ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΚΟΛΙΑΤΣΟΥ 1924-2021

Την πρώτη Αυγούστου έφυγε από τη ζωή η μάνα μας, η Αλεξάνδρα Κολιάτσου, το γένος Δούκα, γυναίκα του γιατρού Λευτέρη Κολιάτσου. Έφυγε ήσυχα στον ύπνο της, πλήρης ημερών, αφήνοντας πίσω της εμένα και τον αδερφό μου Αγαμέμνονα, τέσσερα εγγόνια, και δύο αδερφές. Ο πατέρας μου είχε φύγει 19 χρόνια πριν, το καλοκαίρι του 2002.

Η μάνα μας, οι μανάδες όλων μας, όποιες και να ναι, είναι ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής μας. Για τους πιο πολλούς από μας είναι τα παιδικά μας χρόνια. Και ο ίσκιος που ρίχνουν πάνω μας μέχρι και την τελευταία τους πνοή. Είναι η αγκαλιά και απαντοχή μας. Για αυτά περιττεύει οποιοδήποτε γραπτό κείμενο. Αλλά αξίζει κανένας να πει μερικά επιπλέον πράγματα για την Αλεξάνδρα, ανασύροντας στη μνήμη μια ολόκληρη εποχή.

Η Αλεξάνδρα Κολιάτσου πέρασε στην Άρτα 22 ολόκληρα χρόνια, μεγαλώνοντας οικογένεια, βοηθώντας τον πατέρα μου στην άσκηση του ιατρικού λειτουργήματος, συμμετέχοντας στη ζωή του τόπου με όλη της την ψυχή. Ενώ μετακόμισε στην Άρτα από την Αθήνα ακολουθώντας τον άντρα της, ήταν και οργανικά δεμένη με τον τόπο, μια που η μητέρα της Μαρία κατάγονταν από το Βουργαρέλι, από τα σόγια των Κοτσαριδαίων και των Κατσαουναίων. Τα πρώτα χρόνια προσαρμογής στην Άρτα της δεκαετίας του 50 ήταν δύσκολα, αλλά τελικά τα κατάφερε και άφησε το στίγμα της με το παραπάνω. Μια στενή παιδική μας φίλη και γνωστή Αρτινιά την είπε «εμβληματική». Γυναίκα όμορφη, με χάρισμα, και δυνατό χαρακτήρα. Δεν περνούσε απαρατήρητη.

Η μάνα μου ανήκε στην ηρωική γενιά. Ορφανή από πατέρα που πέθανε μέσα στις ταλαιπωρίες του μεσοπολέμου, έχασε τα δυο αδέρφια της μέσα στην κατοχή, τον ένα τον αεροπόρο πολεμώντας ηρωικά τους Γερμανούς στο Τυμπάκι. Βασανίστηκε, όπως και πολλοί άλλοι, αλλά τα έβγαλε πέρα. Γνώρισε τον πατέρα μου ψάχνοντας γιατρό σε ένα θεραπευτήριο του Πειραιά, όπου ο Λευτέρης ο Κολιάτσος είχε προσωρινά βρει δουλειά αφού τον είχαν πετάξει από την θέση του στην πανεπιστημιακή κλινική του Ευαγγελισμού μέσα στην παράνοια της μετεμφυλιοπολεμικής Ελλάδας. Ακόμα θυμάμαι τον αγώνα της να φυγαδεύσει στην Ελλάδα, και μάλιστα στην Άρτα, τον ανιψιό της τον Παύλο, από την Πόλη όπου οι Τούρκοι αφάνιζαν τις ελληνικές περιουσίες και ξερίζωναν αυτή την μοναδική ομογένεια που πρόκοβε εκεί εκατοντάδες χρόνια. Και σηκώθηκε και ήρθε δύο φορές στην Αμερική όταν γεννήθηκαν οι δυο κόρες μου, να βοηθήσει στο μεγάλωμά τους. Δεν ήταν εύκολο.

Μία πλευρά των ανθρώπων σαν την μάνα μου ήταν ο χαρακτήρας τους. Η Αλεξάνδρα είχε έντονες απόψεις, και για ανθρώπους και για πράγματα, και συχνά θα σου της έλεγε μπροστά σου, αλλά ποτέ πίσω σου. Και είχε θάρρος. Δε φοβόταν τίποτα. Και μια ανοιχτή καρδιά, της έπαιρνες και την ψυχή. Κυρίως αν την χτύπαγες στο φιλότιμο, που το είχε μέχρι τον ουρανό.

Λίγα μεσημεριανά τρώγαμε μόνη η οικογένεια. Μαζί και οι συγγενείς, οι φίλοι, οι γείτονες, να πάρουν ένα μεζέ, να πουν μια κουβέντα, να πιούν ένα ποτήρι κρασί. Η μάνα έχει ανοιχτό σπίτι. Και δεν έλεγε όχι. Όπως όμως θα με διόρθωνε αμέσως, και πόσες άλλες μανάδες και γυναίκες της παιδικής μου ηλικίας δεν είχαν ανοιχτά σπίτια. Θυμάμαι πιτσιρικάς διάλεγα που θα πάω να φάω κάθε μεσημέρι ακολουθώντας τις μυρωδιές στην γειτονιά, πότε στης κυρίας Κοραλίας, πότεστης κυρίας Δέσποινας, και η μάνα μου με μάζευε στρογγυλοκαθισμένο στο τραπέζι, αυτόκλητο μουσαφίρησε κάποια από αυτές τις υπέροχες γειτόνισσες. Αυτό θα πει αρχοντιά και πολιτισμός.

Στην παράδοσή μας δεν είμαστε άτομα, είμαστε πρόσωπα. Και μαζί με την πολυαγαπημένη φιγούρα της μάνας μου έρχονται στην σκέψη τόσοι άλλοι, όλοι μαζί στο ψηφιδωτό εκείνης της κοινότητας και μιας εποχής που η ελληνική επαρχία μόρφωνε και έφτιαχνε πολίτες με άποψη. Μαζί με τη μάνα μου κι ο πατέρας μου, ο νονός μου ο Πάνος ο Αλεξίου, ο Γιώργος ο Κοτσαρίδας που έμενε μαζί μας στην ίδια πολυκατοικία, ο Αντώνης ο Κολιάτσος, οι δυο σοφοί Κοτσαριδαίοι θείοι Κώστας και Φώντας (ο καθένας την σοφία του), οι γείτονες Αλέκος Λιαροκάπης και η γυναίκα του Πόπη, ο κύριος και η κυρία Βαφιά, ο κύριος Ματσούκας, ο Κλέονας και η Σόνια η Τσέτη, η κυρία Κογιαντή (και το πάντα διαθέσιμο περιβόλι της), η δασκάλα μου των αγγλικών η Έλλη η Τσαμπούλα και τόσοι άλλοι. Πέρα από τις οικογενειακές γνωριμίες και τους συγγενείς, η Αλεξάνδρα είχε πολλούς φίλους, την αγάπησαν οι Αρτινοί. Όσο σκέφτομαι μούρχονται συνεχώς στο μυαλό ονόματα ανθρώπων που συνθέτουν, όλοι μαζί με τη μάνα μου, έναν ολόκληρο κόσμο.

Η μάνα μου, όπως και εκείνος ο κόσμος, δεν ανήκουν ακριβώς στο παρελθόν. Ζούνε στις σκέψεις μας όσο τους θυμόμαστε και τους συζητάμε, και όσο επεξεργαζόμαστε τα βιώματα και τα μαθήματα που μας άφησαν πίσω. Είμαστε δηλαδή κι εμείς, που ακόμα ζούμε, κομμάτι αυτού του κόσμου. Και το μόνο που ίσως πρέπει να κάνουμε είναι, όσο πάει, να μεταδώσουμε αυτή την γενναιότητα, την φινέτσα, και εν τέλει την ανθρωπιά, και στις επόμενες γενιές.

Καλό κατευόδιο μάνα.

Βασίλης Κολιάτσος