Επιμέλεια: Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης
Βασίλης Δανέλλης
Δια απαγχονισμού
Ξεκλείδωσε κι έσπρωξε την πόρτα. Δεν μπήκε, έκανε στην άκρη για να περάσω. Εκείνη τον είχε βρει. Τέσσερις μέρες πριν, τρεις μετά τον θάνατό του. Πάει μια βδομάδα.
«Μου δίνετε το κλειδί αργότερα, όταν τελειώσετε», είπε.
Η φωνή της ήταν φιλική. Δεν με γνώριζε για να με συμπαθεί. Ήταν συγκατάβαση προς τον πενθούντα.
«Δεν θα έρθετε;» ρώτησα.
«Δεν χρειάζεται», απάντησε βιαστικά. «Δεν θέλω να σας ενοχλώ».
Θα έμπαινε ξανά στο διαμέρισμα μόνο αφού είχε αδειάσει, καθαριστεί και βαφτεί. Για να το δείξει στον πρώτο υποψήφιο ενοικιαστή. Δεν κοίταξε καν στο εσωτερικό του. Η αστυνομία την είχε αναγκάσει να μείνει εκεί πολλή ώρα, κοντά στον νεκρό.
Χαμογέλασε αμήχανα. Μάλλον κράτησα το βλέμμα μου στο δικό της περισσότερο από ό,τι περίμενε.
«Σας ευχαριστώ», είπα.
Χαμογέλασε πάλι. Πιο πλατιά, με ανακούφιση.
Την παρακολούθησα να απομακρύνεται. Μόλις γύρισε την πλάτη της, σταυροκοπήθηκε κι άνοιξε το βήμα.
Έκλεισα πίσω μου την πόρτα και κλείδωσα. Στάθηκα για λίγο να επιθεωρήσω τον χώρο. Η αστυνομία τον είχε αφήσει σχεδόν όπως τον βρήκε. Το σκοινί ήταν πάνω στην τραπεζαρία.
Αυτοκτονία είπαν. Δεν το έψαξαν πολύ, δεν υπήρχε λόγος. Όλα γύρω τους ήταν βολικά στημένα.
Δεν ήταν συγκάλυψη, μάλλον έλλειψη ζήλου. Και γιατί δηλαδή να το ζορίσουν; Κανείς δεν τους ζήτησε να ερευνήσουν την περίπτωση ανθρωποκτονίας. Και παρόλα αυτά το έκαναν, όπως όφειλαν. Ακολούθησαν τη διαδικασία. Διασταύρωση στοιχείων, καταθέσεις από γείτονες, συναδέλφους, έναν δυο φίλους. Συγγενείς δεν είχε. Συμπληρωματική κατάθεση από τη σπιτονοικοκυρά του που τον βρήκε. Κανείς δεν αμφισβήτησε την πρώτη εκτίμηση του ιατροδικαστή, όλοι δέχτηκαν ότι ήταν αυτοχειρία. Κάποιοι προθυμοποιήθηκαν να επιβεβαιώσουν ότι τελευταία δεν έμοιαζε πολύ καλά, ήταν απόμακρος, είχε κρίσεις πανικού. Το τελικό πόρισμα δεν έδειξε σημάδια πάλης ή αιτία θανάτου άλλη πέραν της αναμενόμενης: Αυτοκτονία δια απαγχονισμού. Τίποτα ύποπτο. Η υπόθεσή έκλεισε.
Μίλησαν και με μένα. Τους είπα ό,τι ήθελαν να ακούσουν. Δεν ανέφερα την τελευταία συνομιλία μας.
Κυριακή βράδυ, λίγο πριν τα μεσάνυχτα. Με πήρε τηλέφωνο.
«Με παρακολουθούν», είπε.
Ήταν τρομοκρατημένος, λαχάνιαζε.
Απάντησα ότι δεν υπήρχε λόγος να ανησυχεί.
Ήξερα ότι έλεγα αηδίες. Είχε κάθε λόγο να ανησυχεί. Παρόλα αυτά επέμεινα.
Κανείς δεν γνώριζε τι είχε κάνει. Ούτε πού το πρόσεξαν, τον διαβεβαίωσα. Κι αν το πρόσεξαν, δεν είχαν τρόπο να διαπιστώσουν ποιος ήταν υπεύθυνος. Δεν υπήρχε λόγος να ανησυχεί.
Αηδίες!
«Πρέπει να έρθεις να το πάρεις αμέσως. Δεν μπορώ να το κρατάω άλλο», με παρακάλεσε.
Λίγη υπομονή ακόμα. Έπρεπε να πάρουμε ορισμένες προφυλάξεις. Να μην κινήσουμε υποψίες.
Στην πραγματικότητα εγώ έπαιρνα προφυλάξεις. Εκείνος έπαιρνε μόνο ρίσκο.
«Θα με σκοτώσουν», είπε.
Δεν ήταν φόβος. Δεν ήταν επίκληση στο συναίσθημα. Ήταν βεβαιότητα.
Μου υπενθύμισε την περίπτωση Τσολακίδη. Αναστέναξα νομίζω. Δεν θυμάμαι καλά. Απάντησα κάτι αόριστα καθησυχαστικό και τον συμβούλευσα να παραμείνει ψύχραιμος. Να ακολουθήσει τη ρουτίνα του. Αυτό ήταν σημαντικό. Οποιαδήποτε ανεξήγητη αλλαγή, θα κινούσε την υποψία τους.
Θα πήγαινε κανονικά στη δουλειά του το πρωί. Θα αργούσε δέκα δεκαπέντε λεπτά, όπως πάντα. Θα αγόραζε καφέ από απέναντι, όπως πάντα. Θα φλέρταρε διακριτικά την υπάλληλο, όπως πάντα. Τίποτα διαφορετικό. Μερικές μέρες υπομονή και όλα θα τέλειωναν. Θα τον ειδοποιούσα εγώ, εκείνος δεν έπρεπε να με καλέσει ξανά.
Δεν κάλεσε. Ούτε στη δουλειά πήγε το επόμενο πρωί. Κατάλαβα αμέσως. Είχε δίκιο, τον είχαν βρει. Δεν ήμουν ακόμα βέβαιος τι του είχε συμβεί, αλλά σίγουρα δεν ήταν ευχάριστο. Έπρεπε να ακολουθήσω τη συμβουλή μου, να κάνω υπομονή.
Κανείς δεν τον αναζήτησε τις πρώτες δύο μέρες. Ούτε καν από τη δουλειά. Πλησίαζε δεκαπενταύγουστος, τα πάντα υπολειτουργούσαν. Είχε δεχτεί μερικές κλήσεις, αλλά κανείς δεν επέμεινε. Την Τετάρτη ειδοποίησαν την σπιτονοικοκυρά του.
Μαζί με δυο κάπως κοντινούς φίλους του αναλάβαμε τα διαδικαστικά. Τον θάψαμε χτες. Προθυμοποιήθηκα να αδειάσω το διαμέρισμά του. Οι άλλοι το δέχτηκαν με ανακούφιση.
Προχώρησα με αργά βήματα. Όλα έμοιαζαν να είναι στη θέση τους. Τους είχε δώσει αυτό που έψαχναν; Πήρα το σκοινί στα χέρια μου. Χρειάστηκε να τον πιέσουν; Αν τον βασάνισαν, είχαν κάνει πολύ προσεκτική δουλειά. Ο ιατροδικαστής δεν βρήκε τίποτα. Πέταξα το σκοινί σ’ ένα τραπεζάκι. Πάνω του υπήρχε μια γυάλα. Το χρυσόψαρο είχε ψοφήσει. Κανείς δεν του άλλαξε νερό εδώ και μία εβδομάδα.
Προσπάθησα να μαντέψω τι έγινε. Η μπαλκονόπορτα ήταν ανοιχτή. Μάλλον από εκεί είχαν μπει. Δύσκολα θα άνοιγε σε κάποιον που δεν ήξερε. Η αστυνομία δεν το θεώρησε ύποπτο. Λογικό, κανείς δεν κοιμόταν με κλειστά παράθυρα τις τελευταίες εβδομάδες. Το πιο πιθανό είναι να του επιτέθηκαν από πίσω. Του πέρασαν το σκοινί στον λαιμό. Του έκαναν ερωτήσεις.
Μια πολυθρόνα είχε μετακινηθεί. Το ίδιο και τα διακοσμητικά στο έπιπλο της γωνίας. Προσπάθησε να πιαστεί από κάπου, καθώς τον έσερναν προς τον διάδρομο. Τον κρέμασαν στην πόρτα του μπάνιου. Η αστυνομία την είχε αφήσει μισάνοιχτη. Την έσπρωξα και μπήκα.
Κι εδώ όλα έμοιαζαν άθικτα. Δεν ήταν. Ο λεκές στον νιπτήρα φανέρωνε ότι το υγροσάπουνο είχε αλλάξει θέση. Μπορεί να ήταν τυχαίο. Έλεγξα προσεκτικά για να σιγουρευτώ. Τα ντουλαπάκια, το νεσεσέρ, ακόμα και τα μπουκαλάκια και τα σωληνάρια είχαν ψαχτεί.
Δεν είχε μιλήσει. Άρα υπήρχε ακόμα ελπίδα. Πώς μπορούσα όμως να διαπιστώσω αν τα είχαν καταφέρει ή όχι; Μπήκα σε όλα τα δωμάτια. Ήταν επαγγελματίες, δεν είχαν ανακατέψει, δεν είχαν δημιουργήσει αταξία. Έπρεπε να ξέρεις για να προσέξεις ότι είχαν βάλει χέρι. Είχαν κοιτάξει παντού. Σημάδι ότι δεν το είχαν βρει.
Άλλαξα τακτική. Προσπάθησα να εντοπίσω τις κινήσεις του πριν του επιτεθούν. Το κρεβάτι ήταν στρωμένο, αλλά αυτό δεν έλεγε τίποτα. Θα μπορούσαν να το έχουν στρώσει οι δολοφόνοι του. Οι πιτζάμες όμως ήταν κρεμασμένες πίσω από την πόρτα. Επομένως δεν είχε ξαπλώσει ακόμα. Εξάλλου του επιτέθηκαν κοντά στην μπαλκονόπορτα, αυτό το είχα ήδη εξακριβώσει. Επέστρεψα στο σαλόνι. Ήταν ένας ενιαίος χώρος με την κουζίνα. Ένα μικρό πάσο τα χώριζε υποτυπωδώς. Στον νεροχύτη υπήρχε ένα άπλυτο πιάτο κι ένα πιρούνι. Είχε φάει κάτι με κόκκινη σάλτσα. Τίποτα άλλο δεν φανέρωνε τις επόμενες κινήσεις του.
Κάθισα στον καναπέ. Το τηλεκοντρόλ ήταν δίπλα μου. Έβλεπε τηλεόραση; Κοίταξα τριγύρω για κάποιο άλλο στοιχείο. Μια πετσέτα μού τράβηξε την προσοχή. Ήταν παρατημένη πάνω στο τραπεζάκι που ακουμπούσε στο μπράτσο του καναπέ.
Είχε σκουπιστεί. Την εξέτασα, αλλά δεν βρήκα λεκέδες κόκκινης σάλτσας. Τι είχε σκουπίσει; Το τραπεζάκι είχε ένα συρτάρι. Το άνοιξα. Ήταν γεμάτο ψαροτροφές. Κοίταξα πάλι τα γυάλα. Είχε ταΐσει το ψάρι. Αλλά γιατί σκουπίστηκε; Εκτός κι αν…
Το νερό ήταν θολό. Το χρυσόψαρο επέπλεε στην επιφάνεια. Η γυάλα ήταν διακοσμημένη με κόκκινα χαλίκια, πέτρες και βότσαλα. Βούτηξα το χέρι μου και τα ανακάτεψα.
Ήταν τυλιγμένο σ’ ένα πλαστικό σακουλάκι. Σκούπισα τα χέρια μου και το άνοιξα. Αναστέναξα ανακουφισμένος. Το έβαλα στην τσέπη μου κι άρχισα το συγύρισμα πετώντας το νεκρό χρυσόψαρο στη λεκάνη της τουαλέτας.
Βιογραφικό
Γεννήθηκε το 1982 στην Αθήνα. Από τις Εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφορούν τέσσερα μυθιστορήματά του: Μαύρη μπίρα (2011), Λιβάδια από ασφοδίλι (2014), Άνθρωπος στο τρένο (2016) και Νεκρές ώρες (2017). Ο Άνθρωπος στο τρένο ήταν υποψήφιο για τρία λογοτεχνικά βραβεία, ενώ η Μαύρη μπίρα έχει μεταφραστεί στα τουρκικά. Επίσης, έχει συνεπιμεληθεί τις συλλογές διηγημάτων BalkaNoir (με τον Γιάννη Ράγκο, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2018) και Yunankarası (με την Damla Demirözü, İstos, Τουρκία 2018), η οποία εκδόθηκε και στα ελληνικά εμπλουτισμένη με περισσότερα διηγήματα (Ελληνικά εγκλήματα 5, επιμέλεια του Δημήτρη Ποσάντζη, Καστανιώτης 2019), ενώ διηγήματά του έχουν μεταφραστεί στα τουρκικά, τα σλοβενικά και τα ιαπωνικά. Είναι ιδρυτικό μέλος της ΕΛΣΑΛ (Ελληνικής Λέσχης Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας) και μέλος της συντακτικής ομάδας της επιθεώρησης αστυνομικής λογοτεχνίας ΠΟΛΑΡ.