Ένα χαμόγελο όχι σαν όλα τ’ άλλα
Γράφει η Χαρά Παπαβασιλείου-Κουμουλλή
Ημέρα γιορτής και περηφάνιας η 28η Οκτωβρίου, προτίμησα αντί για την παρέλαση την επίσκεψη στο Μουσείο Εθνικής Αντίστασης της Νίκαιας, Παλιάς Κοκκινιάς. Παρακινημένη κι απ’ την ταινία Το Μπλόκο του Άδωνι Κύρου, το ’χα στο μυαλό μου χρόνια… Κι όλο «Θα πάω», Θέλω πολύ να πάω», κι έμενα στο «Θα» με το θήτα κεφαλαίο. Ωστόσο, κάλιο αργά παρά ποτέ, εφέτος το αποφάσισα κι επιτέλους βρεθήκαμε με τον σύζυγό μου να διασχίζουμε την Πέτρου Ράλλη με τα πόδια, έχοντας αφήσει το αυτοκίνητο σε μια απ’ τις λαϊκές γειτονιές στα μετόπισθεν της λεωφόρου. Κι όπως περπατούσαμε στο πεζοδρόμιο, σταματήσαμε για έναν καφέ στο ασήμαντο μικρό μαγαζάκι, που ούτε καν θα το παίρναμε είδηση, αν δεν δήλωναν την παρουσία του τα δυο-τρία στην είσοδό του τραπεζάκια. Και με τους διπλανούς σαν να βρισκόμασταν στο ίδιο με το δικό τους, τόσο κοντά το ένα με τ’ άλλο, θέλοντας και μη – χαρακτηριστικό της φυλής μας η φωνασκία – έγινα ωτακούστρια του διαλόγου τους για το νεοαποκτηθέν μεταχειρισμένο αυτοκίνητο του ενός απ’ τους τρεις.
Το υπό δοκιμή κρινόμενο εκ μέρους των άλλων δύο, όπως φαινόταν, ειδημόνων, πότε ο ένας και πότε ο άλλος το πήγαινε και το ’φερνε, μαρσάροντας εκκωφαντικά.
Ο σύζυγος αφοσιωμένος στην οθόνη του κινητού του, κάτι που αντιπαθώ, όταν βγαίνω απ’ το σπίτι, για ν’ αλλάξω παραστάσεις, να ξεφύγω απ’ τα ίδια και τα ίδια. Προτιμώ να χαζεύω τους περαστικούς… Οι άνθρωποι μ’ ενδιαφέρουν περισσότερο live παρά στις οθόνες. Πόσο μάλλον ένα παιδί ’γύρω στα έξι του, που, μη έχοντας τι άλλο, έκοβε βόλτες, γύρο απ’ τον πατέρα του, αφοσιωμένο κι αυτόν στην οθόνη του… Ουσιαστικά μόνο, χωρίς κάποιο συνομήλικό του να παίξει ή μ’ ένα έστω Play Station στα χέρια του, όπως τ’ άλλα παιδιά, ακόμα και μικρότερα της ηλικίας του. Βαριεστημένο κάποια στιγμή κούρνιασε δίπλα στον πατέρα του κι αφοσιώθηκε στη σιωπή του, βουλιάζοντας ποιος ήξερε σε ποιες γκρίζες σκέψεις… Με τα χέρια δεμένα πάνω στα γόνατά του, μου θύμισε τη φωτογραφία του Παπαδιαμάντη στη Δεξαμενή. Ασύγγνωστη εικόνα για ένα παιδί. Μέρα γιορτής, με λιακάδα, τους δρόμους πλημμυρισμένους από παιδιά, κάποια με τις σημαιούλες στα χέρια, νέους ντυμένους στα γαλάζια και τα λευκά, ως επί το πλείστον. Μόλις είχε σχολάσει η παρέλαση κι εκείνο μόνο του, στον δικό του μίζερο, όπως έδειχνε το παρουσιαστικό του, κόσμο. Θα ’θελα να ’ξερα το γιατί, που ωστόσο λίγο πολύ το μαντεύεις σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις…
Τι τάχα να κρύβει η σιωπή και τα γυάλινα, ανέκφραστα μάτια ενός παιδιού; Προσπαθώντας να κλέψω ένα χαμόγελό του, του έστειλα ένα δικό μου, που όμως έπεσε στο κενό. Ωστόσο, κάτι γυρίζοντας ψιθύρισε στον πατέρα του, αποσπώντας την προσοχή του απ’ την οθόνη του κινητού του. Οπότε, με ακατανίκητη την ανάγκη να του μιλήσω, μπήκα στο καφέ κι αγόρασα ένα κουτί μπισκότα, πλην της ελκυστικής εικόνας τους, μοστραρισμένα και με την επιγραφή: μισά σοκολάτα μισά βανίλια. «Μου επιτρέπετε;» ρώτησα τον πατέρα του, καθώς το είχα μπροστά στα μάτια του μικρού. «Βεβαίως», μου είπε. Τότε μόνο του ’κλεψα σαν κλέφτρα, του πήρα το χαμόγελό του κι είδα στα μάτια του τη λάμψη, το μόνο ταιριαστό στα μάτια ενός παιδιού… «Ευχαριστώ», μου είπε ξεχειλίζοντας από χαρά. Την είδα και στο χαμόγελό του. «Αν δεν σ’ αρέσουν, μπορείς να τ’ αλλάξεις», του διευκρίνισα. «Όχι, όχι. Πολύ μ’ αρέσουν», μου απάντησε. «Είναι αυτά που του αρέσουν», μου είπε κι ο πατέρας με πολλή ευγένεια, ίσως απ’ το ενδιαφέρον μου για το μικρό του, ενδιαφέρον ενός ξένου για ένα ξένο παιδί. Ευγενέστατος! Αν ήταν αγροίκος, κάποιος κομπλεξικός, θα μου είχε στερήσει ένα απ’ τα πολυτιμότερα δώρα που σου προσφέρει η ζωή, κάποτε εντελώς ξαφνικά: το χαμόγελό εκείνου του παιδιού, το ανεκτίμητο, που ξεπερνά σε αξία τους θησαυρούς όλου του κόσμου…! Κι επιθυμώντας να το κρατήσω όσο περισσότερο γινόταν μέσα μου, ανέβαλα για άλλη κάποια μέρα την προγραμματισμένη επίσκεψή μου στο Μουσείο Εθνικής Αντίστασης.