Ανέκδοτα διηγήματα σύγχρονων Ελλήνων πεζογράφων

Επιμέλεια-Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης

Δημήτρης Χριστακόπουλος
«Η ζώνη»

Είχε περάσει τα εξήντα και κάποια μελαγχολικά απογεύματα του Νοέμβρη ένιωθε την αμείλικτη επέλαση του xρόνου. Εκείνη τη μέρα είχε πάρει άδεια από τη δουλειά του και, κρατώντας έναν χαρτοφύλακα με τα σχετικά δικαιολογητικά της επικείμενης συνταξιοδότησής του, κατευθυνόταν προς το αρμόδιο γραφείο. Στις εννιά και δέκα βρισκόταν στη διασταύρωση Τσαμαδού και Φίλωνος. Πέρασε βιαστικά στο απέναντι πεζοδρόμιο, και με έναν θεατρινίστικο τρόπο, ακινητοποιήθηκε αυτόματα, -του άρεσε ακόμα να παιχνιδίζει-, για να μη συγκρουστεί με τη νεαρή γυναίκα που κατηφόριζε. Χαμογέλασε αμήχανα, και με μια ευγενική χειρονομία, της έδειξε να περάσει. Εκείνη, του ανταπέδωσε το χαμόγελο, είπε «ευχαριστώ πολύ» και προχώρησε. Ήταν γύρω στα τριάντα τρία, λεπτή, αρκετά ψηλή, με εκφραστικά μάτια.

Περπατούσε πια αφηρημένος, έχοντας την εικόνα της μπροστά του. Τι ζεστό χαμόγελο! Δεν ήταν το τυπικό, της στιγμιαίας υποχρέωσης. Από πότε είχε να του χαμογελάσει η γυναίκα του; Μονάχα φαρμακερά λόγια του έλεγε πια. Το πρωί τον είχε βρίσει και πάλι αναίτια. Απορούσε κι ο ίδιος με την υπομονή του. «Αν δεν ήταν τα παιδιά στη μέση», έβρισκε τόσα χρόνια την ίδια δικαιολογία. Και ήρθε ένα απρόσκλητο χαμόγελο, δώρο από μια άγνωστη, νεαρή γυναίκα, να του ομορφύνει τη μέρα… «Θα μπορούσε, άραγε, και τη ζωή;» αναρωτήθηκε δειλά, με κρυφή έπαρση, ανάμεικτη με κάποια μικρή δόση λαγνείας.

Στο πρώτο περίπτερο που συνάντησε, χάζεψε τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, περισσότερο για να καθαρίσει το μυαλό του από τις επίμονες σκέψεις. «Έπρεπε να πω κάτι. Ποιος ξέρει, ίσως πίναμε έναν καφέ μαζί», κάκιζε τον εαυτό του. Γύρισε τα μάτια του, και… την είδε. Είχε ακουμπήσει πάνω στα προστατευτικά κάγκελα κι έδειχνε σαν να περιμένει κάτι. Μόλις συναντήθηκαν τα βλέμματά τους, του χαμογέλασε και
πάλι.

«Ωραία μέρα!» έκανε κομπιάζοντας. «Υπέροχη!» συμφώνησε εκείνη.
Εξακολουθούσε να τον κοιτάζει επίμονα. Μετρούσε άραγε την ασημαντότητά του; Έμεινε για λίγο μετέωρος, ώσπου, «θα το ρισκάρω!» έκανε αποφασιστικά, και η παράτολμη ιδέα τον αναζωογόνησε τόσο, που το πρόσωπό του έλαμψε. Έβγαλε το κινητό από την τσέπη και πάτησε τάχα το κουμπί. «Ναι, έλα… Δεν γίνεται… Στο ξεκαθάρισα… Όχι, δεν το συζητώ, δεν υπάρχει περίπτωση. Είπα, τέρμα! Ναι, το εννοώ αυτή τη φορά!» Έκανε μια μικρή παύση, ρίχνοντάς της μια κλεφτή ματιά. «Απλά, γιατί δεν μπορώ άλλο, κατάλαβες;» συνέχισε πιο έντονα. «Ακριβώς…. Σου είπα, ξέχασέ με… Μπορώ να μάθω τι θέλεις, τέλος πάντων, από τη ζωή μου;» έκανε εκνευρισμένος, κλείνοντας το κινητό. Η άγνωστη σηκώθηκε, και πλησιάζοντας με αργά βήματα και μοιραίο ύφος, του είπε. «Τα πάντα! Ό,τι δεν έδωσες στις υπόλοιπες!»

Σάστισε. Τα γόνατά του λύγισαν.
«Τι… εννοείς;» ρώτησε αδύναμα.
«Τουλάχιστον για μένα έχεις ώρα;» τον κοίταξε με βλέμμα
ερωτικής προσμονής, σπάζοντας τα δεσμά του χρόνου.
«Έχω…», έκανε σαν χαμένος.
«Πού θα βρεθούμε;»
«…Λίγο πιο κάτω, στο ξενοδοχείο ̈Ακίς ̈», ψέλλισε.
«Εντάξει, σε μισή ώρα».

Του έριξε μια τελευταία ματιά και έφυγε, αφήνοντάς τον σε φουρτουνιασμένο πέλαγος.
«Αν είναι φάρσα; Αν;… Κι αν διαισθάνθηκε, πέρα από ηλικίες, -είμαι άντρας και είναι γυναίκα- πόσο της ταιριάζω, πόσο θα την ικανοποιήσω;» αναρωτιόταν κατηφορίζοντας. Η φαντασία του πήρε φωτιά. Έλιωνε μέσα στην καυτή αγκαλιά της, φιλούσε παθιασμένα το νεανικό της κορμί, κι εκείνη αφηνόταν στα χέρια του, ευτυχισμένη όσο ποτέ… Πηγαινοερχόταν μπροστά στην είσοδο του ξενοδοχείου, κοιτάζοντας ανυπόμονα το ρολόι του. Κρύος ιδρώτας είχε μουσκέψει την πλάτη του. Η δειλή ελπίδα, ο καλπασμός του πόθου, το λάγνο αεράκι… Είδε τη φιγούρα της να έρχεται από την κατεύθυνση που κοιτούσε. Βάδιζε με ανάλαφρα βήματα, ντυμένη σε γήινα χρώματα. Ξαφνικά, το χέρι του φόβου τον έσφιξε γερά. Τα διλήμματα υψώθηκαν σαν τείχος μπροστά του.

«Είδες που ήρθα;»
«Ναι, μα… ξέρεις… Νιώθω πως το σενάριο έχει ολοκληρωθεί… Σ’ ευχαριστώ», έκανε μουδιασμένα.
«Τίποτα δεν ολοκληρώνεται, αν δεν το θέλει η πρωταγωνίστρια… Πάμε!» του είπε επιτακτικά, πιάνοντάς τον
από το μπράτσο.
Ο αστυνόμος Πετρίδης κατευθυνόταν προς τον Βύρωνα, όταν χτύπησε το κινητό. Έριξε μια ματιά, είδε πως τον καλούσε ο προϊστάμενος και για μια ακόμα φορά μάντεψε τι τον ήθελε.

«Έγκλημα σε ξενοδοχείο. Άσε ό,τι κάνεις και πήγαινε στον Πειραιά», του έδωσε εντολή. Ήξερε πού ακριβώς βρισκόταν το ξενοδοχείο. Το είχε επισκεφτεί κάποιες φορές κι εκείνος, με ένα παλιό αίσθημα. Τι να κάνει άραγε; Είχαν χαθεί. Έφερε τη μορφή της στο μυαλό του, καθώς και την ερωτική τους λαχτάρα. Πριν καλά καλά περάσουν την είσοδο, αγκαλιάζονταν. Θυμόταν που επέλεγε πάντοτε ένα δωμάτιο, το διακόσια έξι, συγκεκριμένα, που το μπαλκόνι του έβλεπε στη θάλασσα. «Σε ποιο δωμάτιο;» ρώτησε τον υπάλληλο, έναν εύσωμο μεσήλικα, που έκανε ανήσυχες διαδρομές μπροστά στη ρεσεψιόν. «Στο διακόσια έξι». Με ένα σφίξιμο στην καρδιά, ανέβηκε τις σκάλες, πέρασε το κατώφλι της πόρτας, έκανε ακόμα δυο βήματα και στάθηκε. Ο νεκρός άντρας, κειτόταν γυμνός στο κέντρο του κρεβατιού.

Γύρω από τον λαιμό του ήταν δεμένη σφιχτά μια λιλά ζώνη. «Υπάρχει κάτι;» ρώτησε τον συνάδελφο της σήμανσης, κι εκείνος του έδειξε ένα γυναικείο ρολόι, με ραγισμένο καντράν και κομμένο λουράκι.Ο αστυνόμος του έριξε μια ματιά κι έπειτα σημείωσε την άγνωστη μάρκα. «Πριν από τρεις ώρες, περίπου», αποφάνθηκε ο ιατροδικαστής και μετά από μια μικρή παύση, πρόσθεσε αλλάζοντας ύφος. «Και μια λεπτομέρεια που δεν ξέρω αν σε ενδιαφέρει… Μάλλον, τον έπνιξε πάνω στον οργασμό». «Ό,τι βοηθητικό για το προφίλ της, ενδιαφέρει», έκανε ο αστυνόμος. «Σχετικά νεαρή», συμπλήρωσε την κατάθεσή του ο υπάλληλος.

«Έμειναν περίπου σαράντα λεπτά. Μου έκανε εντύπωση που έφυγε μόνη της, με βιαστικό, αποφασιστικό βήμα. Υποψιάστηκα ότι κάτι μπορεί να συνέβη. Τηλεφώνησα στο δωμάτιο και δεν το σήκωνε κανείς… Φορούσε καφέ μπότες και είχε ανάλογη τσάντα. Ήταν αρκετά ψηλή, με καστανόξανθα
μαλλιά, όμορφη». Αφού καταχώρησε στο συρτάρι της μνήμης τα πρώτα στοιχεία, ξαναγύρισε στο δωμάτιο. Κάποιες υπόγειες σκέψεις… Άθελά του έκανε αντιμετάθεση. Θα μπορούσε, αν η Τάνια έκρυβε φονικά ένστικτα, να βρισκόταν στη θέση του θύματος. Όμως, ήταν τόσο άκακη. Αλήθεια, πώς έφτασαν στον χωρισμό;… Φόρεσε τα λατέξ γάντια και γυρίζοντας από την εσωτερική πλευρά τη ζώνη, διάβασε το όνομα της βιοτεχνίας. Ήταν από τις πλέον γνωστές. Καθώς ανέβαινε την Πειραιώς, ικανοποιημένος από την εικόνα των κτιρίων, που δεν είχε καμιά σχέση με την παλιά, οργάνωσε τις κινήσεις της επόμενης μέρας. Το πρωί επισκέφτηκε τη βιοτεχνία.

Βρισκόταν στον Καρέα. Δείχνοντας την ταυτότητα, πέρασε στο τμήμα πωλήσεων, όπου η υπεύθυνη, μια εύσωμη κοκκινομάλλα, που διάνυε την Πέμπτη δεκαετία της ζωής της, μετά από τις απαραίτητες συστάσεις, του έδωσε τη λίστα με τα μαγαζιά που προμηθεύονταν τις συγκεκριμένες ζώνες. Ρίχνοντας μια πρόχειρη ματιά, διαπίστωσε ότι τρία από αυτά είχαν έδρα τον Πειραιά. Στην επιστροφή πέρασε από τον εισαγωγέα των συγκεκριμένων ρολογιών, στην Πλατεία Κάνιγγος. Αρχικά, δεν έδειξε ιδιαίτερη διάθεση να τον εξυπηρετήσει, κάτι που τον ξένισε. Τελικά, έγραψε μια λίστα με κάποια μαγαζιά. Γνώριζε πως ήταν μάταιο, αφού ήταν σχεδόν σίγουρος πως δεν θα έκανε το λάθος να αγοράσει και πάλι την ίδια ζώνη ή το ίδιο ρολόι. Όμως, έπρεπε από κάπου ν’ αρχίσει.

«Εκτός αν…», σκέφτηκε καθώς έστριβε στην Μπενάκη. «Υπάρχουν άτομα ψυχαναγκαστικά, με φετιχιστική εμμονή σε κάποια αντικείμενα…». Κάθισε στο πρώτο καφενεδάκι που βρήκε μπροστά του και άρχισε να εξετάζει τις λίστες με τα μαγαζιά, ώσπου το βλέμμα του έμεινε σε κάποιο. Μεταξύ άλλων, πουλούσε τις ζώνες της βιοτεχνίας, αλλά και τα συγκεκριμένα ρολόγια. Βρισκόταν στην Καλλιθέα.
Είχαν περάσει τέσσερις μέρες και η υπόθεση έμοιαζε να έχει βαλτώσει. Το μαγαζί, από το οποίο ίσως μάθαινε κάτι περισσότερο, λες και το έκανε επίτηδες, παρέμενε κλειστό “για λόγους υγείας”, όπως έγραφε η πρόχειρη ανακοίνωση, που ήταν κολλημένη στην τζαμαρία της εισόδου. Την πιο ακατάλληλη στιγμή, δηλαδή όταν ο αστυνόμος, -φανατικός φίλαθλος-, έβλεπε ένα ματς στην τηλεόραση, χτύπησε το τηλέφωνο. «Δεύτερος φόνος!» τον ενημέρωσε ο προϊστάμενος. «Σε ξενοδοχείο της παραλιακής».

Αυτή τη φορά το θύμα ήταν γύρω στα πενήντα οχτώ. Κατά τα άλλα, η δολοφόνος είχε ακολουθήσει την ίδια διαδικασία. Τον έπνιξε με ζώνη χρώματος λιλά, και μάλιστα κατασκευασμένη από την ίδια βιοτεχνία. Άρχισε πια να έχει βάσιμες υποψίες πως η δολοφόνος είχε εμμονή με τη συγκεκριμένη ζώνη, όπως επίσης και με το χρώμα. Φαίνεται πως δεν άλλαζε εύκολα συνήθειες… Έπρεπε να βρει τρόπο να αντιμετωπίσει το μίσος της νεαρής γυναίκας, πριν προχωρήσει στην επόμενη δολοφονία. Οι δυο ξενοδοχοϋπάλληλοι βοήθησαν τον σκιτσογράφο να φτιάξει το πρόσωπό της, κι ο αστυνόμος φρόντισε ώστε να φτάσει η εικόνα της σε όλα τα παραλιακά ξενοδοχεία. Στη συνέχεια, επισκέφτηκε τα μαγαζιά που βρίσκονταν στα νότια προάστια και στον Πειραιά, αν και τίποτα δεν την εμπόδιζε να έχει κάνει τις αγορές της σε άλλη περιοχή ή να είχε αποθέματα.

Άδικος κόπος. Οι περισσότεροι μαγαζάτορες δεν έκοβαν τιμολόγια. Τελευταίο είχε μείνει το κατάστημα της Καλλιθέας, που επιτέλους είχε ανοίξει. Ο ιδιοκτήτης -αδύνατος, με χλομή όψη-, ήταν αρκετά συνεργάσιμος. Μετά από προσπάθεια, θυμήθηκε πως κάποια κυρία του είχε τηλεφωνήσει για ένα ρολόι, αλλά όταν ζήτησε τη διεύθυνσή της, ακύρωσε την παραγγελία. «Μπορώ να δω τις εισερχόμενες κλήσεις;» τον ρώτησε, αρπάζοντας σχεδόν το κινητό από τα χέρια του.

Πέμπτη πρωί. Ο αστυνόμος έριξε μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη, και ικανοποιημένος από τις αλλαγές που έβλεπε στο πρόσωπο και στα μαλλιά του, -είναι αλήθεια πως του πρόσθεταν αρκετά χρόνια-, βγήκε, με τη σιγουριά πως η δολοφόνος διάλεγε θύματα κοντά στην τρίτη ηλικία. Η μονοκατοικία όπου έμενε με τη μητέρα της βρισκόταν στις Τζιτζιφιές. Την περίμενε στον δεύτερο κάθετο δρόμο. Ήταν η τέταρτη μέρα και η υπομονή του είχε αρχίσει να εξαντλείται. Μόλις την είδε να έρχεται, άρχισε να βαδίζει αργά και ήρεμα προς το μέρος της. Εκείνη, αφού πρώτα τον “φωτογράφισε”, φτάνοντας κοντά του, άφησε να πέσει το κλειδί που κρατούσε στο χέρι. Ο αστυνόμος έσκυψε ιπποτικά και της το έδωσε. Του χαμογέλασε, κι αφού αντάλλαξαν δυο λόγια για τον καιρό, τον ρώτησε αν ξέρει κάποια διεύθυνση. Στη συνέχεια, του πρότεινε να μπει στο αυτοκίνητό της για μια βόλτα στην παραλιακή.

Οδηγώντας νευρικά, κατευθύνθηκε προς τη Γλυφάδα. Είχε αλλάξει χρώμα στα μαλλιά της, αλλά φορούσε ίδιας μάρκας ρολόι με το προηγούμενο. Μπαίνοντας στο δωμάτιο, δεν έχασε καθόλου χρόνο. Ξεντύθηκε κι ύστερα έβγαλε από την τσάντα τη λιλά ζώνη. Δημιουργώντας οφιοειδείς κινήσεις πάνω στο λευκό σεντόνι, τον ρώτησε. «Δεν σου αρέσουν τα ερωτικά παιχνίδια;» Σίγουρη για την απάντηση, συνέχισε. «Θα σου τη δέσω γύρω από τον λαιμό». «Μα, θα με πνίξεις!» «Μη φοβάσαι!» έκανε γελώντας με μια σκληρή, μεταλλική
λάμψη προκαταβολικής ικανοποίησης στα μάτια της. «Απλά, θα σου αυξήσω την ένταση της ηδονής».
Δεν είχε καμιά διάθεση για πειράματα κι ούτε ήθελε να καθυστερήσει τους δυο συναδέλφους που τον είχαν ακολουθήσει και περίμεναν στο αυτοκίνητο. Με μια ξαφνική κίνηση άρπαξε τη φονική ζώνη μέσα από τα χέρια της και στη συνέχεια, δείχνοντας την ταυτότητά του, τη διέταξε να ντυθεί. “Το σενάριο ολοκληρώθηκε… Κάπως νωρίς”, ψιθύρισε σκεφτική. “Ποιο είναι τ’ όνομά σου;” τη ρώτησε. “Εριφύλη”, απάντησε κοιτάζοντας μακριά, το μαβί χρώμα της θάλασσας.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Δημήτρης Χριστακόπουλος γεννήθηκε στο χωριό Κοπάνη Ιωαννίνων όπου έζησε τα παιδικά του χρόνια. Σπούδασε οικονομικά στην Αν. Βιομηχανική Θεσσαλονίκης και παιδαγωγικά στην Ακαδημία Τρίπολης. Μετεκπαιδεύτηκε στο Μ.Δ.Δ.Ε. και εργάζεται ως δάσκαλος στη δημόσια εκπαίδευση. Σπουδάζει βυζαντινή μουσική και συμμετέχει σε παραστάσεις με το “Θεατρικό Εργαστήρι” της Δ.Ο.Ε. Έχει βραβευτεί από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών και από την Ένωση Λογοτεχνών Ελλάδας για κάποια έργα του (μυθιστόρημα, διήγημα, ποίηση, θεατρικό έργο, παραμύθια). Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά.