To Δημόσιο και το Ιδιωτικό
Του Βαγγέλη Σακέλλιου, Δικηγόρου
«…5.H ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση. Tα ιδρύματα αυτά τελούν υπό την εποπτεία του Kράτους, έχουν δικαίωμα να ενισχύονται οικονομικά από αυτό και λειτουργούν σύμφωνα με τους νόμους που αφορούν τους οργανισμούς τους. Συγχώνευση ή κατάτμηση ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων μπορεί να γίνει και κατά παρέκκλιση από κάθε αντίθετη διάταξη, όπως νόμος ορίζει….», άρθρο 16 παρ. 5 του Συντάγματος.
Ανήκω σε μια γενιά που κατά κυριολεξία σπούδασε «δωρεάν». Το μακρινό 1979 ανέβηκα στην ακριτική Κομοτηνή, στην Νομική του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, έχοντας εξασφαλίσει τα απαραίτητα : δωρεάν στέγαση, μένα συμβολικό κατοστάρικο, στην φοιτητική εστία και δωρεάν σίτιση στο φοιτητικό εστιατόριο. Η Νομική της Κομοτηνής ήταν η νεότερη, με λίγους καθηγητές και ανύπαρκτες υποδομές αφού μαθήματα, σπουδαστήρια και συνελεύσεις φιλοξενούνταν, τα πρώτα χρόνια, στα κτήρια ενός Λυκείου (!!!) στο κέντρο της πόλης.
Ωστόσο, αυτή η Σχολή αυτά τα δύσκολα πρώτα χρόνια μας δίδαξε το πολύτιμο μάθημα ενός δημόσιου έννομου αγαθού : της παιδείας, και μάλιστα της δημόσιας παιδείας. Από κείνα τα άβολα θρανία ξεπήδησαν και σταδιοδρόμησαν ακαδημαϊκοί, δικαστές, διπλωμάτες, δικηγόροι, δημόσιοι λειτουργοί. Αναδείχτηκαν, στο διάβα του χρόνου, πολιτικοί, διαδραστικοί διανοούμενοι, ακόμα και ταλαντούχοι άνθρωποι του θεάματος.
Ίσως γιαυτό, ομνύοντας σένα αθώο και απενοχοποιημένο παρελθόν, περισσεύει η συγκίνηση και η νοσταλγία όταν κατά καιρούς βρισκόμαστε σαυτή την πόλη που μας φιλοξένησε, είτε μόνοι μας είτε συντεταγμένα σένα προσκλητήριο μιας χαμένης νιότης.
Τα σκέφτηκα και τα θυμήθηκα όλα αυτά γιατί το μακρινό 1979 δεν υπήρχαν περιθώρια και επιλογές στις εξετάσεις για τα ΑΕΙ. Ο κύκλος των σπουδών νομικής επιστήμης περιλάμβανε, μόλις , πέντε σχολές : Τα νομικά τμήματα στην Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Κομοτηνή, το τμήμα Δημοσίου Δικαίου στο ΕΚΠΑ και την παλιά Πάντειο. Τότε οι φιλολογικές σχολές ανήκαν σε άλλο κύκλο και οι επιλογές μας ήταν λίγες και συγκεκριμένες.
Τα γράφω αυτά για να πω ότι εάν δεν επιτύγχανα σένα απ’ τα πέντε τμήματα των νομικών σπουδών/σχολών, που ήταν η επιλογή μου, δεν υπήρχε καμία άλλη δυνατότητα για οποιαδήποτε άλλη σχολή. Τα οικονομικά του πατέρα μου στο χωριό ήταν απαγορευτικά για οποιαδήποτε άλλη σκέψη περί σπουδών στο εξωτερικό, όπως και των πιο πολλών άλλωστε.
Μαυτά και με κείνα λοιπόν σπούδασα σένα, μικρό, δημόσιο Πανεπιστήμιο και είμαι ευγνώμων γιαυτό. Είμαι περήφανος για κάποιους απ’ τους δασκάλους μου, είμαι απόλυτα ικανοποιημένος για το επίπεδο των σπουδών που μου παρείχε η Νομική Σχολή εκεί, σε μια γωνιά της Θράκης, κι επιπλέον γνώρισα κάποιους απ’ τους πιο επιδραστικούς ανθρώπους στη ζωή μου όπως, βέβαια, και πολύτιμους φίλους , μονάκριβες φίλες. Πολλοί από μας με αυτά πορευτήκαμε, μαυτά πορευόμαστε.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, εν έτει 2023, αναρωτιέμαι εάν το «τότε» μπορεί να χωρέσει στο «σήμερα». όχι σαν μια ασαφής συμπερίληψη αλλά σαν τομή που αφορά και επιδρά τις ζωές μας.
Μιλάω για το αγαθό της παιδείας, το έννομο αγαθό της εκπαίδευσης, το δημόσιο αγαθό του Ελληνικού Πανεπιστημίου. Μιλάω για τον δημόσιο χαρακτήρα του Πανεπιστημίου, όπως τον γνωρίσαμε, όπως τον ζήσαμε, όπως ο συντακτικός νομοθέτης του Συντάγματος του 1975 οριοθέτησε, ταυτοποίησε και περιχαράκωσε στο περίφημο άρθρο 16 παρ. 5.
Ο ίδιος συντακτικός νομοθέτης στις πρόνοιες του ίδιου άρθρου 16 Σ φρόντισε να υπομνήσει το αυτονόητο : «…Η τέχνη και η επιστήμη, η έρευνα και η διδασκαλία είναι ελεύθερες, η ανάπτυξη και η παραγωγή τους αποτελεί υποχρέωση του Κράτους…» (άρθρο 16 παρ. 1 του Σ) και πως «…Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων…» (άρθρο 16 παρ. 2 του Σ) καταλήγοντας πως «…Όλοι οι Έλληνες έχουν δικαίωμα δωρεάν παιδείας, σε όλες τις βαθμίδες της, στα κρατικά εκπαιδευτήρια…» (άρθρο 16 παρ. 4 του Σ).
Ο διάλογος για την φύση και τον χαρακτήρα της ανώτατης εκπαίδευσης είναι παλιός. Είναι διάλογος κατεξοχήν πολιτικός. Ο διάλογος των συνταγματολόγων, αντιθέτως, λειτουργεί ως επίχρισμα, είναι άσκηση επιστημονικού ενδιαφέροντος, προβληματισμός για ένα υψίστου συμβολισμού αξιακό φορτίο.
Ανήκω σαυτούς που συμμερίζονται την παραδοχή πως η «εκπαίδευση», σε όλες τις εκφάνσεις, τα στάδια και τις λειτουργίες της, ανήκει στους ιδεολογικούς μηχανισμούς του Κράτους. Το Κράτος είναι αυτό που διαθέτει το imperium, τους φορείς, την κυρίαρχη και αποκλειστική δυνατότητα να διαμορφώσει/επιβάλει το αφήγημα των πραγμάτων μέσω των πνευματικών ελίτ/εκπαιδευτικών στις νέες γενιές. Το Κράτος, δια του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, διαμορφώνει προγράμματα, συγγράφει εκδοχές Ιστορίας, επικαιροποιεί δεδομένα, εκκολάπτει την επιστήμη. Το Κράτος διαθέτει ανθρώπινους πόρους, δάσκαλους – καθηγητές – πανεπιστημιακούς, που θα ενισχύσουν ο,τι το Σύνταγμα προσδιόρισε και καθόρισε ως παρακαταθήκη. Το Κράτος διαθέτει τις δομές, τα κτήρια, τον εξοπλισμό που θα τεθούν στην διάθεση της διδασκαλίας, της έρευνας, της επιστήμης. Κυρίως, όμως, το Κράτος διαθέτει το μονοπώλιο διάχυσης της γνώσης στην Ανώτατη Εκπαίδευση, έναν αρμό – πυλώνα στην συγκρότηση του Ελληνικού έθνους με τα συμφραζόμενα και τις παθογένειες που το ακολουθούν μετά την συστατική πράξη ίδρυσής του.
Πόσο λοιπόν «φετίχ» θεωρείται το αποκλειστικά Δημόσιο Πανεπιστήμιο ;
Πόσο «ταμπού» θεωρείται ένα Ιδιωτικό Πανεπιστήμιο ;
Για να μην υπάρχουν αυταπάτες και για να έχουμε ξεκάθαρη εικόνα κατ’ αρχήν ας αναζητήσουμε το νομοθετικό πλαίσιο. Ήδη ο Ν. 4957/2022 (άρθρο 6) προβλέπει την δυνατότητα ίδρυσης στην αλλοδαπή παραρτήματος Ελληνικού Πανεπιστημίου.
Εάν λοιπόν, η χώρα μας επιτρέπει την ίδρυση παραρτημάτων εγχώριων πανεπιστημίων σε άλλη χώρα, υπό την προαίρεση της αμοιβαιότητας πως θα δικαιολογούσε την δική της άρνηση εγκατάστασης εδώ αλλοδαπών πανεπιστημίων, εάν μάλιστα εξασφαλίζεται η νομική, ακαδημαϊκή και κτιριακή επάρκεια του (νέου) πανεπιστημίου ;
Εάν εξασφαλισθεί η πιστοποίηση της ποιότητας σπουδών κάθε ακαδημαϊκής μονάδας σύμφωνα με τα πρότυπα που θέτει το Ευρωπαϊκό Δίκτυο για την Διασφάλιση της Ποιότητας στην Ανώτερη Εκπαίδευση τι θα αποτρέψει την διαμόρφωση ενός συνεκτικού και εξωστρεφούς θεσμικού πλαισίου λειτουργίας και εποπτείας των πανεπιστημίων ;
Υπό την παραπάνω παραδοχή η δυνατότητα ίδρυσης «Ιδιωτικών» ΑΕΙ, εξαιτίας του απαγορευτικού κανόνα του Συντάγματος (άρθρο 16) που υποδηλώνει εμφατικά το κρατικό μονοπώλιο στην ανώτατη εκπαίδευση, εξασφαλίζεται μόνο με την εγκατάσταση ξένων πανεπιστημίων στην χώρα μας.
Η (νομική) αυτή δυνατότητα ερμηνευτικά γίνεται δεκτή από έγκυρους και έγκριτους συνταγματολόγους (Αλιβιζάτος, Βενιζέλος, Μανιτάκης) οι οποίοι και συνηγορούν ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 28 του Συντάγματος, σύμφωνα με την διάταξη του οποίου οι προβλεπόμενες διεθνείς συμφωνίες (π.χ. συνέργειες ή εγκατάσταση αλλοδαπού ΑΕΙ στην Ελλάδα) γίνονται, με την επικύρωσή τους, «αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού Ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου».
Κατ’ αυτό τον τρόπο παρακάμπτεται ο άκαμπτος απαγορευτικός κανόνας της διάταξης του άρθρου 16 του Συντάγματος και αναιρείται εν τοις πράγμασι το μονοπώλιο του Κράτους στην ανώτατη εκπαίδευση, με την λειτουργία, πλέον, αλλοδαπών μη κρατικών πανεπιστημίων δια των παραρτημάτων τους.
Έτσι, το επόμενο, φυσιολογικά, βήμα θα είναι η λειτουργία στην χώρα μας παραρτημάτων των πανεπιστημίων της Κύπρου όπου ήδη φοιτούν χιλιάδες Έλληνες φοιτητές. Μιλάμε για την λειτουργία σχολών υψηλού status και προοπτικών (π.χ. Ιατρικές, Φαρμακευτικές) γιατί αδυνατώ να αντιληφθώ κάτι αντίστοιχο στον χώρο π.χ. των ανθρωπιστικών σπουδών.
Σαυτές τις σχολές, στην Κύπρο , στα Βαλκάνια, εν γένει στην Εσπερία, φοιτούν ήδη χιλιάδες Ελληνόπουλα κυνηγώντας τα όνειρα τα δικά τους ή των γονιών τους.
Αν μάλιστα αναλογιστούμε ότι στην Αθήνα, κατ’ αρχήν, αλλά και στην Θεσσαλονίκη υπάρχουν σοβαρά και αξιόπιστα ιδιωτικά νοσηλευτικά ιδρύματα και νοσοκομεία με ικανό ιατρικό προσωπικό και σοβαρές υποδομές τότε το πρόβλημα της άσκησης /εξειδίκευσης είναι διασφαλισμένο με αντίστοιχες συνέργειες, ως υποστηρίζουν οι γνώστες.
Εάν αυτή η πρακτική δυνατότητα διασφαλίζεται για σχολές των Πανεπιστημίων της Κύπρου ή της Βουλγαρίας αντιλαμβάνεται κανείς τι θα γίνει εάν το Πανεπιστήμιο π.χ. της Οξφόρδης ή του Χάρβαντ επιλέξει να επενδύσει και στην Ελλάδα.
Για να μην εθελοτυφλούμε, λοιπόν, ας δούμε τα πράγματα καθαρά. Σήμερα στον εκπαιδευτικό χώρο της ΕΕ μόνο δύο χώρες έχουν αποκλειστικά δημόσια ΑΕΙ. Η Ελλάδα και το Λουξεμβούργο.
Η διαφαινόμενη εργαλειοποίηση του άρθρου 28 του Συντάγματος ως προς την δημιουργία μη κρατικών ΑΕΙ στην χώρας μας είναι αναπότρεπτη και υπακούει, σύμφωνα με τους θιασώτες της, στο Ευρωπαϊκό κεκτημένο.
Αργά ή γρήγορα τα μη κρατικά Πανεπιστήμια στην χώρα μας θα είναι η νέα πραγματικότητα ανεξάρτητα από την μορφή, τον χαρακτήρα ή τους κατ’ ιδίαν φορείς που θα παρέχουν υπηρεσίες εκπαίδευσης.
Η νέα πραγματικότητα είναι αναπότρεπτη, ξεπερνάει τον ιδεολογικό πόλεμο φιλελεύθερης ή αριστερής σχολής σκέψης.
Η εκπαίδευση στην χώρα μας πάντα είχε και εξακολουθεί να έχει ταξικό πρόσημο. Πρόσφατη έρευνα του Παντείου Πανεπιστημίου κατέγραψε ήδη αυτά που ξέραμε, πως δηλαδή στις εμβληματικές σχολές των Πανεπιστημίων, δηλαδή στις σχολές γοήτρου και κύρους, ως αυτά εκλαμβάνονται στο φαντασιακό των Ελλήνων, φοιτούν παιδιά μεσαίων και ανώτερων, εισοδηματικά και πνευματικά , τάξεων. Οι εμβληματικές σχολές της Ιατρικής και της Νομικής στο ΕΚΠΑ ως και το ΕΜΠ είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Υποδηλώνουν, αφενός μεν την καχεξία του δημόσιου Γυμνασίου/Λυκείου και την αδυναμία τους να μορφώσουν τα παιδιά μας ώστε να πετύχουν επιδόσεις που θα τα φέρουν στις παραπάνω σχολές, αφετέρου υπηρετούν το αφήγημα και το παράδειγμα της εξωθεσμικής εκπαίδευσης (παραπαιδεία) όπου υπάρχουν και αναπτύσσονται πολλές ταχύτητες παροχής γνώσεων ανάλογα με το εισόδημα των γονιών.
Μαυτά τα δεδομένα ούτε η παιδεία παρέχεται «δωρεάν» ούτε και η μαθησιακή γνώση διαχέεται ισομερώς. Αυτό σημαίνει ότι την προοπτική ενός καλού ιδιωτικού – μη κρατικού Πανεπιστημίου μπορούν να την υπηρετήσουν κυρίως οι ισχυροί του χρήματος. Τα παιδιά των ευάλωτων, των φτωχών, των άνεργων πάντα θα βρίσκονται σε δεύτερη μοίρα.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων χρειαζόμαστε καλά κι αξιόπιστα Δημόσια Πανεπιστήμια, πανεπιστήμια με καθηγητές, υποδομές και πόρους για την έρευνα. Το Δημόσιο Πανεπιστήμιο απέδειξε πως είναι εξόχως ανταγωνιστικό για να καταστεί σήμερα παρίας της εκπαίδευσης, με την συνεχή υποβάθμισή του. Ο γονιός και ο μαθητής επενδύουν σε χρήμα και μόχθο ώστε με τα εφόδια της γνώσης να μπουν οι νέοι αργότερα στην αγορά εργασίας.
Όταν μιλάμε για «δωρεάν παιδεία» εννοούμε το δημόσιο έννομο αγαθό της παιδείας, δηλαδή για την ίδια δυνατότητα που (πρέπει να ) έχει και ο γιός ενός τσαγκάρη και η κόρη ενός γιατρού.