Ανέκδοτα διηγήματα σύγχρονων Ελλήνων πεζογράφων

Επιμέλεια: Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης

Αντώνης Γκόλτσος
Η πτώση

“… Ο κρότος που ακούστηκε έκανε άλλους να … και άλλους να…”

Είχε αρχίσει να γράφει πριν λίγα λεπτά∙ και, εδώ, ο συγγραφέας διστάζει. Βρίσκεται κάπου ανάμεσα στο “ανατριχιάσουν”, το “αναρωτηθούν” ή το “ανησυχήσουν”. Όμως, κανένα δεν του αρέσει. Όλα αφήνουν κάτι ακάλυπτο, ατελές ή … (δεν βρίσκει τη λέξη). Και αν κατέληγε, στα δύο, στην τύχη;
Μμμμ! Μάλλον, όχι!

Τα βρίσκει μονότονα πολυσύλλαβα και αυτό το κοινό αρχικό “αν”, τα κάνει να μοιάζουν ψεύτικα, άχρωμα, ανιαρά, γραμμικά, ξενέρωτα, κοινότοπα, προφανή, αμοιβαία αποσβεννύμενα.
Αρχή σταθερή: Όταν κάπου σκοντάφτεις, απλά αλλάζεις θέση.
Σηκώθηκε από την καρέκλα (υπόλειμμα πατρογονικής art deco;) κατευθύνθηκε στο παράθυρο και έσκυψε επικίνδυνα έξω.
Το σκοτάδι δεν βοηθούσε, αλλά διέκρινε στο πεζοδρόμιο, τέσσερα πατώματα χαμηλότερα, πέντε ή έξη σιλουέτες, σε ένα υποφωτισμένο ημικύκλιο, να έχουν σκύψει επάνω από έναν όγκο, υπερβολικά σκοτεινό και απόμακρο, για να διακρίνει.
«Κάλεσε κανείς το ασθενοφόρο;» φώναξε.

Κάποιος γύρισε το πρόσωπό του προς τα επάνω∙ έδειχνε να επιμένει -γονατισμένος όπως φαινόταν- να τον κοιτάζει. Έτσι, με το φως πίσω του, θα έμοιαζε μ’ ένα τεράστιο πουλί γαντζωμένο στο περβάζι. Κανείς δεν του απάντησε.
Έχει καλώς.
Πρόβλημά τους.
Βρήκε μία κούπα. Ο καφές ήταν έτοιμος. ‘Όταν κάπου σκοντάφτεις, απλά αλλάζεις θέση, γεμίζεις μια κούπα καφέ.
Ηλίθια ιστορία! Οι άνθρωποι θεωρούν ότι είναι υπεράνω βαρύτητας και επιχειρούν να πετάξουν. Βέβαια, οι σοφότεροι, επιφυλάσσουν το πείραμα στους άλλους. Αν πετύχει, το αποτολμούν και οι ίδιοι, αν δεν πετύχει, σοφότεροι κατά την κατάληξη, κάθονται στ’ αυγά τους.

Επιστροφή στη γραφομηχανή. Αλήθεια, τι αναχρονισμός! Για τον ίδιο. Όχι για τον άλλο, που πάντα έλεγε «…τις λέξεις δεν αρκεί να τις βλέπεις, πρέπει και να τις ακούς…».
Και το ρήμα επέμενε να του κρύβεται.
Ξάπλωσε. ‘Όταν κάπου σκοντάφτεις, απλά αλλάζεις θέση, γεμίζεις μια κούπα καφέ, ξαπλώνεις.
Στα σίγουρα, τον είχε ζαλίσει. Εξάλλου, το επιδίωκε. Τον παρενοχλούσε. Τον επισκεπτόταν στο δωμάτιό του τις τελευταίες εβδομάδες. Έξη, ή επτά, ή και οκτώ φορές την εβδομάδα. Φυσικά, αρματωμένος με όλα τα στοιχεία. Επιλογές ρημάτων, ή και φράσεων, ή ακόμα και ολόκληρων παραγράφων. Μα, ήταν προφανές. Ο άλλος τον αντέγραφε∙ τον είχε αντιγράψει. Αλλά και τι θράσος ολκής, θράσος πρωτοφανές∙ έως, αξιόποινο. Θα πρέπει να είχε τρελαθεί, επτά ανατυπώσεις σε εννιά μήνες, εποχή που ο κόσμος είχε πάψει να διαβάζει, δεν διάβαζε, το βιβλίο στην εικοστή πρώτη θέση, σε μια λίστα είκοσι προτεραιοτήτων∙ ήταν ακριβό, έλεγαν. Και στην κρίση, είναι η κουλτούρα που την πληρώνει πρώτη∙ η όποια κουλτούρα, τέλος πάντων.

Τον απείλησε ότι θα τον ξεμπροστιάσει. Και ο άλλος τον ειρωνεύτηκε. Του έλεγε ότι κανείς δεν θα τον πίστευε, έτσι ανώνυμος και ανεμοπαρμένος που ήταν. Και πως αν έγραψε δυο σωστές σελίδες, αυτές, χάνονταν μέσα στις ασυναρτησίες για τις οποίες ήταν επώνυμα γνωστός. Και κουνούσε τα χέρια του, σαν κυματόδαρτος ο ίδιος, σαρκαστικά, περιγελαστικά, σαν ένα τεράστιο, εκτός τόπου, χθόνιο πουλί, και έκανε κύκλους γύρω στο δωμάτιο και πλάι στο παράθυρο, κι όταν αυτός τον πλησίασε, κι όταν αυτός τον ακούμπησε (τον ακούμπησε;) ο άλλος θα χαθεί -λάθος του;- στο μαύρο του παραθύρου∙ ίδιος πρωτεϊκός, Σεφέρειος Νιζίνσκυ, στο ανατολίτικο χαλί του.

Άλλαξε πλευρό. ‘Όταν κάπου σκοντάφτεις, απλά αλλάζεις θέση, γεμίζεις μια κούπα καφέ, ξαπλώνεις, αλλάζεις πλευρό.
Το κείμενο που ακολουθεί (514 λέξεις) αποτέλεσε το αντικείμενο ενός στοιχήματος∙ του κατά πόσο μπορεί να “στηθεί” μία νουάρ “ατμόσφαιρα”, με +/- 500 λέξεις. Στοίχημα κερδισμένο; Χαμένο;

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ο Αντώνης Γκόλτσος (Αθήνα-1945) είναι απόφοιτος της Νομικής Αθηνών. Μεταπτυχιακές σπουδές στη Διοίκηση Επιχειρήσεων, Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Εργάστηκε στον τραπεζικό τομέα, στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Από τον Απρίλιο του 2007 συντονίζει τη Λέσχη Ανάγνωσης Αστυνομικής Λογοτεχνίας των εκδόσεων Μεταίχμιο. Ιδρυτικό μέλος της Ελληνικής Λέσχης Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας (ΕΛΣΑΛ-2010). Επιμελήθηκε τον τόμο διηγημάτων Το τελευταίο ταξίδι-Έντεκα νουάρ ιστορίες (Μεταίχμιο-2009), όπου με το προλογικό κείμενο «Λέω, λες, λέει: “Αστυνομική Λογοτεχνία”-Εννοούμε το ίδιο;» και το διήγημα «Δεν είναι έτσι, αν έτσι νομίζετε» δημοσίευσε για πρώτη φορά.

Επιμελήθηκε τη συλλογή διηγημάτων Είσοδος κινδύνου (Μεταίχμιο-2011/Πρώτη εκδοτική προσπάθεια της ΕΛΣΑΛ), όπου και το διήγημά του «Το σκοτάδι μόλις πριν από τους λόφους». Το διήγημά του «Καφενείον “Των φιλάθλων”» δημοσιεύτηκε στη συλλογή διηγημάτων Η επιστροφή του αστυνόμου Μπέκα (Καστανιώτης-2012), ενώ επιμελήθηκε τη συλλογή διηγημάτων Σκοτεινές υποθέσεις (Κύφαντα-2018), όπου και το διήγημά του «Η επιστροφή ή Το τέρας στο πατάρι». Τα μυθιστορήματά του, Η αφιέρωση (2016) και Οδηγός φόνων (2019) κυκλοφορούν από το Μεταίχμιο.
e-mail: goltsosant@gmail.com