Yasemin Οzek-Συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη
Η Γιασεμίν Οζέκ, εγγονή ανταλλαγέντων, γεννήθηκε το 1980 στην Κωνσταντινούπολη. Αποφοίτησε το 2000 από το Tμήμα Ραδιoφώνου-Τηλεόρασης και Κινηματογράφου του Akademiİstanbul. Επί τέσσερα χρόνια εργάστηκε ως κειμενογράφος σε διαφημιστικές εταιρείες. Έγραψε επίσης το σενάριο διαφόρων τηλεοπτικών σειρών. Το 2011 ήταν υπεύθυνη για τον συντονισμό παραγωγής του ντοκιμαντέρ Αναμονή (Beklemek), που έλαβε το Βραβείο Ντοκιμαντέρ της τουρκικής ραδιοτηλεόρασης και τα γυρίσματα του οποίου πραγματοποιήθηκαν στο Ερτζίς μετά τον σεισμό του Βαν. Το 2014 έγραψε το πρώτο μυθιστόρημά της, το Δέσποινα, μάτια μου (ÇınarYayınları, 2017). Ακολούθησε το μυθιστόρημα Η Αγγελική και ο Μεχμέτ (ÇınarYayınları, 2020). Ζει στην Κωνσταντινούπολη και επισκέπτεται συχνά την Ελλάδα. Το βιβλίο της Δέσποινα, μάτια μου, που κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Πατάκη, σε μετάφραση του Σπύρου Χατζηαναστασίου, μας έδωσε αφορμή για την ακόλουθη συνέντευξη:
Τι σας ώθησε να γράψετε το μυθιστόρημα Δέσποινα, μάτια μου;
Από τη μια μεριά, πάντα με ενδιέφεραν οι ιστορίες και οι εμπειρίες των ανθρώπων που υποχρεώθηκαν να φύγουν, επειδή οι ρίζες μου μου έκλειναν το μάτι, ως εγγονή ανταλλαγέντων, και από την άλλη λόγω της προσωπικής μου περιέργειας. Ήθελα να κάνω κάτι στη μνήμη εκατομμυρίων ανθρώπων που έπρεπε να εγκαταλείψουν τη γενέτειρά τους. Όλοι είναι πρόγονοί μας. Σήμερα είτε στην Τουρκία είτε στην Ελλάδα, όταν περπατάμε στα σοκάκια και έχουμε μία κουβέντα μεταξύ μας, πάντα λέμε: «Αχχ… η γιαγιά μου είναι από τη Θεσσαλονίκη, την Κρήτη, τη Λέσβο…» ή: «Αχχ… ο παππούς μου είναι από την Προύσα, την Τραπεζούντα, το Αϊβαλί» και πάει λέγοντας. Έχουμε τόσες αναμνήσεις ο ένας από τον άλλον… Εκατομμύρια άνθρωποι κούνησαν τα χέρια τους σε αποχαιρετισμό και στις δύο όχθες του Αιγαίου. Και φυσικά έχουν χυθεί πάρα πολλά δάκρυα και στις δύο πλευρές. Οι πρόγονοί μας έζησαν δύσκολες στιγμές. Δυστυχώς, δεν μπορούμε να γυρίσουμε τον χρόνο πίσω, αλλά μπορούμε να τους θυμόμαστε. Τα συναισθήματα αυτά διαρκώς γιγαντώνονταν μέσα μου και μου δημιούργησαν μια ακατανίκητη επιθυμία να γράψω τις ιστορίες και των δύο πλευρών. Και άρχισα να δουλεύω για το μυθιστόρημα Δέσποινα, μάτια μου.
Ποιες είναι οι μνήμες και οι διηγήσεις των παππούδων και των γονιών σας;
Η γιαγιά μου –από την πλευρά του πατέρα μου– και η οικογένειά της μετανάστευσαν από τη Θεσσαλονίκη στη Σαμψούντα. Ύστερα από ένα μακρύ ταξίδι, πήγαν στο μέρος που θα γνώριζαν για σπίτι τους. Η γιαγιά μου είδε πολλά κλειδιά πάνω σε ένα τραπέζι και ήταν τα κλειδιά των Ελλήνων που έφυγαν. Υπήρχαν μεγάλα σπίτια, μικρά σπίτια… Το σπίτι τους στη Θεσσαλονίκη ήταν μεγάλο, αλλά στη Σαμψούντα διάλεξε μικρό σπίτι γιατί δεν ήξεραν πώς θα κέρδιζαν το ψωμί τους. Θυμάμαι, ωστόσο, αμυδρά από την παιδική μου ηλικία ότι όταν η γιαγιά μου θύμωνε, μιλούσε αυθόρμητα στα ελληνικά, αν και αμέσως μετά έλεγε την ίδια φράση στα τουρκικά, αρνούμενη ότι είχε μιλήσει στα ελληνικά.
Το βιβλίο σας αναφέρεται στην ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων το 1923. Γιατί διαλέξατε αυτή την περίοδο ως θέμα του μυθιστορήματος;
«Όπως η πρώτη πνοή ενός μωρού, έτσι και ο τόπος όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε κάποιος είναι εξίσου σημαντικός! Πρώτα σου μαθαίνει να ζεις, μετά το ποιος είσαι!» Το μυθιστόρημα άρχισε με αυτές τις προτάσεις. Σχεδόν δύο εκατομμύρια άνθρωποι από τις δύο όχθες έφυγαν από τη χώρα όπου γεννήθηκαν. Και δυστυχώς πολλοί ήξεραν ότι δε θα την ξαναέβλεπαν πια. Έπρεπε να αποχαιρετήσουν όχι μόνο την πατρίδα τους αλλά και τα σπίτια τους, τους γείτονές τους και τις συνήθειές τους. Ήταν μεγάλη απελπισία. Εκατοντάδες συνεντεύξεις των ανταλλαγέντων που έχω διαβάσει μου έχουν δείξει ότι πολλά συναισθήματα είναι αλληλένδετα: θυμός, θλίψη, χωρισμός και λαχτάρα. Όταν αποφάσισα να γράψω τις ιστορίες και των δύο πλευρών, ήταν αδύνατον να παραλείψω εκείνη την περίοδο.
Ο Εμίν Αλί και η Δέσποινα μεγαλώνουν στην ίδια γειτονιά. Μαθαίνουν τον τόπο τους και κάνουν όνειρα. Μπορούμε να κάνουμε όνειρα, όταν δεν ξέρουμε τι θα συμβεί στο μέλλον;
Βέβαια. Αλλά πρώτα πρέπει να δώσουμε σημασία στα παιδιά. Υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορούμε να μάθουμε από αυτά. Μετά μπορούμε να θυμηθούμε το παιδί μέσα μας. Τα παιδιά πάντα θέλουν να ζουν με αγάπη, με ειρήνη και δίνουν ελπίδα. Πάντα βρίσκουν έναν δρόμο να είναι ευτυχισμένα και να είναι χαρούμενα. Ό,τι και να γίνει, δεν σταματούν ποτέ να κάνουν όνειρα για το μέλλον. Κάποτε ήμασταν κι εμείς παιδιά, αλλά το ξεχάσαμε. Ως συγγραφέας, γι’ αυτό έγραψα αυτό το μυθιστόρημα μέσα από το βλέμμα ενός παιδιού. Και πάντα ένιωθα ότι κρατιόμουν από τον Εμίν Αλί και τη Δέσποινα. Δεν υπήρχε η ιστορία του βιβλίου, αλλά ο Εμίν Αλί υπήρχε από την αρχή. Με το κοντό παντελονάκι του, με περίμενε στα σκαλιά του σπιτιού του που έβλεπαν στην πλατεία του χωριού.
Η οικογένεια του Εμίν Αλί είναι μεικτή οικογένεια. Ο πατέρας μουσουλμάνος και η μάνα χριστιανή. Πώς καταφέρνει το σπίτι τους και ζει μέσα στην αγάπη;
Επειδή κοιτούσαν μόνο με τις ψυχές τους και όχι με τις ταυτότητές τους. Πάντα σεβόταν ο ένας την πίστη του άλλου. Από την άλλη, η παιδική ηλικία του Χουσνού –ο πατέρας του Εμίν Αλί– παίζει επίσης ρόλο. Μεγάλωσε με μία Ελληνίδα. Αλλά το πιο σημαντικό πράγμα ήταν η αγάπη και ο σεβασμός. Στο σπίτι του Εμίν Αλί, οι δύο θρησκείες ακουμπούσαν στο ίδιο μαξιλάρι• και γι’ αυτό ο Εμίν Αλί δεν μπόρεσε να καταλάβει την απόφαση για την ανταλλαγή των πληθυσμών. Είναι απογοήτευση γι’ αυτόν. Και η ανταλλαγή χωρίζει τα παιδικά του χρόνια στη μέση.
Η αφήγηση είναι σαν ταξίδι. Μας καθηλώνετε με τρυφερότητα και με μια δόση απλότητας και ταπεινότητας. Ήταν τόσο όμορφα τα πράγματα εκείνη την εποχή;
Δυστυχώς, δεν μπορώ να σας πω ότι όλα τα πράγματα ήταν όμορφα. Δεν ήταν. Τελικά έγινε πόλεμος και φυσικά οι άνθρωποι έζησαν μεγάλες καταστροφές και στις δύο πλευρές. Οι άνθρωποι πέθαναν, υπέφεραν. Αλλά εγώ διάλεξα να θυμίσω ότι κάποιοι είχαν αληθινές σχέσεις και βοηθούσαν ο ένας τον άλλον.
Τα έθιμα τηρούνταν από όλους στη Μυτιλήνη και ζούσαν σε μια κοινωνία όπου ο καθένας σεβόταν και αγαπούσε τον άλλο. Συμβαίνει κάτι ανάλογο σήμερα με την πολυπολιτισμικότητα στις κοινωνίες μας;
Δυστυχώς, χάνουμε γενικά αξίες, όπως την αγάπη και τον σεβασμό. Μέρα με τη μέρα ο ρατσισμός, οι κοινωνικές διακρίσεις αυξάνονται. Κανένας δεν μοιράζεται τίποτα και δεν συμπαθεί κανέναν. Δεν καταλαβαίνω γιατί αυτό το θεωρούμε δικαίωμά μας. Δεν συνειδητοποιούμε ότι χάνουμε την ευτυχία. Γιατί, κατά τη γνώμη μου, υπάρχει ένα πράγμα που ξεχνάμε συνέχεια, ότι είμαστε μια μικροσκοπική κουκκίδα σε ολόκληρο τον κόσμο και κανείς μας δεν είναι πραγματικά τόσο σημαντικός.
Αναφέρεστε στο νησί της Λέσβου και ιδιαίτερα στη Μυτιλήνη. Μέχρι το 1922 οι δύο λαοί ζούσαν μαζί για αιώνες. Ποιοι ήταν οι δεσμοί που τους ένωναν;
Η ιστορία μου αναφέρεται στη Μυτιλήνη αλλά όχι μόνο εκεί, σε πολλά μέρη των δύο χωρών οι δύο λαοί ζούσαν μαζί για αιώνες. Οι κοινοί δεσμοί ήταν τα συναισθήματα. Γιατί τα συναισθήματα δεν έχουν γλώσσα, θρησκεία, εθνικότητα ή φύλο. Και όλοι αυτοί που ζούσαν μαζί άνοιξαν τα μάτια τους στην ίδια γη. Ανέπνεαν τον ίδιο αέρα. Η ίδια βροχή έπεφτε στα χωράφια τους. Τα ίδια πιάτα και φαγητά ήταν στα τραπέζια τους. Μετά το 1922, έζησαν την ίδια νοσταλγία. Ίσως δεν μπόρεσαν να ζήσουν ξανά μαζί, αλλά οι κοινοί δεσμοί τους μας έμειναν κληρονομιά. Ακόμα και σήμερα συναντιόμαστε με κοινά τραγούδια, μεζέδες, κοινά λόγια, αναμνήσεις, είτε στην Ελλάδα είτε στην Τουρκία.
Και κάποια στιγμή ακούγεται η απόφαση: οι Έλληνες της Μικράς Ασίας θα φύγουν στην Ελλάδα και οι Τούρκοι θα πάνε πίσω στη χώρα τους. Πώς νιώθει κάποιος που ξεριζώνεται και αφήνει τον τόπο του;
Σκεφτείτε ότι ακόμη και ένα λουλούδι, όταν μεταφέρεται από ένα μέρος σε άλλο μέσα στο ίδιο σπίτι, μπορεί να χάσει τα φύλλα του και να μαραθεί. Πόσο μάλλον ένας άνθρωπος που πρέπει να εγκαταλείψει τη γη όπου γεννήθηκε. Νομίζω ότι ένιωθαν μια αγανάκτηση και μια λαχτάρα που δεν μπορώ να περιγράψω. Μάζεψαν ολόκληρη τη ζωή τους σε δύο-τρεις βαλίτσες. Τα καινούργια σπίτια που τους έδωσαν δεν ήταν το ίδιο μεγάλα ή μικρά. Και τα χωράφια, οι ελαιώνες… Πώς μπορούσαν να νιώθουν…
Οι γονείς του Εμίν Αλί έφυγαν και μετακόμισαν στα παράλια. Ένα παράπονο έμεινε βαθιά στην ψυχή τους, ότι δε θα
ξαναδούν το μέρος όπου μεγάλωσαν. Υπήρχε περίπτωση να μείνει κάποιος μουσουλμάνος στη Μυτιλήνη χωρίς να αναχωρήσει για την πατρίδα του;
Δυστυχώς, όχι. Μόνο η Δυτική Θράκη στην Ελλάδα και η Ίμβρος, η Τένεδος και η Κωνσταντινούπολη στην Τουρκία εξαιρούνταν από τη σύμβαση. Αλλά δεν ξέρω αν κάποιοι έμειναν παράνομα.
Και οι Έλληνες πρόσφυγες έφυγαν από τη Μικρά Ασία και σκορπίστηκαν σε πολλά μέρη της Ελλάδας. Πόσο δύσκολο είναι για μια οικογένεια να ξεριζωθεί από τον γενέθλιο τόπο της;
Καμία λέξη δεν είναι αρκετή για να περιγράψει αυτή τη δυσκολία. Περίπου πεντακόσιες χιλιάδες Τούρκοι έφυγαν από την Ελλάδα και ενάμισι εκατομμύριο Έλληνες έφυγαν από τη Μικρά Ασία. Για εμένα είναι δύο εκατομμύρια ραγισμένες καρδιές. Όπως είπα πριν, έφυγαν όχι μόνο από την πατρίδα τους, αλλά από τα σπίτια τους, τα πράγματά τους, την ακίνητη περιουσία τους. Όλα έμειναν πίσω τους.
Γι’ αυτό και, πέρα από την αγάπη που διακρίνει το μυθιστόρημα, υπάρχει έντονη νοσταλγία;
Θα ήθελα να απαντήσω με μία πρόταση από το βιβλίο: «Εμείς, τα αποδημητικά πουλιά που έμειναν σε μία από τις δύο όχθες, αλλά πάντα απέναντι από τους αγαπημένους μας». Αν μπορούμε να κάνουμε μία λίστα ποιοι ήταν οι αγαπημένοι τους, είμαι σίγουρη ότι θα ήταν μια μεγάλη λίστα. Και ως συγγραφέας όταν έριξα φως σε αυτή τη λίστα, η νοσταλγία δεν ήταν μόνο ένα συναίσθημα, έγινε πρωταγωνιστής.
Οι Έλληνες και οι Τούρκοι ένιωσαν ένα είδος ρατσισμού στα νέα μέρη όπου εγκαταστάθηκαν και φάνηκαν σαν απόκληροι. Τι λέτε γι’ αυτό;
Δυστυχώς, έτσι ήταν. Σαν να μην έφτανε ο ξεριζωμός, ήταν πραγματικά τρομακτικό να αισθάνονται τον ρατσισμό. Ήδη ζούσαν δύσκολες μέρες. Η ζωή δεν τους βοήθησε καθόλου. Και εγώ όταν τους σκέφτομαι, αισθάνομαι μεγάλο πόνο στην καρδιά. Όπως προανέφερα, δυστυχώς δεν μπορούμε να γυρίσουμε τον χρόνο πίσω, αλλά μπορούμε να τους θυμόμαστε και να μάθουμε κάτι.
Έχετε επισκεφτεί αρκετές φορές την Ελλάδα. Ποια είναι η γνώμη σας για τη χώρα μας;
Αγαπάω την Ελλάδα, τους Έλληνες και την ελληνική γλώσσα πάρα πολύ. Πολλές φορές ήρθα και συνεχίζω να έρχομαι στη χώρα σας. Μου αρέσει η κουλτούρα, τα φαγητά, οι μεζέδες, τα τραγούδια, η ρεμπέτικη μουσική, το τσίπουρο πάρα πολύ. Οι Έλληνες είναι πάντα φιλόξενοι. Μαθαίνω ελληνικά και όταν είμαι εκεί πάντα με βοηθάνε με τα ελληνικά μου. Το 2015 έμεινα στην Κέρκυρα τρεις μήνες και ολοκλήρωσα αυτό το βιβλίο στην Ελλάδα. Και τώρα η Κέρκυρα είναι σαν το δεύτερό μου σπίτι. Ήταν όνειρό μου να δω αυτό το βιβλίο στα ελληνικά και τώρα ανυπομονώ να γνωρίσω τους Έλληνες αναγνώστες. Θέλω να τους μιλήσω στα ελληνικά και γι’ αυτό κάνω μαθήματα κάθε μέρα τώρα.
Πώς αντιμετώπισαν στην πατρίδα σας το μυθιστόρημά σας;
Τους άρεσε πολύ. Μου στέλνουν ωραία μηνύματα και θέλουν να συνεχίσω να γράφω ιστορίες σχετικά με τις δύο όχθες. Επίσης, μου είπαν ότι έκλαψαν πολύ. Μου δίνει μεγάλη χαρά το ότι οι αναγνώστες μου δεν ήταν μόνο εγγονοί ανταλλαγέντων. Και στον πρόεδρο του Ιδρύματος Ανταλλαγέντων Λωζάννης και στον Πρόεδρο του συλλόγου της Μεγάλης Ανταλλαγής στο Μπουγιούκ Τσεκμετζέ (Büyükçekmece) άρεσε πολύ και μοιράστηκαν τις σκέψεις τους μαζί μου. Υποστήριξαν το βιβλίο με θέρμη και το παρουσίασαν στην επέτειο της Ανταλλαγής, κάτι που είχε ιδιαίτερη σημασία για εμένα. Εύχομαι και οι Έλληνες αναγνώστες να το διαβάσουν με ευχαρίστηση και εύχομαι να βρεθούμε στην Ελλάδα!