Αδάμ Δούκας: Ένας άγνωστος Ηπειρώτης Αγωνιστής και Ευπατρίδης

Γράφει ο Αλέκος Φαρμάκης

Είναι γνωστό ότι η Εύανδρος Ήπειρος προσέφερε πολλά στους απελευθερωτικούς αγώνες του Έθνους, οι οποίοι άρχισαν κιόλας να εκδηλώνονται λίγα χρόνια μετά την Άλωση, με την επαναστατική κίνηση του έτους 1481 του Θεόδωρου Κλαδά και του Θεόδωρου Μπούα, που ξεσήκωσαν 50 κωμοπόλεις και χωριά της Ηπείρου και του έτους 1585 με την επανάσταση του Θεόδωρου Γρίβα μαζί με τους Αρματωλούς της Ηπείρου Μάρκο Πούλιο και Μαλάμο. Το επαναστατικό αυτό πνεύμα μετοχετεύτηκε και στο Αδάμ Δούκα (1790-1860).
Ο Αδάμ Δούκας γεννήθηκε στα Ιωάννινα, κατ’ άλλους στην Πρεμετή Βορείου Ηπείρου. Το επώνυμο του πατέρα του ήταν Ζώτος ή Ζώτογλου. Η μητέρα του καταγόταν από οικογένεια επιφανών προκρίτων της Ηπείρου, που διαδραμάτισαν σπουδαίο ρόλο μέσα από σημαντικές πολιτικές και στρατιωτικές θέσεις, στην αυλή του Αλή πασά, στον Αλέξανδρο Υψηλάντη και στον Ρωσικό στρατό. Συγγενής του Αδάμ Δούκα υπήρξε και ο Κωνσταντίνος Δούκας, ο οποίος υπηρέτησε κοντά στον Ιωάννη Στράτο και συμμετείχε στις επιχειρήσεις της Δυτικής Ελλάδας και του Ναυπλίου το 1827.

Ο παππούς του, Κωνσταντίνος Δούκας, γεννήθηκε στην Πρεμετή κατά τον 18ο αιώνα, σπούδασε στην Ευρώπη, υπήρξε υπάλληλος του Γαλλικού Προξενείου Ιωαννίνων και μυστικοσύμβουλος του Αλή πασά, καθώς και Επίτροπός του στα Άγραφα μια μετά στο Βεράτι, όπου και απεβίωσε. Είχε τρεις γιους, τον Ευθύμιο, τον Στέφανο και τον Δούκα και μια κόρη.
Εγγονός του Κωνσταντίνου Δούκα, από την κόρη του, ήταν ο Αδάμ Δούκας, ο οποίος πήρε το επώνυμο της μητέρας του, ενδεχομένως λόγω της αρχοντικής καταγωγής της. Σπούδασε στη Μαρούτσειο Σχολή και στη συνέχεια έλαβε σημαντική μόρφωση. Υπήρξε μυστικοσύμβουλος του Αλή πασά και μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Η επαναστατική του δράση συνεχίζεται στη Λειβαδιά, όπου βρέθηκε κοντά στο θείο του, από το μέρος του πατέρα του, Ιωάννη Ζώτο και αναδείχθηκε σε ένα από τα πιο σημαντικά και δραστήρια στελέχη της περιοχής της ανατολικής Ελλάδας. Εντάχθηκε στο Γαλλικό Κόμμα του Ιωάννη Κωλέτη και μετείχε στις εργασίες της Α΄, Γ΄ και της Δ΄ Εθνοσυνέλευσης (Άργους 1829), στην οποία συμμετείχε ως αντιπρόσωπος Ευρίπου και Καρύστου.

Εγκατεστημένος στη Λειβαδιά, κοντά στο θείο του, εκλέχθηκε αντιπρόσωπος της Θήβας, στη Συνέλευση των Σαλώνων και του Αρείου Πάγου το 1821. Στα 1822 διορίζεται Αρχιγραμματέας του Αρείου Πάγου και το 1825 διετέλεσε Υπουργός Πολέμου. Από τις θέσεις αυτές συνεργάστηκε με τους ισχυρούς στρατιωτικούς της Στερεάς Ελλάδας, όπως ο Βάσσος Μαυροβουνιώτης και Νικόλαος Κριεζιώτης και συγκρότησε μια ισχυρή πολιτική ομάδα που δρούσε αυτόνομα στο πλαίσιο του Γαλλικού Κόμματος.
Μετά το τέλος της επανάστασης ορίζεται Διοικητής Φθιώτιδας μέχρι το 1837, έτος κατά το οποίο γίνεται μέλος της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας. Το 1852 διορίζεται Νομάρχης Εύβοιας και κατά την Οθωνική περίοδο διετέλεσε 4 φορές γερουσιαστής μεταξύ των ετών 1850 και 1860. Απεβίωσε στην Εύβοια, όπου και διέμενε το 1860 σε ηλικία 70 ετών.

Περιγραφή μιας Ελληνικής Νίκης από τον Αδάμ Δούκα
Στις 6 Ιουλίου 1827 υπογράφηκε η «Συνθήκη του Λονδίνου» από την Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία, «Περί ειρηνεύσεως της Ελλάδος», την οποία οι μεν Έλληνες υποδέχθηκαν με χαρά, ως μια «καλή αρχή», ενώ ο σουλτάνος τη απέρριψε χωρίς συζήτηση, θεωρώντας την σαν μια απροκάλυπτη παρέμβαση στα εσωτερικά του. Η Συνθήκη αυτή αναπτέρωσε τα πνεύματα των Ελλήνων και αποφάσισαν μια συντονισμένη επέκταση των πολεμικών επιχειρήσεων στη Δυτική και Ανατολική Χέρσα Ελλάδα, στη Χίο και στην Κρήτη, ορίζοντας παράλληλα και Επιτροπές για την υλοποίηση του σχεδίου.
Για την Ανατολική Ελλάδα και την Εύβοια ορίστηκαν οι Βάσσος και ο Κριεζιώτης με Φροντιστή και Επιτηρητή τον Αδάμ Δούκα. Μετά από τις απαραίτητες προετοιμασίες και κινήσεις, αποβιβάστηκαν στη Μαγνησία και επιτέθηκαν στους Τούρκους που κατείχαν το χωριό Τρίκκερα. Ακολούθησε ασφυκτική πολιορκία και οι Τούρκοι αναγκάστηκαν και έφεραν σε βοήθειά τους 1.200 στρατιώτες από το Βόλο, αλλά η ορμή των Ελλήνων ήταν τέτοια που τους κατεδίωξαν ως τον Λαύκο σημειώνοντας μια περιφανή νίκη και αποσπώντας πολλά λάφυρα, σημαίες και πολεμικό υλικό.

Τη περιγραφή αυτής της Ελληνική νίκης μεταφέρει με αναφορά του ο Αδάμ Δούκας (ΓΑΚ. Πολ. Φ.214) και η οποία έχει ως εξής:
«Προς την σεβαστήν Αντικυβερνητικής Επιτροπήν.
Και πάλιν ευαγγέλια και πάλιν νίκας και τρόπαια δηλοποιώ εις την κυβέρνησιν. Αφού εξ’ αιτίας του χειμώνος είχον αποσυρθή και οι εις βοήθειαν των πολιορκουμένων ελθόντες εχθροί, χθες (την 17) ανεφάνησαν και πλησιάσαντες μίαν ώραν μακράν των ταμπουριών μας, περιεχαρακώθησαν και αυτοί. Οι Έλληνες εξήλθον εις απάντησίν των και διά πολλήν ώραν επροσκάλουν εις συμπλοκήν, άλλ’ οι εχθροί έμεναν ατάραχοι. Τούτο δε μην υποφέροντες να βλέπονται μακρόθεν, εκινήθησαν αυτοί κατά των εχθρών, από το έν μέρος ο στρατηγός Βάσσος, ο Τριαντάφυλλος, ο Λιακόπουλος και οι Καλαμιδαίοι, από το άλλο ο Αποστολάρας, ο Βελέντζας, ο Τόλιος και ο Ζορμπάς, ο δε απτόητος Κριεζιώτης επί πάσι και παντού.

Η μάχη άρχισεν εις τας 10 ώρας και εβάσταξε μέχρι την ηλίου δύσιν, με πείσμα και επιμονήν εκατέρωθεν. Και οι Έλληνες αδοκίμασαν μίας έφοδον, άλλ’ απεκρούσθησαν. Τότες ο άγρυπνος και ανυπόμονος Κριεζιώτης, παρατηρών ότι εκινδύνευε να χαθή νίκη λαμπρά από τας χείρας των και εκ τούτου να ζημιωθή πολλά η πατρίς, ορμά ως λέων, κτυπά τον έναν, παρακινεί τον άλλον και, δίδων ο ίδιος το παράδειγμα, φωνάζει: «τρέξατε παιδιά, τρέξατε Έλληνες, φονεύσατε εχθρούς». Οι Έλληνες ενθαρρυνόμενοι, πηδούν ξεσπαθωμένοι εις τα εχθρικά χαρακώματα και τους έτρεψαν εις φυγήν.
Έπαυσε πλέον ο κρότος των τουφεκίων και δεν ηκούετο άλλο ειμή η ανάκρουσις των σπαθιών, κλαυθμηραί φωναί αγάδων και το «ράι καπετάν». Τους κατεδίωξαν, έως σχεδόν το χωρίον Λαύκος και Κύριος οίδε, έως που ήθελε τους κυνηγούν ακόμη, αν το σκότος της νυκτός δεν τους εμπόδιζε. Πεντακόσιοι φονευμένοι, εν οις και ο αρχηγός αυτών Νούρκα Σέβρανης και δεκαπέντε άλλοι αξιωματικοί, εκατόν πενήντα αιχμάλωτοι, πέντε σημαίαι, άπειρα τουφέκια, σπαθιά και πιστόλια, τα περισσότερα αργυρά, πολλά μετρητά χρήματα και άλλα άμετρα λάφυρα έμειναν εις χείρας των νικητών. Ημείς εχάσαμαν φονευμένους δύο και πληγωμένους οκτώ.

Η μάχη αυτή από τας σημαντικοτέρας της Ελλάδος, διότι πρώτην ήδη φοράν χίλιοι Έλληνες εξεταμπούρωσαν σώμα εχθρικόν, από χιλίους πεντακοσίους καλούς στρατιώτας. Εις αυτήν εδείχθη η ελληνική ανδρεία και απόφασις και χρεωστώ να πληροφορήσω την κυβέρνησιν, ότι και αξιωματικοί και στρατιώται, εφέρθησαν ηρωικότατα.
Η επισφράγισις όμως και το περισσότερον μέρος της νίκης, χρεωστείται εις την γενναιότητα, επιμονήν και πατριωτισμόν του στρατηγού Κριεζιώτη, χωρίς του οποίου, δεν εκατορθούτο τίποτε εις αυτήν την εκστρατείαν. Είναι όλος αφοσιωμένος εις την δούλευσιν της πατρίδος και είναι άξιος της ευνοίας και ευγνωμοσύνης της κυβερνήσεως. Ο στρατηγός Βάσος δεν έδειξεν ολίγην γενναιότητα. Απεκεφάλισεν ιδιοχείρως επτά και έπαυσεν, όταν το σπαθί του έπαυσε να είναι σπαθί. Ο Βελέντζας έκοψε πέντε. Τι να ειπώ; Ολίγοι μαντατοφόροι εχθροί, οπού εσώθησαν, ας έχουν χάριν της νυκτός.

Ο πατριώτης
Αδάμ Δούκας
Τη 18 Νοεμβρίου 1827
Τειχόκαστρον Τρικκέρων».
Αυτός ήταν εν ολίγοις ο Αδάμ Δούκας, η δράση και η προσφορά του οποίου χρήζει περαιτέρω έρευνας.