Ανέκδοτα διηγήματα σύγχρονων Ελλήνων πεζογράφων

– Επιμέλεια: Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης –

Σιδέρης Ντιούδης ( Ντιούδης το επώνυμο)

Θανάσιμη τεχνική ποινή

Διέκρινε μια μπάλα του μπάσκετ δίπλα στο άψυχο σώμα, η οποία φαινόταν καθαρά ότι ήταν καλυμμένη από αίμα. Πλησιάζοντας πιο κοντά αδυνατούσε να πιστέψει αυτό που έβλεπε. Το πρόσωπο του νεαρού άντρα είχε σχεδόν εξαφανιστεί και στη θέση του είχε απομείνει ένα αιμάτινο συνονθύλευμα. Το γεροδεμένο κορμί κείτονταν εντός αγωνιστικού χώρου στο κέντρο του γηπέδου μπάσκετ.

Ήταν εποχή προεκλογικού αγώνα. Λίγους μήνες πριν είχαν προκηρυχθεί έκτακτες εθνικές εκλογές και το μεγάλο ερώτημα ήταν η προσέλευση των ψηφοφόρων στις κάλπες. Ο λαός ήταν μουδιασμένος. Είχε βαρεθεί τις συνεχείς και μεγάλες υποσχέσεις, που διόγκωναν τις προσδοκίες του και που σχεδόν πάντα με μαθηματική ακρίβεια παρέμεναν λόγια και δεν γίνονταν ποτέ πράξη. Από την άλλη τα κόμματα έκαναν αγώνα για το ποιο θα πείσει περισσότερο κόσμο να έρθει με το μέρος του, τάσσοντας κάθε είδος παροχών και παραχωρήσεων, τα οποία οι περισσότεροι τα ονόμαζαν ρουσφέτια. Οι τόνοι μεταξύ των αντιπάλων πλευρών δεν ήταν τόσο οξυμένοι, όσο σε άλλες προεκλογικές εποχές και όλοι προσπαθούσαν να πρυτανεύσει η λογική και η συνεννόηση. Στα πλαίσια αυτά διοργανώνονταν κοινές θεατρικές παραστάσεις, συναυλίες, ποδοσφαιρικοί και μπασκετικοί αγώνες.

Σε ένα τέτοιο αγώνα μπάσκετ θα λάμβανε μέρος ο νεαρός άντρας, που μέχρι χτες άκουγε στο όνομα Αχιλλέας Παπαδόπουλος. Ήταν ψηλός, πάνω από 1,95 ύψος και παλαιότερα στη νιότη του έπαιζε σε ομάδα της Α1. Όταν αποσύρθηκε από την αθλητική δράση κατέβαινε όποτε μπορούσε για σουτάκια ή μονό με τους φίλους του. Το κουσούρι με την πολιτική προέκυψε τα τελευταία χρόνια και μετά την είσοδο της Ελλάδας στο ΔΝΤ. Έβλεπε τους φίλους του να χάνουν ο ένας μετά τον άλλο τις δουλειές τους, την ψυχολογία να κάνει βουτιά στα τάρταρα, τους συμπολίτες του να βρίσκονται σε άθλια οικονομική και ψυχολογική κατάσταση και έτσι είχε αποφασίσει να πάρει την κατάσταση στα χέρια του. Πίστευε ότι ο καθένας μπορεί να βάλει ένα μικρό λιθαράκι για να σταματήσει η κατηφόρα. Η στάση του είχε αλλάξει και επιδίωκε να εισέλθει στον πολιτικό στίβο, διεκδικώντας μια θέση στην νέα βουλή. Σκοπός του ήταν, εντός του συστήματος να κάνει το παν για να υπερασπιστεί τους οικονομικότερα ασθενείς πολίτες και όσους είχαν φτάσει στα όρια της εξαθλίωσης.

Απείχαμε δυο εβδομάδες από την Κυριακή των εκλογών και ο ξαφνικός και άδοξος θάνατος του φέρελπι πολιτικού και φτασμένου παίκτη μπάσκετ είχε σοκάρει τον κόσμο. Το πτώμα του εντοπίστηκε από τον καλύτερο του φίλο και συμπαίκτη, ο οποίος επέστρεφε από προγραμματισμένη προεκλογική συγκέντρωση. Καθώς περνούσε δίπλα από το γήπεδο μπάσκετ παρατήρησε ότι η αλυσίδα της πόρτας ήταν παραβιασμένη, αν και είχε πέσει το σκοτάδι και συνήθως τέτοια ώρα ήταν κλειδωμένη. Μπαίνοντας στο γήπεδο, διέκρινε έναν άντρα να κείτεται νεκρός. Όταν τον πλησίασε, διαπίστωσε ότι ήταν ο φίλος του και το σοκ που υπέστη ήταν μεγάλο. Με δακρυσμένα μάτια έσκυψε για να βρει τον σφυγμό στο σώμα που κείτονταν μπροστά του, αλλά διαπίστωσε με μεγάλη λύπη ότι δεν υπήρχε καμιά ικμάδα ζωής. Παρατηρώντας καλύτερα το αποκρουστικό θέαμα, που μέχρι πριν λίγο ήταν πρόσωπο, διαπίστωσε ότι ανάμεσα στο πηχτό αίμα, ξεπρόβαλε από το στόμα ένα λευκό χαρτί. Με ένα χαρτομάντηλο και μεγάλη προσοχή, τράβηξε αυτό που είχε σφηνώσει στην σπασμένη οδοντοστοιχία και με έκπληξη αφού το ξετύλιξε, είδε ότι έγραφε «Τεχνική ποινή». Όρος καθαρά μπασκετικός, που χρησιμοποιείται όταν ένας παίκτης υποπέσει σ’ ένα σκληρό φάουλ, εσκεμμένο και αντιαθλητικό. Τι τόσο σκληρό και αντιαθλητικό έκανε ο Αχιλλέας για να πληρώσει με την ίδια του τη ζωή, αναρωτήθηκε, μια και ήταν βέβαιος ότι πρόκειται για δολοφονία.

Εκείνο το βράδυ, είχε ανοίξει ο ασκός των αναμνήσεων και ξεπηδούσαν μπροστά του εικόνες με τον φίλο του. Θυμόταν τις καθημερινές προσπάθειες στο γήπεδο, τις ώρες που μοχθούσαν και συναγωνίζονταν για να φτάσουν ψηλά για να παίξουν σε μια μεγάλη ομάδα της χώρας ή εκτός συνόρων. Κοινά όνειρα, κοινοί στόχοι και η φιλία τους, να τους δίνει δύναμη. Ο Αχιλλέας ήθελε να αλλάξει τον κόσμο, να βελτιώσει τις συνθήκες στη φτωχική γειτονιά που μεγάλωσαν και από μικρή ηλικία, παράλληλα με το μπάσκετ, βοηθούσε τους συνανθρώπους του όπως και με όποιον τρόπο μπορούσε. Η γειτονιά τον θαύμαζε, τον αγαπούσε και ήταν ο ήρωας και το καμάρι της. Όταν ενηλικιώθηκε, είχε προσχωρήσει σε πολιτικές οργανώσεις, που στρέφονταν στην προάσπιση των δικαιωμάτων των φτωχών πολιτών ενάντια σε όσους προσδοκούσαν σε γρήγορο πλουτισμό σε βάρος τους. Θυμόταν ακόμη τις κουβέντες τους, μερικές μέρες πριν το μοιραίο βράδυ, που τον προέτρεπε να βάλει νερό στο κρασί του, γιατί είχε γίνει ένα άτακτο τσιμπούρι που έστεκε ενάντια στα συμφέροντα όσων στην πλάτη του φτωχού λαού έβγαζαν χρήμα.

Ο Γιώργος Μαβίλης, ο καλός φίλος του Αχιλλέα και ο άνθρωπος που εντόπισε την σωρό του είχε προσπαθήσει να τον αποτρέψει να αναμειχθεί ενεργά με την πολιτική γιατί πίστευε και οι εξελίξεις δυστυχώς τον είχαν προλάβει ότι τα συμφέροντα είναι μεγάλα και στην προάσπιση τους δεν θα διστάζανε αυτοί που λυμαίνονταν τον μόχθο του λαού να βάψουν τα χέρια τους με αίμα.
Εξαρχής οι υποψίες του για την φριχτή δολοφονία, είχαν στραφεί στον μεγαλοεπιχειρηματία και άνθρωπο της νύχτας Σταύρο Μοδινό. Πολιτικό αντίπαλο του Αχιλλέα, πάντα στη σκιά του στο μπάσκετ και συνομήλικο του, που είχε βγάλει ζεστό χρήμα από εκβιασμούς και προστασία στα καταστήματα της γειτονιάς που ζούσαν. Αυτός και τα τσιράκια του είχαν γίνει ο φόβος και ο τρόμος των κατοίκων, οι οποίοι σε κάποιες περιπτώσεις ζητούσαν τη συμβολή του για πολιτικές χάρες μια και οι διασυνδέσεις του σε υπουργεία ήταν μεγάλες. Ο Αχιλλέας ήταν ενάντια σε τέτοιες πρακτικές. Στέκονταν απέναντι του και πολλές φορές προσπαθούσε να ξεσηκώσει τον κόσμο εναντίον του Μοδινού. Αρκετοί τους είχαν δει να λογοφέρνουν και ήταν πολλές φορές όπου ο Αχιλλέας είχε γίνει δέκτης απειλών κατά της ζωής του, χωρίς όμως να τις καταγγείλει στην Αστυνομία.

Τα στοιχεία αυτά, είχαν φτάσει στα χέρια της Αστυνομίας μέσω της κατάθεσης του Γιώργου, ο οποίος είχε δώσει όρκο πάνω από το πτώμα του φίλου του να εξιχνιάσει την δολοφονία του. Ήταν βέβαιος, ότι όλα όσα είχε πει στους αστυνομικούς θα έφταναν στα αυτιά του Μοδινού και σίγουρα θα είχε μπει στο μάτι τους. Για το λόγο αυτό είχε ζητήσει την αστυνομική προστασία. Με τους αστυνομικούς στο κατόπι του αισθανόταν ασφάλεια και σαν τη σουπιά, είχε καταφέρει να θολώσει τα νερά, στρέφοντας τις υποψίες σε έναν άνθρωπο της νύχτας. Είχε στήσει το τέλειο άλλοθι. Ήταν φίλος του νεκρού, είχε σκηνοθετήσει τον εντοπισμό του και είχε καταφέρει να στρέψει την αστυνομική έρευνα στον Μοδινό, που ήδη ανακρινόταν.

Είχε υποπέσει όμως σε ένα μοιραίο λάθος. Στον τόπο του εγκλήματος πέρα από το αίμα του Αχιλλέα είχε βρεθεί και το αίμα του Μαβίλη, ένδειξη που έδειχνε ότι υπήρξε μια θανατηφόρα μάχη και ένας φόνος φίλου από φίλο. Τον αγαπούσε τον Αχιλλέα και τον ζήλευε θανάσιμα. Ήταν πάντα στη σκιά του και εκείνο το βράδυ μετά την έντονη λογομαχία τους το χέρι του οπλίστηκε και αφαίρεσε τη ζωή του φίλου του.
Σχεδίαζε να υποστηρίξει με όλες του τις δυνάμεις την ενοχή του Μοδινού, αλλά οι Ερινύες δεν τον αφήναν να ησυχάσει. Είχε μετανιώσει γι’ αυτό που έγινε. Έτσι λίγες μέρες μετά παραδόθηκε στις αστυνομικές αρχές κρατώντας και κάνοντας πράξη τον όρκο που είχε δώσει στο νεκρό φίλο του.

Βιογραφικό
Ο Σιδέρης Ντιούδης γεννήθηκε στα Γιαννιτσά το 1976, ζει στην Αθήνα και εργάζεται στον χώρο του βιβλίου. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Ελεύθερη πτώση (Εκδόσεις Φιλόγραφο, 2006), Η βραδυπορία της στιγμής (Εκδόσεις Αιώρα, 2011) και την συλλογή μικροδιηγημάτων Σχεδόν καθημερινές ιστορίες (Εκδόσεις Αιώρα, 2018). Συνεργάζεται ως βιβλιοκριτικός με το diastixo.gr και συνδιαχειρίζεται το blog www.humantraffic.gr.