Επιμέλεια: Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης
Παναγιώτης Γιαννουλέας
Η άγνωστη
Σ’ ένα μικρό παραθαλάσσιο χωριό, σήμερα
Εμφανίστηκε ένα βροχερό ανοιξιάτικο απομεσήμερο και εγκαταστάθηκε στο νεόκτιστο σπίτι, στη νότια πλευρά της παραλίας. Κυκλοφορούσε ελάχιστα στο χωριό. Χαιρετούσε με ευγενική φωνή όποιον συναντούσε, αλλά μέχρι εκεί. Απόφευγε τις παρέες και τις συναναστροφές με ντόπιους. Άρχισαν να πιστεύουν ότι έκρυβε κάποιο μυστικό. Αθώο ή ένοχο! Κανένας δεν ήξερε. Και οι μέρες περνούσαν. Το μόνο που έμαθαν για την άγνωστη, όπως είχε καταγραφεί στη μνήμη των κατοίκων, ήταν τ’ όνομά της. Την έλεγαν Ειρήνη!
Το σπίτι του συγγραφέα Τάκη Γιάννου βρισκόταν στην απέναντι πλευρά από το σπίτι της Ειρήνης, στη βόρεια πλευρά της παραλίας. Ο Γιάννου, τη συνάντησε στην καφετέρια, στην κεντρική παραλία του χωριού, σε μια από τις σπάνιες δημόσιες εμφανίσεις της. Κάθισε στο διπλανό τραπεζάκι και τη χαιρέτησε ευγενικά. Του ανταπόδωσε το χαιρετισμό με μια κίνηση του κεφαλιού. Όταν σηκώθηκε να φύγει περνώντας από κοντά του κοντοστάθηκε. Εκείνος την κοίταξε ερωτηματικά: «Θέλετε κάτι;» τη ρώτησε. «Γνωριζόμαστε; Νομίζω ότι κάπου έχουμε συναντηθεί…»
Την κοίταξε με ερευνητικό βλέμμα: «Δεν θυμάμαι. Θέλετε να καθίσετε;» Εκείνη κάθισε. Ήταν ο μόνος άνθρωπος που πλησίασε όσο καιρό βρισκόταν στο χωριό. «Και όμως από κάπου σας ξέρω. Από εδώ είστε;» «Όχι. Βρίσκομαι εδώ για δουλειά». Ξανασυναντήθηκαν αρκετές φορές ακόμα, ώσπου στο τέλος έγιναν φίλοι. Αλλά η γνωριμία τους δεν έμεινε στην απλή φιλία. Εξελίχθηκε σε δυνατό αίσθημα. Ζούσαν τον έρωτά τους χωρίς να ρωτούν πολλά ο ένας για τον άλλο. «Από δω είσαι;» θέλησε να μάθει κάποια στιγμή ο Γιάννου. «Θα μπορούσα και να είμαι…» «Διφορούμενη απάντηση…» «Θα μου πεις τι είδους δουλειές έχεις εσύ εδώ;» «Ερευνώ μια παλιά υπόθεση. Αφορά μια δολοφονία. Είμαι συγγραφέας». «Συγγραφέας; Γι’ αυτό μου φάνηκες γνωστός. Πόσο παλιά είναι η υπόθεσή σου;» «Πάνε εξήντα χρόνια από τότε». «Μήπως αφορά τη δολοφονία της Ζωζώς;» τον ρώτησε η Ειρήνη μετά από σύντομη σκέψη. «Ακριβώς». «Ανακάλυψες κάτι;» «Ακόμα κάνω έρευνα».
1.
«Τότε θα σου πω εγώ!» «Ξέρεις;» Η Ειρήνη άρχισε να μιλάει σαν να μην άκουσε την ερώτηση του: «Τότε, πριν από εξήντα χρόνια, ήταν μέρα χαράς…» Πριν από εξήντα χρόνια
Στο γλέντι του αρραβώνα του Λάμπρου με τη Σούλα ήταν καλεσμένο όλο το χωριό. Ο γαμπρός και η νύφη, απλοί άνθρωποι, μεροκαματιάρηδες. Ο Λάμπρος δούλευε ολημερίς στα χωράφια και η Σούλα ήταν μοδίστρα. Όμως αγαπιόντουσαν και η ‘‘αγάπη ήταν πιο δυνατή από τη φτώχεια’’, όπως έλεγαν και οι δυο. Ο Νίκος, ξάδερφος του γαμπρού, διαφωνούσε ριζικά. «Καλή είναι η αγάπη, αλλά δεν μπορείς να τη βάλεις στο τσουκάλι», του έλεγε συχνά πειράζοντάς τον. Ο Νίκος, συνομήλικος με τον Λάμπρο, είχε παντρευτεί τη Ζωζώ, πολλά χρόνια μεγαλύτερη του, αλλά πάμπλουτη. Εκείνη τη μέρα ήταν άρρωστη και είχε μείνει στο σπίτι.
Το γλέντι είχε ανάψει για τα καλά, όταν ο Λάμπρος έφυγε για λίγο, όπως είπε. Έφυγε, αλλά δεν γύρισε.
Οι ολονύχτιες έρευνες δεν απέδωσαν.
Ο Νίκος γύρισε στο σπίτι του χαράματα και βρήκε τη γυναίκα του, τη Ζωζώ, μαχαιρωμένη. Έβαλε τις φωνές και μαζεύτηκε κόσμος. Οι περισσότεροι δεν είχαν γυρίσει ακόμα στα σπίτια τους. Οι ανακρίσεις της χωροφυλακής κατέληξαν στο μόνο λογικό συμπέρασμα .
Η μακαρίτισσα είχε αποσύρει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό που φύλαγε σε ένα συρτάρι στον κομό, όπως είπε ο άντρας της. Τα χρήματα έλειπαν. Οι υποψίες στράφηκαν στον Λάμπρο, ο οποίος γνώριζε για τα χρήματα. Παρά τις προσπάθειες της χωροφυλακής ο Λάμπρος δεν βρέθηκε πουθενά. Άνοιξε η γη και τον κατάπιε.
Πέρασαν δυο χρόνια. Ο Νίκος με τη Σούλα, έκαναν παρέα, παρηγορώντας ο ένας τον άλλο. Δεν άργησαν να συζήσουν. Κάποιοι στο χωριό άρχισαν να τους κακολογούν. Κάποιοι άλλοι όμως τους δικαιολογούσαν. «Καλά κάνουν. Ο Νίκος είναι χήρος και τη Σούλα την εγκατέλειψε ο αρραβωνιαστικός της», έλεγαν.
Σήμερα
Η Ειρήνη τελείωσε την αφήγηση της και κοίταξε τον Τάκη. «Πώς τα ξέρεις όλα αυτά;» « Κατά κάποιο τρόπο έχω σχέση με την υπόθεση».
«Πώς μπορεί να έχεις σχέση σε κάτι που έγινε πριν από εξήντα χρόνια;» Η απορία του Τάκη ήταν δικαιολογημένη.
«Δεν είναι θέμα ηλικίας». «Περιμένω, εξηγήσεις…»
2.
«Θα τα μάθεις όλα, αγάπη μου. Υπό έναν όρο: Να ξεχάσεις την έρευνά σου». «Αν υπάρχει σοβαρός λόγος θα την ξεχάσω». «Αν γίνει γνωστή αυτή την ιστορία, θα μου κάνεις κακό, και παρ’ όλο που σ’ αγαπώ, θα σε μισήσω. Αν όμως περιοριστείς να μάθεις μόνο την αλήθεια, τότε θα ζήσουμε ευτυχισμένοι. Διάλεξε…» Εκείνος δεν δίστασε ούτε στιγμή: «Ξέρεις ότι σ’ αγαπώ». «Οπότε;»
«Οπότε τέρμα η έρευνα και το μυθιστόρημα». «Ωραία! Ετοιμάσου για μια σημαντική επίσκεψη. Εκεί θα σου λυθούν όλες οι απορίες». «Ποιόν θα επισκεφτούμε;» την κοιτούσε ερωτηματικά.
«Τον Νίκο. Είναι ο μόνος που ζει, από τους τέσσερις που είχαν εμπλακεί σ’ αυτή την ιστορία. Είναι ογδόντα πέντε χρονών σήμερα».
«Ποιοι ήταν οι άλλοι τρεις;» «Κάνε λίγο υπομονή. Σύντομα θα τα μάθεις όλα…»
Έπεφτε το σούρουπο, όταν χτυπούσαν την πόρτα του μεγάλου σπιτιού που βρίσκεται σε προνομιακή θέση, πάνω στην παραλία του χωριού.
Η πόρτα μισάνοιξε και φάνηκε το πρόσωπο μιας νεαρής γυναίκας. «Θέλουμε τον κύριο Νίκο», της είπε με σοβαρή φωνή η Ειρήνη. «Ποιος είναι;» ακούστηκε από μέσα μια τρεμάμενη αντρική φωνή. «Μια κυρία και ένας κύριος. Εσάς θέλουν, κύριε Νίκο», απάντησε σε σπασμένα ελληνικά η γυναίκα, που, προφανώς, ήταν οικιακή βοηθός.
«Να περάσουν».
Η γυναίκα τους οδήγησε σ’ ένα μεγάλο σαλόνι. Σε μια πολυθρόνα καθόταν ένας ηλικιωμένος άντρας. Τους έδειξε έναν καναπέ απέναντί του. Κάθισαν και τον κοιτούσαν αμίλητοι. «Τι με θέλετε;» το ερωτηματικό βλέμμα του ήταν καρφωμένο πάνω τους. «Θείε, Νίκο, ήρθα να τακτοποιήσουμε ένα παλιό χρέος…» «Ποια είσαι; Δεν έχω καμία ανιψιά». Η ανησυχία στη φωνή του, αλλά και στη συμπεριφορά του ήταν διάχυτη. «Είμαι κόρη του Λάμπρου. Αφού εσείς ήσασταν ξαδέρφια, εγώ είμαι ανιψιά σου. Έτσι δεν είναι θείε;» Έδωσε έμφαση στη λέξη ‘‘θείε’’.
Τώρα ο Νίκος την κοίταζε σαν χαμένος.
Αλλά και ο Τάκης τα είχε χαμένα. Πήγε να πει κάτι, αλλά η Ειρήνη του χαμογέλασε και του έγνεψε καθησυχαστικά.
«Δεν καταλαβαίνω…» πήγε να πει ο Νίκος. «Καταλαβαίνεις, και πολύ καλά μάλιστα, θείε. Τα ξέρω όλα», τον διέκοψε η Ειρήνη. «Δεν ξέρω τι λες». «Ξέρεις πολύ καλά τι θέλω να πω. Εσύ και ο πατέρας μου δολοφονήσατε τη δύστυχη γυναίκα σου, τη Ζωζώ». «Και γιατί τη δολοφονήσαμε;» Φόβος ζωγραφίστηκε τώρα στο πρόσωπό του. «Γιατί δεν την αγαπούσες και ήθελες να την ξεπαστρέψεις για να οικειοποιηθείς την περιουσία της».
3.
«Ας υποθέσουμε ότι είναι έτσι. Ο πατέρας σου πού εμπλέκεται;». «Μαζί τα κανονίσατε. Πριν αρχίσει το γλέντι του αρραβώνα του με τη Σούλα, τη δολοφονήσατε. Ο πατέρας μου πήρε τα χρήματα, πράγμα που τον έχρισε βασικό ύποπτο, και εξαφανίστηκε με την ερωμένη του. Την Αθηνά». «Αφού αγαπούσε άλλη γιατί αρραβωνιάστηκε τη Σούλα;» «Στο κόλπο και αυτή. Η Σούλα ήταν ερωμένη σου. Ο αρραβώνας ψεύτικος. Προπέτασμα καπνού. Για να μην την υποψιαστούν στο ελάχιστο, όταν αργότερα θα είσαστε μαζί. Έτσι αποφασίσατε να χρήσετε μοναδικό ένοχο τον πατέρα μου, με τη συναίνεσή του βέβαια, και να βολευτείτε όλοι μια χαρά.
Η περιουσία της μακαρίτισσας που κληρονόμησες ήταν τεράστια. Πρέπει να ομολογήσω ότι ενεργήσατε πολύ έξυπνα. Η σκηνοθεσία ήταν τέλεια. Οι υποψίες, όπως είχατε σχεδιάσει, έπεσαν πάνω στον πατέρα μου». Όση ώρα μιλούσε ο Νίκος την άκουγε αμίλητος. «Δεν ξέρεις τι λες. Δεν μπορείς να αποδείξεις τίποτα», της είπε όταν εκείνη τελείωσε. Στο βλέμμα του όμως καθρεφτιζόταν αγωνία. «Μπορώ! Με αυτό! Εδώ ο πατέρας μου τα γράφει όλα. Του ορκίστηκα να το ανοίξω μετά το θάνατό του». Με τρεμάμενα χέρια Ο Νίκος πήρε το αντίγραφο και το διάβασε. Όσο προχωρούσε η ανάγνωση χλόμιαζε. Όταν τελείωσε το άφησε να πέσει στο δάπεδο. Κατάλαβε ότι πλέον δεν είχε νόημα να αρνείται. Εύκολα μπορούσε να αποδειχτεί ότι τα γράμματα ήταν του Λάμπρου. «Τι θέλεις τώρα;» Η όλη εμφάνισή του έδειχνε ότι δεν είχε το σθένος να συνεχίσει να αρνείται. Είχε νικηθεί και ήταν έτοιμος για όλα. «Έστω και αργά, θέλω να ξοφλήσεις το χρέος σου. Να κάνεις ότι υποσχέθηκες στον πατέρα μου». «Σε ακούω».
«Στον πατέρα μου, τότε, παρά τη συμφωνία σας, έδωσες ψίχουλα. Τώρα εγώ διεκδικώ τα υπόλοιπα. Θέλω να μου μεταβιβάσεις την περιουσία σου. Εσύ θα κρατήσεις όσα σου χρειάζονται, ώστε να μην σου λείψει τίποτα». Τα είπε όλα μαζεμένα και τώρα περίμενε απαντήσεις. «Εντάξει», απάντησε μετά από σύντομη σκέψη ο Νίκος. Εξάλλου, στην ηλικία που βρισκόταν οι απαιτήσεις του ήταν περιορισμένες. Και ήταν πολύ μεγάλος για να μπει σε περιπέτειες. «Ωραία. Εδώ μπορείς να μεταβιβάσεις την περιουσία σου. Είναι ένα φιλανθρωπικό ίδρυμα, που πίσω του βρίσκομαι εγώ. Έτσι κανένας δεν θα υποψιαστεί τίποτα. Αντίθετα όλοι θα σε επαινέσουν για την φιλανθρωπία σου».
Του έδωσε ένα χαρτί με τα στοιχεία του Ιδρύματος. Σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς την έξοδο. Πριν βγει γύρισε και του είπε: «Μην προσπαθήσεις να με ξεγελάσεις, θείε…»
Η φωνή της είχε άκρως απειλητικό τόνο. «Μην ανησυχείς. Θα γίνουν όλα όπως συμφωνήσαμε». Ο Τάκης, την ακολούθησε με αντικρουόμενα συναισθήματα. «Θα μου διευκρινήσεις κάτι;»
4.
«Ό,τι θέλεις, αγάπη μου». «Πώς εξαφανίστηκε ο πατέρας σου το βράδυ του αρραβώνα του;»
«Στην άκρη του χωριού τον περίμενε η Αθηνά, η ερωμένη του, με το αυτοκίνητό της. Τον έκρυψε στο σπίτι της, στην πόλη, και ύστερα, με πλαστά χαρτιά που είχε φροντίσει να βγάλει από πριν, το έσκασαν στην Βραζιλία». «Η Χωροφυλακή δεν έψαξε στο σπίτι της Αθηνάς;» «Δεν είχε λόγο να ψάξει. Αυτή έμενε στην πόλη. Δεν ήξεραν καν την ύπαρξή της. Εξάλλου, δεν γνώριζαν κάτι που να την συνέδεε με τον πατέρα μου. Έκρυβαν καλά τη σχέση τους». ‘‘Αυτή η ιστορία θα μπορούσε να γίνει ένα πολύ καλό μυθιστόρημα’’, σκέφτηκε ο Γιάννου. Όμως, είχε δώσει το λόγο του στην Ειρήνη και θα τον κρατούσε… Βιογραφικό: Ο Παναγιώτης Γιαννουλέας γεννήθηκε στη Στούπα της Μεσσηνιακής Μάνης το 1947. Σπούδασε Πολιτικές και Οικονομικές επιστήμες. Είναι μέλος της ‘‘Ελληνικής Λέσχης Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας’’(Ε.Λ.Σ.Α.Λ.) Μυθιστορήματά του: ‘‘Κόκκινη Ομίχλη στο Κάστρο’’ (1η έκδοση 2007, εκδόσεις ΑΤΡΑΠΟΣ, 2η έκδοση 2018, εκδόσεις ΔΡΟΜΩΝ) , ‘‘Προφανής Ένοχος’’ (2009, εκδόσεις ΩΚΕΑΝΟΣ),
‘‘Γαλάζια Κόμπρα’’ (2014, εκδόσεις ΔΡΟΜΩΝ), ‘‘Ζωές στην Καταιγίδα’’ (2016, εκδόσεις ΔΡΟΜΩΝ).
Με τα διηγήματα του ‘‘Διακοπές στη Μάνη’’(2012, εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ) και ‘‘Τρόμος στην Αρεόπολη’’(2014, εκδόσεις ΤΟΠΟΣ), συμμετέχει σε δυο συλλογικούς τόμους της Ε.Λ.Σ.Α.Λ.