Ανέκδοτα διηγήματα σύγχρονων Ελλήνων πεζογράφων

Επιμέλεια: Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης

Φιλιππίδη Μιμή

VILLA BLANCA

Η Μόνα βρισκόταν ήδη τρεις μέρες στο νησί, όταν τη συνάντησα στο Club Celana. Το σούρουπο είχε αρχίσει να πέφτει, ο dj σε ρομαντικό οίστρο έπαιζε μια μίξη από χιπ χοπ μουσική και ροκ μπαλάντες, η μπάρα και τα τραπεζάκια γύρω από την πίστα δεν είχαν γεμίσει ακόμη. Προφανώς το βλέμμα μου είχε μείνει πολλή ώρα καρφωμένο πάνω της, γιατί ένιωσε την ανάγκη να μου απευθύνει τον λόγο πρώτη εκείνη.

“Γνωριζόμαστε;” μου χαμογέλασε τυπικά. Η προφορά στα αγγλικά της ήταν αμερικάνικη.
“Συγνώμη…Κοίταζα μάλλον αδιάκριτα”. Κατάπια το σάλιο μου. “Πάνος Σαλτέρης” συστήθηκα προτείνοντας το δεξί χέρι.
“Μόνα Βαν Ντ…” χαμογέλασε. “Μόνα σκέτο”.
Χωρίς επίθετο, χωρίς χειραψία.
“Δικηγόρος. Πάντα νομίζω ότι γύρω μου βρίσκονται πελάτες που δε θυμάμαι…” εξήγησα και μάζεψα αμήχανα το χέρι. Τύλιξα τα δάχτυλα γύρω από το παγωμένο ποτήρι με τo Bacardi.
“Μμμ…Καθόλου κολακευτικό για μένα. Αν είχα υπάρξει πελάτισσά σας, θα ήθελα να πιστεύω ότι θα με θυμόσασταν”.

‘Εχασα τα λόγια μου. Ποιος φλέρταρε ποιον; Το χαμόγελό της ήταν συνδυασμός γοητείας και πρόκλησης. Δε φαινόταν πολύ μεγαλύτερη από είκοσι, αλλά το ύφος, η άνεση, ο αέρας της την έκαναν να μοιάζει με ώριμη γυναίκα. Διευκόλυνε την αμηχανία μου ρωτώντας εύθυμα.
“Με τι υποθέσεις ασχολείστε;”
“Ποινικές”.
“Τότε δικαιολογημένα δε με θυμάστε, σίγουρα δεν υπήρξα πελάτισσά σας. Δεν έχω σκοτώσει κανέναν…”

Απομάκρυνε αργά το βλέμμα και ακούμπησε το ποτό της στη μπάρα. Μετά γύρισε απότομα προς το μέρος μου.
“Αν και…’Ισως χρειαστώ τις υπηρεσίες σας”.
“Σκοπεύετε να σκοτώσετε κάποιον, μις Βαν Ντ…;”
“Μόνα, please”.
“Σκοπεύεις να σκοτώσεις κάποιον, Μόνα;”
“’Ισως. Μεταφορικά. ‘Ενα σπίτι. Μια βίλα. Τη Villa Blanca”.
Τέλειωσα το Bacardi με μια γουλιά. Τα θρυμματισμένα παγάκια χτύπησαν στα δόντια μου.
“Τη γνωστή Villa Blanca, στον Πέρα Γυαλό;”
‘Ενευσε καταφατικά κοιτάζοντάς με στα μάτια.
“Είναι δική σου, Μόνα;”
“Κληρονομιά”.
“Πατρική;”
“Μητρική”.

Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει ξέφρενα. Η Μόνα ήταν ο άνθρωπος που περίμενα χρόνια. Σωστά μου το σφύριξε ο φίλος από το Υποθηκοφυλα-κείο. ‘Ηταν η τελευταία κληρονόμος της βίλας. Και είχε έρθει στο νησί. Ετοιμαζόμουν να παραγγείλω κι άλλο Bacardi. Κοίταξα το κοκτέιλ της με την ομπρελίτσα και τη φέτα ανανανά στο ποτήρι. ‘Ηταν μισογεμάτο.
“Μην πάρεις άλλο”. Μου έδειξε μ’ ένα νεύμα τον χώρο. “Είναι πληκτικά εδώ…Πάμε κάπου πιο όμορφα”.

‘Οταν έσυρε τη βαριά ξύλινη εξώπορτα, μου κόπηκε η ανάσα. Μπροστά μας η τεράστια πισίνα έμοιαζε συνέχεια της θάλασσας και καθρέφτιζε το γεμάτο Αυγουστιάτικο φεγγάρι. Αυτή η εικόνα είχε αποτυπωθεί ανεξίτηλα μέσα στο μυαλό μου. ‘Ηταν η εικόνα που είχε αντικρύσει ο πατέρας μου όταν βρέθηκε πρώτη φορά μέσα στη Villa Blanca πριν εικοσιπέντε χρόνια και μου την περιέγραψε αργότερα. Εγώ έβλεπα μια ζωή τη βίλα από έξω, από τον πάνω λόφο όπου ήταν το πατρικό μου ή από τον μικρό όρμο κάτω της, όπου κολυμπούσα μικρός πριν γίνει αραξοβόλι για τους ιδιοκτήτες. Τώρα όμως βρισκόμουν εδώ μέσα, με μια όμορφη νεαρή γυναίκα -και λίγο μυστήρια, σαν εκείνη που είχε μαγέψει τον πατέρα.

“Σκέφτηκα ότι θα ήταν καλύτερα ν’ αλλάξεις ποτό”, είπε η Μόνα και μου πρόσφερε ένα εξωτικό κοκτέιλ, όταν επέστρεψε από το εσωτερικό της βίλας στις σεζλόνγκ της πισίνας.
“Κι αν εμαι σταθερός τύπος;”
“Εμένα μ’ αρέσουν οι αλλαγές…” Μου έδειξε τη μακριά υφαντή τουνίκ που είχε φορέσει, όταν πήγε γιαι τα ποτά. “Δοκίμασέ το κι εσύ. Μια αλλαγή είναι καλή κάπου κάπου”.
“’Ισως” είπα από ευγένεια, φέρνοντας το δροσερό κοκτέιλ στα χείλη μου.
“Μικρή η αλλαγή…Μπακάρντι έχει κι αυτό μέσα…”
Το κοκτέιλ ήταν πραγματικά απολαυστικό. Το πρόδωσε η έκφρασή μου μόλις κατέβασα την πρώτη γουλιά.

“Καλή η σταθερότητα σε κάποιο βαθμό, αλλά σε μεγάλο, μπορεί να κάνει κάποιον…ξεροκέφαλο…ή εμμονικό”.
“’Ισως” είπα ξανά, τάχα αδιάφορα, ενώ μέσα μου ήξερα ότι είχε απόλυτο δίκιο. Είχα γίνει από χρόνια εμμονικός. Εκείνο το παλιό έγκλημα σ’ αυτήν εδώ τη βίλα, το έγκλημα για το οποίο ενοχοποιήθηκε, καταδικάστηκε και φυλακί-στηκε ο πατέρας μου -και πέθανε πριν την ώρα του μέσα στη φυλακή- μου είχε γίνει εμμονή. Η προδοσία εκείνης της γυναίκας, της Σούζαν, που τον διέλυσε και ουσιαστικά τον πέθανε, είχε σημαδέψει τη ζωή μου. Μήπως η Σούζαν ήταν η μητέρα της Μόνας;

“Είναι πανέμορφη η βίλα” είπα κοιτάζοντας τον πολυτελή λευκό όγκο στ’ αριστερά της πισίνας. “Ασυντήρητη χρόνια, αλλά ακόμη επιβλητική…Γιατί θα την πουλήσεις;”
“Είπα ότι το σκέφτομαι…”.
“Γιατί;”
“Γιατί αυτή η βίλα είναι δεμένη μέσα μου με πολύ θλιβερά γεγονότα… Αφότου ήρθα, ξαναζώ όσα μου είχε διηγηθεί η μητέρα”. ‘Εστρεψε το κεφάλι στα δεξιά μας.
Εστίασα το βλέμμα και διέκρινα με δυσκολία αυτό που θα ήταν παλιά το υποστατικό δίπλα στην πισίνα. Τώρα ήταν μια κατεστραμμένη μάζα από τούβλα, δοκάρια και χαλάσματα, ένα καμμένο κουφάρι.

“’Εχει μείνει έτσι από τότε που έγινε η έκρηξη…’Ο,τι απέμεινε, όταν έφυγε η αστυνομία…Εδώ σκοτώθηκε η καλύτερη φίλη της μητέρας μου… Μόλις μια βδομάδα μετά τη δολοφονία του πρώτου άντρα της”.
“Ποια φίλη;”
“Σούζαν την έλεγαν…”
Κοκκάλωσα. “Και τη μητέρα σου;…Πώς λεγόταν η μητέρα σου;”
“Ελίζαμπεθ…Η Σούζαν είχε έρθει να την επισκεφτεί στο νησί εκείνο το καλοκαίρι…Εκείνον τον “καυτό Αύγουστο”, που έλεγε η μητέρα…”

Δεν καταλάβαινα τι έλεγε, είχα ζαλιστεί. Η αστυνομία είχε βρει τότε το πτώμα του Ρόμπερ Ουώλτερ μαχαιρωμένο στο υπνοδωμάτιο της βίλας. Στο κουζινομάχαιρο υπήρχαν πεντακάθαρα τα αποτυπώματα του πατέρα μου και αμέσως οι υποψίες έπεσαν επάνω του. Σε μια βδομάδα προέκυψε η έκρηξη της πετρογκάζ στο σπιτάκι της πισίνας. Εκεί βρήκαν το απανθρακωμένο πτώμα της Σούζαν Ουώλτερ. Αναγνωρίστηκε από τα οδοντιατρικά της αρχεία. Η ιστορία για την αστυνομία εξιχνιάστηκε γρήγορα. Ο πατέρας μου ήταν εραστής της Σούζαν και δολοφόνησε τον άντρα της διαπράττοντας ένα τυπικό έγκλημα πάθους, όταν ο Ουώλτερ εμφανίστηκε στο νησί. Μετά κάτι στράβωσε ανάμεσα στους δυο εραστές και οδήγησε στην έκρηξη που σκότωσε τη Σούζαν.

Το μυαλό μου όμως έτρεχε στην ιστορία, όπως την ήξερα από τον πατέρα. Εκείνο τον Αύγουστο που έγινε το έγκλημα, ήμουν ακόμη παιδί -ένα αγόρι θυμωμένο με τον πατέρα του που έμπλεξε με μια πλούσια Αμερικάνα, ντρόπιασε την οικογένεια, δολοφόνησε και βρέθηκε στη φυλακή. ‘Οταν όμως ήμουν πια άντρας, πρωτοετής της Νομικής, έτοιμος ν’ ακολουθήσω τα επαγγελματικά του χνάρια, μου εξήγησε τα γεγονότα.
Ο πατέρας ήταν ήδη ψυχικά αποξενωμένος από τη μητέρα μου, ο γάμος τους ήταν από χρόνια πεθαμένος. ‘Οταν γνώρισε τη Σούζαν, η έλξη ήταν συγκλονιστική και αμοιβαία. Αλλά η Σούζαν ήταν παντρεμένη με τον βαθύπλουτο Ρόμπερτ Ουώλτερ που δεν άντεχε πια για σύζυγό της. Αν έπαιρνε διαζύγιο, δε θα δικαιούνταν τίποτα από την περιουσία του, σύμφωνα με το προγαμιαίο σύμφωνό τους. Ο μόνος τρόπος να απαλλαγεί από τον Ουώλτερ ήταν να τον δολοφονήσει. Τις καυτές νύχτες πάθους που περνούσε με τον πατέρα μου, προσπαθούσε να τον πείσει να απαλλαγούν από τον ανεπιθύμητο σύζυγο και να ζήσουν ελεύθεροι και πλούσιοι τον έρωτά τους. ‘

Ωσπου ο Ουώλτερ ήρθε στο νησί. Ο πατέρας δεν άντεχε να φαντάζεται την ερωμένη του στην αγκαλιά του, αλλά αρνιόταν να δολοφονήσει άνθρωπο. Η Σούζαν τελικά δρομολόγησε το φονικό σχέδιό της και μαχαίρωσε εκείνη τον άντρα της. Αλλά…με το μαχαίρι της κουζίνας που ο πατέρας είχε χρησιμοποιήσει πολλές φορές στα γεύματά του με τη Σούζαν στη βίλα.
Ο πατέρας κατάλαβε τότε ότι η Σούζαν τον είχε εξαπατήσει, τον είχε παγιδέψει σαν κορόιδο, παριστάνοντας την ερωτευμένη μαζί του, για να ξεφορτωθεί τον σύζυγό της και να φορτώσει το έγκλημα στον εραστή. Πίστευε πάντα ότι η Σούζαν δεν πέθανε, ότι γλεντούσε κάπου με τα λεφτά του μακαρίτη. Ότι εκείνη η ταλαίπωρη που βρέθηκε απανθρακωμένη ήταν η παιδική της φίλη που είχε έρθει να την επισκεφτεί στο νησί μετά τη δολοφονία του Ουώλτερ. Τις είχε βγάλει μια φωτογραφία μπροστά στην πισίνα. Αλλά ο πατέρας δε μπορούσε να θυμηθεί ούτε το όνομά της. Δε μπόρεσε να πείσει κανέναν. Ευτυχώς πρόλαβε να μοιραστεί μαζί μου όλα αυτά, όταν έλιωνε στη φυλακή, πληγωμένος και προδωμένος. Λίγο καιρό μετά πέθανε από συγκοπή.

“Τι έπαθες; Στο έφτιαξα πολύ δυνατό;” μ’ έβγαλε από τον λήθαργο η φωνή της Μόνας.
“’Οχι…το ποτό είναι μια χαρά…Απλώς σκεφτόμουν…Εκτός από τη φίλη της, σου ανέφερε ποτέ κάποιον ντόπιο δικηγόρο η μητέρα σου από εκείνο το καλοκαίρι;”
“Δικηγόρο;…’Οχι…Δεν μου είχε πει…Δεν ήθελε να θυμάται…Δεν ήρθε ξανά στο νησί…Μετά άλλαξε τη ζωή της, ταξίδεψε…Γνώρισε τον πατέρα μου, ερωτεύτηκαν, παντρεύτηκαν, απόκτησαν εμένα…Κι εγώ σε νησί γεννήθηκα…”
“Αλήθεια;”
“Στην Αρούμπα…νησί της Ολλανδίας είναι, στην Καραϊβική…Ολλανδός ήταν ο πατέρας μου, ο Μαρκ Βαν Ντερ Σλότερ”.
“Μόνα Βαν Ντερ Σλότερ, λοιπόν!”
“Ακριβώς! Τον πατέρα δεν τον θυμάμαι, τον έχασα μικρή…Πνίγηκε, σε μια φουρτούνα με το ιστιοπλοϊκό…”
“Κι η μητέρα σου;”

 

“Ήταν μαζί του, αλλά είχε γλιτώσει τότε…Η μητέρα ζούσε μέχρι πέρσι. Αν θεωρήσουμε ότι ήταν ζωή εκείνο που βίωνε….Ταλαιπωρήθηκε πολύ… βασανίστηκε πολλά χρόνια με καρκίνο…”
Κατέβασα δυο δυνατές γουλιές από το ποτό μου. Το μυαλό μου είχε θολώσει, δε μπορούσε να επεξεργαστεί τόσες πληροφορίες μεμιάς…
“Το τέλειωσες κιόλας;…Θα φέρω άλλο…”
“’Ασε…Καλύτερα να φύγω”.
“Από τώρα;”

Κατευθυνόμουν ήδη στην ξύλινη αυλόπορτα.
“Λυπάμαι αν σου χαλάω τη βραδιά, Μόνα” της είπα πριν μου ανοίξει την πόρτα.
“’Ισως στη χάλασα εγώ με τις μελαγχολικές ιστορίες μου” είπε η Μόνα. “Φτιάχνω όμως ωραίο πρωινό…Μπορείς να το διαπιστώσεις αν ξανάρθεις το πρωί…”
Το πρωί με βρήκε στην αυλή του πατρικού μου, στον λόφο πάνω από τη Billa Blanca. Δεν είχα πιει άλλο, αφότου γύρισα από τη βίλα. Είχα ψάξει το παλιό σεντούκι με τα ενθύμια του πατέρα και είχα βρει φυλαγμένη τη φωτογραφία του με τη Σούζαν. Ο πατέρας χαμογελαστός και στην αγκαλιά του εκείνη. Στην κάτω γωνία, γραμμένο διαγώνια, στα αγγλικά: “Η καλοκαιρινή ερωμένη σου. Σούζαν, καλοκαίρι 1994”. Η “Σούζαν” ήταν σίγουρα η μητέρα της Μόνας.

Η ομοιότητα ήταν φανερή. Είχε παντρευτεί τον Ουώλτερ ως “Σούζαν” κι αφού τον δολοφόνησε και τον κληρονόμησε, ξεφορτώθηκε την αληθινή Σούζαν με την έκρηξη στο υποστατικό, ταξίδεψε, πήρε την ταυτότητα μιας άλλης, έγινε Ελίζαμπεθ, γνώρισε και παντρεύτηκε τον Βαν Ντερ Σλότερ στην Αρούμπα…’Ισως τον δολοφόνησε κι εκείνον, σκηνοθετώντας τον πνιγμό του με το ιστιοπλοϊκό…Μια κανονική “Μαύρη Χήρα”, μια γυναίκα αράχνη που τύλιγε στον ιστό της πλούσιους άντρες, τους εξόντωνε κι έμενε ατιμώρητη. ‘Ωσπου συνάντησε τη Θεία Δίκη, που την τιμώρησε με αργό και βασανιστικό θάνατο.
Τόσα χρόνια μου είχε γίνει εμμονή να βρω την άκρη του κουβαριού που θα με οδηγούσε σ’ αυτή τη γυναίκα, να επαληθεύσω τον ισχυρισμό του πατέρα, κι ας είχε νόημα μόνο για μένα πια. Τελικά το κουβάρι έφτασε σε μένα λυμένο. Μου το έφερε μια όμορφη νέα γυναίκα χωρίς να το ξέρει. ‘Οπως μου έφερνε τώρα ένα απολαυστικό πρόγευμα σε ασημένιο δίσκο.
“Χαίρομαι που ξαναήρθες” είπε η Μόνα, ακουμπώντας τον δίσκο στο τραπέζι της πισίνας.
“Κι εγώ” της χαμογέλασα”. Στον δίσκο υπήρχε και μια φωτογραφία. “Τι είναι;…”
“Η μητέρα με τη φίλη της…Αυτή ήταν Σούζαν…Τη βρήκα και είπα να σου τη δείξω”.
‘Ηταν η φωτογραφία με τις δυο παιδικές φίλες, αυτή που είχε τραβήξει ο πατέρας. Είχε γραμμένο επάνω: “Μπέσι και Σούζαν – κολλητές για πάντα”.

Βιογραφικό 
Η Μιμή Φιλιππίδη γεννήθηκε στη Δράμα και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κινηματογράφου και τηλεόρασης στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Σαν Ντιέγκο (SDSU), όπου εργάστηκε ως παραγωγός και σκηνοθέτις. ‘Εχει γράψει τηλεοπτικά και κινηματογραφικά σενάρια κι έχει μεταφράσει το σενάριο δυομισι χιλιάδων ταινιών για την προβολή τους στον κινηματογράφο.
Είναι μέλος της Ελληνικής Λέσχης Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας (ΕΛΣΑΛ).
Τα πρώτα μυθιστορήματά της -ιατροδικαστικά θρίλερ- κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Ωκεανίδα:
“ΗΡΕΜΑ ΝΕΡΑ” (2009), “ΘΑΜΜΕΝΟΙ ΣΤΟΝ ΓΡΑΝΙΤΗ” (2011), “Η ΑΠΟΠΕΙΡΑ” (2016).
Συμμετείχε στον συλλογικό τόμο της ΕΛΣΑΛ “Ο Τόπος Πρόδωσε τον ΄Ενοχο” (εκδ.Πόλις)
Το τελευταίο αστυνομικό της “’Εγκλημα στη Φωκυλίδου” μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Καστανιώτης noir.