Ανέκδοτα διηγήματα σύγχρονων Ελλήνων πεζογράφων

Επιμέλεια: Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης

Νίκος Χρυσός-Η ροδακινιά

Στη μνήμη του Χρήστου Χρυσού

Μπροστά του στεκόταν καρβουνιασμένη η ροδακινιά, αδειανή από χυμούς, καρπούς και φύλλα, ολόρθη αλλά νεκρή. Ο ήλιος του Αυγούστου πέρναγε μέσα από τα γυμνά κλαδιά και του έκαιγε τα μάτια. «Αντί παρηγοριάς», είπε εννοώντας (ίσως) ότι η λαύρα εξάτμιζε τα δάκρυά του προτού προφτάσουν να κυλήσουν – έλεγε συχνά τέτοιες αμφίσημες κουβέντες σαν πύθιους χρησμούς. Ο γεωπόνος –που ’χε τα μισά του χρόνια– πλησίασε προς το μέρος μας.

«Εδώ κάηκαν χίλια δέντρα κι εσύ θρηνείς τη ροδακινιά; Πότε τη φύτεψες; Πριν από είκοσι πέντε, τριάντα χρόνια; Τα ’φαγε τα ψωμιά της. Μικρό το κακό», είπε.
«Για σένα, όχι για εκείνη», μούγκρισε ο μπάρμπας. «Έτσι λες κι εσύ;» ρώτησε έπειτα εμένα χωρίς να με κοιτάξει.
Στράφηκα προς τον ελαιώνα, δεν είχε μείνει φύλλο σε κλαρί και τα ποτιστικά λάστιχα λειωμένα από τη θέρμη της φωτιάς χάραζαν τη γη σαν μαύρες φλέβες• ο γεωπόνος ανηφόρισε κατά κει κι εγώ κίνησα αμίλητος για το πέτρινο κονάκι που έστεκε αλώβητο λίγα μέτρα πιο κάτω, έσπρωξα τη μισάνοιχτη πόρτα και μπήκα. Είχα είκοσι δύο χρόνια να ’ρθω, τίποτα δεν έμοιαζε ίδιο κι ας ήταν όλα στη θέση τους, η ντιβανοκασέλα, ο σοφράς, τα καρεκλάκια, τα σκαμνιά, η πιατοθήκη μισοάδεια, «τα χρειαζούμενα, τίποτα περιττό», συνήθιζε να λέει. Η σκόνη σκέπαζε τα πάντα κι απ’ το άνοιγμα της πόρτας έμπαινε μια μυρωδιά βαριά. Αν μισόκλεινα τα μάτια θα ’βλεπα μια συντροφιά φαντασμάτων να στήνει τσιμπούσι – βρεγμένα παξιμάδια, ατζούρια, ελιές, γραβιέρα και κόκκινο κρασί. Στα χείλη είχα μια γεύση μεταλλική και όξινη. Οι καπνοί από τα τσιγάρα τους σκάρωναν στο ταβάνι έναν ανταριασμένο ουρανό. Στη ρίζα του αντικρινού τοίχου είχε φυτρώσει ένα περδικάκι• το πείσμα του ήταν αξιοζήλευτο.

Εκείνη την πρώτη και μοναδική φορά που ήμουν εδώ τα πάντα ήταν διαρμισμένα και παστρικά, που ’λεγε κι η γιαγιά μου – η μάνα του. Βαλάντωσα στη σιωπή και βγήκα στον καμένο τόπο. Μια μπλαβιά σαύρα έτρεξε και τρύπωσε σε ένα σωρό λιθάρια που κείτονταν δίπλα στην πόρτα, αφήνοντας στο διάβα της μια τεθλασμένη χαρακιά στην μαύρη γη.
Κλείνω για μια στιγμή τα μάτια κι όταν τα ξανανοίγω έχουν όλα πρασινίσει, ο μπάρμπας είναι είκοσι δύο χρόνια νεότερος, τα γένια του και τα μαλλιά του πυκνά, τα χέρια του ψημένα στον ήλιο μοιάζουν με κλωνάρια – αν στεκόταν ακίνητος δεν θα ξεχώριζε από τα άλλα δέντρα.
«Να, κοίτα εδώ, το μέγα θαύμα», μου λέει και νεύει να τον πλησιάσω. Στέκεται ακόμα δίπλα στη ροδακινιά, μα τώρα είναι κι αυτή νεαρή, κοντούλα κι ολοπράσινη κι από ένα κλαδί της κρέμεται ένα ροδάκινο.

«Τρία χρόνια περίμενα να δέσει τον πρώτο της καρπό κι όταν τον είδα με ζώσανε χίλια φίδια και βάλθηκα να κυνηγάω μια μια τις αφίδες και τα σκουλήκια ένα ένα, κι έτριβα καθημερινά το κλαρί για να κυλήσουν οι χυμοί και να τον θρέψουν, να μεστώσει. Να, τος! Του χρόνου θα είναι φορτωμένη. Αυτό είναι το προμήνυμα», λέει χαϊδεύοντας τον ρόδινο καρπό με τα ακροδάχτυλα.
Τα ζούδια τριγύρω αχολογούν στο αυγουστιάτικο καμίνι κι ένας ανεμογάμης κάνει κύκλους πάνω από τα κεφάλια μας, ο αέρας μοσχοβολάει ρίγανη και θυμάρι κι η σκύλα του μπάρμπα τρίβεται στα ποδάρια μου.

«Έφαγες ποτέ σου τον πρώτο καρπό ενός δέντρου;» με ρωτά.
Κόβει έπειτα προσεκτικά το ροδάκινο και μου το προσφέρει.
«Κρίμα είναι. Το περιμένεις τόσα χρόνια», απαντώ κι αρνούμαι ευγενικά.
«Πάρ’ το, ρε! Εγώ τη χαρά μου την πήρα», λέει και μου το βάζει στα χέρια.
Με την πρώτη δαγκωνιά, γεύομαι μια απερίγραπτη γλύκα. Ένα σιρόπι κόκκινο σαν αίμα στάζει στο χέρι μου και μου βάφει την παλάμη.
«Είναι μικρό το δέντρο, δεν σκλήρυνε ακόμα η καρδιά του», ψιθυρίζει και ανηφορίζει σβέλτος προς τον ελαιώνα, η σκύλα τον ακολουθεί – η πορτοκαλιά γούνα της στραφταλίζει και μοιάζει σαν να τον έχουν πάρει οι φλόγες στο κατόπι.
«Αν δεν μας κάψει αυτός ο σατράπης ο ήλιος θα ’χουμε καλή σοδειά φέτος», λέει καθώς απομακρύνεται.

Κοιτάζω το ροδάκινο απορημένος, δεν έχω ξαναδεί τέτοιο πράγμα• μεταξύ κουκουτσιού και σάρκας ρέει ένας παχύρευστος χυμός. Κλείνω τα μάτια και το ξαναδαγκώνω – ακόμα αναρωτιέμαι πώς άντεξα τόση γλύκα;
«Το τσέκαρες το καλύβι; Είναι όλα στη θέση τους;» ρωτά όταν επιστρέφω κοντά του.
Σκύβει μια στιγμή, σκαλίζει τα αποκαΐδια δίπλα στη βάση του κορμού, τα μαλλιά του έχουν αραιώσει και το κεφάλι του μοιάζει με καμένο τόπο. Παραμερίζει τις στάχτες, βρίσκει ένα καρβουνιασμένο κουκούτσι, το πιάνει προσεκτικά σαν να ’ναι χρυσαλίδα.
«Λες να είναι ζωντανό;» αναρωτιέμαι μεγαλόφωνα.
«Παρ’ το, να με θυμάσαι», λέει και το ακουμπά προσεκτικά στη χούφτα μου, τα χέρια του είναι κατάμαυρα σαν τον φλοιό του δέντρου.
«Έφαγα κάποτε ένα από τα ροδάκινά της», ψελλίζω σαν να εξομολογούμαι μια αμαρτία βαριά. Σκοπίμως αποφεύγω να πω πως έφαγα το πρώτο. Δεν ξέρω αν το θυμάται.
«Αν ερχόσουν πιο συχνά θα ’τρωγες περισσότερα», απαντά.

Στεκόμαστε ο ένας πλάι στον άλλον με τα χέρια σταυρωμένα και κοιτάζουμε το μαύρο δέντρο από την κορφή ως τις ρίζες• στη βάση του κορμού το βλέμμα μας μένει για μια στιγμή μετέωρο πριν ξαναπάρει τον ανήφορο. Μετά από λίγο η ματιά του γλιστρά από τη ροδακινιά, κατηφορίζει προς το κατεστραμμένο μποστάνι, σταματά σε μια μισοκαμένη ξυλοκερατιά. «Εκεί, στης χαρουπιάς τον ίσκιο έθαψα το σκυλί, πάνε δέκα έξι χρόνια». Σχεδόν δυο σκυλίσιες ζωές, σκέφτομαι αλλά δεν τολμώ να το πω. «Τη θυμάσαι τη σκύλα;» ρωτά, αλλά πριν προφτάσω να απαντήσω, «Τούτη τη ροδακινιά μονάχος την φύτεψα», τραυλίζει και μου αρπάζει τα χέρια. Τρομάζω αλλά δεν τα τραβώ, στέκουμε πρόσωπο με πρόσωπο, δεν ξέρω αν τρέμω εγώ ή εκείνος, κρατώ ακόμα το απανθρακωμένο κουκούτσι κι έτσι όπως μου σφίγγει τα χέρια το νιώθω να θρυμματίζεται στη χούφτα μου, αλλά δεν βγάζω μιλιά. Όταν με αφήνει το χώνω στην τσέπη ντροπιασμένος. Η ώρα θα ’ναι πια περασμένες τρεις και οι σκιές μας μακραίνουν.

«Θα ξανάρθω», του λέω. Δεν ξέρω αν μ’ ακούει, δεν απαντά.
Ο γεωπόνος τέλειωσε τη δουλειά του και έρχεται να μας αποχαιρετήσει. Ακουμπά την παλάμη στο κουφάρι της ροδακινιάς σαν να αποχαιρετά ετοιμοθάνατο, σφίγγει έπειτα το χέρι του γέρου, «αν θες, σε κατεβάζω ως το λιμάνι», μου προτείνει. Το πλοίο αναχωρεί σε δυο ώρες, μα ντρέπομαι και λυπάμαι να αφήσω τον μπάρμπα μονάχο.
«Τράβα. Θα μείνω ώσπου να σουρουπώσει», μου λέει και κατηφορίζει για την καλύβα. Το πλάτωμα έξω απ’ το σπίτι που ασφυκτιά απ’ το αγκάλιασμα των ρημαγμένων δέντρων, έτσι γυμνό από φρύγανα, ζουμπούλια και γεράνια, μοιάζει με αλώνι. Δεν τον ακολουθεί ούτε σκυλί ούτε φλόγα, παραπατάει και τρεκλίζει σαν σαύρα που έχασε την ουρά της. Τώρα μονάχα αντιλαμβάνομαι ότι ο λίθινος σωρός δίπλα στην πόρτα μοιάζει με αρχαίο τύμβο. Κάνω να φύγω αλλά νιώθω τα πόδια μου να βαθαίνουν στην καμένη γη σαν να είναι ζευγάρι ρίζες. Βυθίζονται και με τραβούν κάτω από τη στάχτη, σκίζουν την σκληρή κρούστα, τρυπώνουν στο χώμα, παραμερίζουν αγκωνάρια και χαλίκια, γυρεύουν δροσιά μέσα στη γη που σκιρτά.

Βιογραφικό
Ο Νίκος Χρυσός γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα. Έχει γράψει τα
μυθιστορήματα Το μυστικό της τελευταίας σελίδας (Εκδόσεις Καστανιώτη,
2009) και Καινούργια μέρα (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2018). Έχει επιμεληθεί
τη σχολιασμένη επανέκδοση του βιβλίου Αξέχαστοι καιροί του Λευτέρη
Αλεξίου (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2014), τον συλλογικό τόμο Ιστορίες βιβλίων
(Εκδόσεις Καστανιώτη, 2014) και τον συλλογικό τόμο Ο Νίκος Καζαντζάκης
και η πολιτική (σε συνεργασία με την Ιωάννα Σπηλιοπούλου, Εκδόσεις
Καστανιώτη, 2019). Διηγήματά του έχουν συμπεριληφθεί σε συλλογικούς
τόμους. Για το μυθιστόρημα Καινούργια μέρα τιμήθηκε με το Βραβείο
Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUPL) και με το Βραβείο Πεζογραφίας
του περιοδικού Κλεψύδρα. Από τον Σεπτέμβριο του 2018 είναι Αντιπρόεδρος
Β΄ του Ελληνικού Τμήματος της Διεθνούς Εταιρείας Φίλων Νίκου Καζαντζάκη
(ΔΕΦΝΚ).