που των ευσεβών ήταν χαρά και δόξα.
Όμως τώρα ελάτε στην στιγμή το Πάναγνό της Σώμα
Στον τάφο να το βάλουμε, που άτεκνο έχει μείνει.
……………………………………………
Έτσι είπαν κι όλοι παίνεψαν τα λόγια αυτά και τότε
Τελώντας όσα πρόσταξαν τούτοι οι θεσπέσιοι άνδρες
Στους ώμους ολοπρόθυμα οι άριστοι από εκείνους
Σηκώνουν της ισόθεης της Θεοτόκου κλίνη.
Κι άλλοι βαριαστενάζοντας συνόδευαν το ξόδι
Κι Άγγελοι αόρατοι απ΄τα ουράνια υμνολογούσαν.
Κι αφού το σώμα απέθεσαν στον πέτρινό του τάφο
Σιγή μεγάλη κάνανε τα δάκρυα σταματώντας.
ΣΤ. Οι εξόδιοι λόγοι των Αποστόλων
Κι ο Πέτρος ο πρεσβύτερος από τη δωδεκάδα
Των μαθητών αρχίζοντας τούτα τα λόγια είπε:
«Ακούστε με όλοι του Χριστού οι αγαπημένοι Φίλοι
Οπού παρασταθήκατε στην Όσια τούτη Κόρη,
Να σας ειπώ όσα η ψυχή από τα στήθη μου προστάζει.
Τούτη η παρθένα Μαριάμ και του Θεού Μητέρα
Στον ξέμακρο έφυγε Όλυμπο από τηγη πετώντας,
Στου καθενός μας την καρδιά πόνο άρητο έχει αφήσει.
Μα ελάτε,ως είπα όλοι μαζί να ψάλλουμε τη δόξα
Των ευσεβών την άφθαρτη Μαρία κι αγαπημένο
Το πως είναι για όλους μας να λέμε τέτοιο μέλος.
Χαίρε, Παμβασιλέα Θεού μητέρα δοξασμένη
Μαρία Παναγνότατη, χριστιανών το κλέος
Του Παντοκράτορα Αγαθό γέννησες τέκνο Κόρη
Χωρίς το σπέρμα ανδρός εσύ, Θεόν έτεκες Μαρία
Υιόν που τ΄αμαρτήματα κάθε θνητού έχει σβήσει,
Σωτήρα που εχάρισες σε όλους αθανασία
Στα μέλη του υπομένοντας πάθη φρικτά στα χέρια,
Αμαρτωλών που στο Σταυρό τον κάρφωσαν οι αχρείοι».
Τότε εσηκώθη δεύτερος ο μέγας Παύλος που ήταν
Όλων των άλλων αρχηγός μετά τον Πέτρο,κι όλοι,
Στόμα Χριστού τον έκραζαν κι άρχισε ευθύς τον ύμνο,
Με σεμνοπρέπεια πολλή κι έλεγε αυτά τα λόγια:
«Χαίρε κάθε θεόσταλτου καλού, Εσύ γεννήτρια
Χαίρε δωρήτρια αγαθών, των ευσεβών το κλέος,
Που του ουράνιου Θεού εσύ έτεκες τέκνο,
Δίχως της γέννας να γευτείς πόνους σαν οι άλλες,
Αυτόν που από τον σκοτεινό και παγωμένο Άδη
Πύλες βαθειές ανοίγοντας έσωσε όσους εκράτει
Δυστυχισμένους, κι έρριξε με το θεϊκό του σθένος
Κι΄εκείνον και τους φίλους του μέσα σε αιώνιο τάφο».
Τρίτος τον λόγο εσήκωσε και είπε ο Ιωάννης
Αυτός όπου βροντόλαλο ο Ύψιστος καλούσε
«Χαίρε μου, Κόρη άφθορε των χριστιανών το μέγα
Όνειρο και τ΄αείζωο των ευσεβών το κλέος.
Εσύ οπού διαλέχτηκες στις γενεές τις τόσες
Θεού Υιό με άσπορο τόκο να μας χαρίσεις.
Αυτόν που αφού επλήρωσε τις προφητείες όλες,
Όσες στηγη πως θα γεννούν προείπαν οι προφήτες,
Στον μακρινό τον Όλυμπο ψηλά έχει πετάξει,
Λέγοντας τ΄Άγιο Πνεύμα του στους φίλους του θα αφήσει».
Τέταρτος πήρε να μιλάει ο αδελφός του Ιωάννη,
Ο Ιάκωβος που έλεγε τα λόγια αυτά στην Κόρη.
«Χαίρε πολυύμνητε του Θεού Μητέρα του Ζωοδότη,
Μαρία Άχραντε,τρανό των χριστιανών καμάρι,
Οπού εγέννησες Θεού Υιό αγαπημένο, κι από τα ύψη
Του ουρανού τα αγνά στην γη τον έχεις φέρει.
Και αυτός,αφού επλήρωσε με θαύματα τη γη μας,
Την πίστη ως μας εδίδαξε,πάλι στα ουράνια υψώθη
Απ΄ όπου πίσω θε ναρθεί κριτής νεκρών και ζώντων».
Κι εκείνοι τέτοια λέγοντας,παινεύανε την Κόρη,
Μαρία την αγνότατη,χριστιανών το κλέος,
υμνώντας την ευλαβικά σαν του Θεού γεννήτρια.
Κι είθε κι εμείς να λάβουμε, όσα καλά ποθούμε
Από τα αγνά και ισόθεα χέρια της, κι ας είναι
Καλύτερα από τις παγερές πύλες του ανήλιου Άδη
Με τις Ευχές Της σώζε μας Χριστέ,τους εφημέρους.