Έφυγε ο Βασίλης

Με τον Βασίλη Μάλλιο αν καθόσουν, δεν υπήρχε περίπτωση να μη χαμογελάσεις, να μην ευθυμήσεις. Αστείρευτο χιούμορ, ευρυμάθεια, ενημέρωση, αλλά και αδάμαστη θέληση για ζωή, ήταν τα χαρίσματα του Βασίλη, που παρότι βρέθηκε στο αναπηρικό καροτσάκι σε μια δημιουργική ηλικία, δεν εγκατέλειψε τον αγώνα για ζωή.
Χρόνια στο αναπηρικό κίνημα, αλλά και χρόνια η ψυχή της παρέας, με ξεχωριστό σχολιασμό της επικαιρότητας με στίχους, που ο Βασίλης τους έδενε τον ένα με τον άλλο με απαράμιλλη μαεστρία. Στιχάκια που έστελνε από καιρού εις καιρόν και στην ΗΧΩ, ενώ τα λέγαμε όταν η πιεστική καθημερινότητα το επέτρεπε.

Αξέχαστη θα μου μείνει, μια βραδιά στη Μεγάρχη, με τον Βασίλη στο επίκεντρο της παρέας να μας ξεκαρδίζει στα γέλια, με τα σχόλια και τις ατάκες του, ανάμεσα σε μεζέδες και τσίπουρα.
Ο Βασίλης ο Μάλλιος έφυγε από τη ζωή πριν μια εβδομάδα, επιλέγοντας ένα ιδιαίτερο τρόπο να αποχαιρετήσει τους δικούς του ανθρώπους, τους αγαπημένους του, αλλά και τους φίλους και γνωστούς που θα παραβρίσκονταν στη κηδεία του.
Έγραψε τον αποχαιρετισμό του με στίχους, τον έκλεισε σε ένα φάκελο, με την εντολή να διαβαστεί στην εκκλησία, λίγο πριν τον τελευταίο ασπασμό.
Να πώ κι εγώ το δικό μου αντίο στο Βασίλη δημοσιεύοντας το «τελευταίο αντίο» του, στην ΗΧΩ…
Γειά σου φίλε.

Το τελευταίο αντίο
Αγία μου Παρασκευή, δωσ’ μου την ευκαιρία
να πω δυο λόγια σήμερα, σε τούτη την κηδεία.
Τον ΧΩΡΟ ΣΟΥ ΤΟΝ ΙΕΡΟ, σέβομαι, προσκυνάω
και αυτή την ύστατη στιγμή, ποιος είμαι δεν ξεχνάω.
Κάνω και μια παράκληση, στερνή μου ικεσία,
δώσ’ μου την ευλογία σου πριν βγω απ’ την εκκλησία.
Πάτερ, που βρίσκεσαι στητός, μπρος την Ωραία Πύλη,
άφησε αυτόν που σήμερα του έσβησε το «καντήλι».
Να πει δυο λόγια από καρδιάς σε αυτούς που τον τιμούνε
και ήρθαν εδώ σήμερα, να αποχαιρετιστούνε.
Ξένη θα είναι η φωνή, τα λόγια είναι δικά μου,
έκλεισε πια το στόμα μου, δεν βγαίνει η μιλιά μου.

Φεύγοντας από τη ζωή, θέλω να χαιρετήσω
όλους εσάς που ήρθατε, να σας ευχαριστήσω.
Σε όσους με τιμήσατε σε τούτη τη συνάντηση,
ποιητικά σας χαιρετώ και δίνω την απάντηση.
Δεν θέλω να με κλάψετε, ούτε να λυπηθείτε.
Καλό μου κατευόδιο μόνο να ευχηθείτε.
Κουράστηκε η ψυχούλα μου, ξεχώρισε απ’ το σώμα,
αυτή τώρα πετά ψηλά, εγώ θα πάω στο χώμα.
«Μελίστα» να είναι πιο πολύ, από την ποταμούλα
για να το νιώθω ελαφρύ, σαν μία κουβερτούλα.

Φίλους, γνωστούς και συγγενείς, σας αποχαιρετάω,
να απλώσω χέρι δεν μπορώ, με στίχους σας μιλάω.
Ανίψια μου έχετε γεια και θέλω να θυμάστε,
τον μπάρμπα με τα αστεία του, ποτέ μην τον ξεχάστε.
Αδέρφια και κουνιάδια μου, θέλω εκεί που θα ‘μαι,
σήμερα συγχωρέστε με, ήσυχος να κοιμάμαι.
ΘΑΝΑΣΗ ΠΑΛΙΚΑΡΙ ΜΟΥ, αστέρι της ψυχής μου,
ήρθες και έδωσες χαρά, στη μίζερη ζωή μου.
ΕΣΥ μου έδωσες πνοή, νόημα για να ζήσω,
πλάτη να βάλω στη ζωή και να δημιουργήσω.
Σε χαιρετώ ΛΕΒΕΝΤΗ ΜΟΥ, να έχεις την ευχή μου,
όλα του κόσμου τα καλά, κάπου τη θύμησή μου.

Και τέλος, τη Γυναίκα μου, τη θρυλική ΘΟΔΩΡΑ!!!!!!!,
που μια ζωή μου χάριζε απλόχερα τα δώρα.
Με πρώτο και καλύτερο, το γιό μας το Θανάση,
κανένα άλλο δώρο της, ετούτο δεν θα φτάσει.
Αυτή που τώρα με κοιτά, με βουρκωμένα μάτια,
φαρμακωμένη την ψυχή και την καρδιά κομμάτια.
Τη βρήκε βόλι δυνατό, λάβωσε την καρδιά της,
«έφυγε» ο Βασίλης της, που είχε συντροφιά της.
ΘΟΔΩΡΑ ΜΟΥ, σ΄αγάπησα, ήσουν ο ουρανός μου,
σε κάθε σκοτεινή στιγμή, ΕΣΥ, ήσουν το φώς μου.

Ήσουνα το παυσίπονο που έδιωχνε τον πόνο,
ΕΣΥ μου ‘δινες δύναμη να περπατώ στον χρόνο.
Σε χαιρετώ, «ΓΛΥΚΙΑ ΨΥΧΗ», εκεί πια που θα μένω,
εσύ να μη βιαστείς να ‘ρθείς, ξέρω να περιμένω.
Κράτησε αυτό το ποίημα, σαν παρακαταθήκη,
κάτι σαν βάλσαμο ψυχής, ΑΓΑΠΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗ.
Θέλω με μαύρα γράμματα να γράψεις μια ατάκα,
πάνω από το μνήμα μου, στη μαρμαρένια πλάκα.
«Σε αυτό το μνήμα θάψανε, το Μάλλιο το Βασίλη,
που πάντα με χαμόγελο, τον έβλεπες στα χείλη!!»
Σας κούρασα με όλα αυτά, δυο τρεις γραμμές και φτάνει,
μία συγνώμη σας ζητώ και πάμε στον Αγιάννη.
Όσοι δεν έρθετε κοντά, πιάστε τα καφενεία,
κερνώ καφέ παρηγοριάς, Αντίο κοινωνία!!!!