Ανέκδοτα Διηγήματα Σύγχρονων Ελλήνων Πεζογράφων

Επιμέλεια: Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης

Σπυράκης Απόστολος
Κρασί πικραλίδας

Με το που διέρρηξε την πόρτα ένιωσε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, είχε στηθεί πάνω από δέκα λεπτά έξω περιμένοντας, είχε χτυπήσει το κουδούνι χωρίς καμιά απόκριση , ήταν σίγουρος ότι το διαμέρισμα ήταν άδειο όμως αμέσως αισθάνθηκε στον αέρα ότι κάτι υπήρχε, ήθελε να φύγει όπως ήτανε μετά όμως σκέφτηκε, ‘’Ας δω τι γίνεται’’, έτσι κι αλλιώς επικρατούσε τέτοια νέκρα σ’ ολόκληρη την πολυκατοικία σα να βρισκόταν σ’ ένα κτίριο φάντασμα που το είχαν εγκαταλείψει όλοι.

Έψαξε τον διακόπτη κι άναψε το φως, αριστερά του υπήρχε ένα μεγάλο δωμάτιο μ’ ένα κρεβάτι και δίπλα του το πεσμένο σώμα μιας γυναίκας, αυτό ήταν λοιπόν που τον έκανε να νιώθει περίεργα, έψαξε προσεχτικά και τα υπόλοιπα δωμάτια, κανείς άλλος δεν βρισκόταν εκεί μέσα. Προσπαθούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί, πως είχε βρεθεί στο πάτωμα εκείνη η γυναίκα, πρώτη φορά συναντούσε κάτι τέτοιο, το πιο παράξενο που του είχε συμβεί ήταν τότε που είχε μπει σ’ ένα σπίτι και καθώς ετοιμάζονταν να φύγει ένιωσε δυο μάτια να τον κοιτάζουν στα σκοτεινά, η καρδιά του είχε αναπηδήσει δέκα φορές αλλά μετά συνειδητοποίησε ότι ήταν μια γάτα ανεβασμένη σ’ ένα πάγκο, καθόταν πάνω στο μαξιλαράκι της και τον κοίταζε χωρίς να βγάζει άχνα μόνο κουνούσε νευρικά την ουρά της. Είχε νιώσει πολύ περίεργα τότε όμως αυτό δεν του είχε ξανατύχει, κανονικά θα έπρεπε να εξαφανιστεί στη στιγμή όμως για κάποιον λόγο δεν έφυγε, παρακολουθούσε το σπίτι τόσο καιρό τώρα, έκανε τόσο κόπο, γιατί να τα παρατήσει όλα, μπορούσε να τελειώσει γρήγορα τη δουλειά του χωρίς να τον καταλάβει κανείς, ‘’Μάγκα μου έχε το νου σου!’’ είπε μέσα του κι άρχισε να ψάχνει.

Το μέρος μύριζε φρούτα, στο τραπέζι της κουζίνας είχαν αφήσει σταφύλια και ροδάκινα αλλά υπήρχε και μια άλλη μυρουδιά, αυτή που τον είχε χτυπήσει μόλις άνοιξε την πόρτα, έσκυψε και άγγιξε το σώμα με την άκρη της παλάμης του, ήταν κρύο, εκεί που ακουμπούσε το κεφάλι του στο πάτωμα μια κηλίδα κόκκινη είχε απλωθεί, πόση ώρα βρισκόταν πεσμένο, έπιασε με προσοχή την άψυχη γυναίκα και την γύρισε ανάσκελα, η δεξιά μεριά του προσώπου της είχε μελανιάσει και το φουστάνι της ήταν σκισμένο όμως εξακολουθούσε να δείχνει όμορφη , δε μπορούσε να μη τη λυπηθεί, τι είχε συμβεί εκεί πέρα, πώς είχε πεθάνει, πόση ώρα είχε μείνει έτσι, σίγουρα είχε περάσει κάποιος χρόνος όχι όμως πολύς. Την άγγιξε ξανά κι όπως την ακουμπούσε μπορούσε να τη φανταστεί να τρέχει αγκομαχώντας με τη καρδιά της να χτυπά δυνατά, την έβλεπε να παλεύει με κάποιον πολύ πιο δυνατό χτυπώντας, πέφτοντας, πασχίζοντας, προσπαθώντας ν’ αποφύγει το μοιραίο μέχρι να πέσει κάτω, μπορούσε να τα αισθανθεί όλα αυτά καθώς την άγγιζε, μπορούσε να νιώσει την καρδιά της καθώς χτυπούσε από αγωνία και φόβο, την ανάσα της καθώς προσπαθούσε να ξεφύγει.

Έπιασε το κεφάλι του και πίεσε του κροτάφους για να συγκεντρωθεί, ήταν λάθος αυτό που έκανε όμως τώρα πια δεν άλλαζε τίποτα. Ήταν μεγάλο ρίσκο σίγουρα , ποτέ του δεν είχε μπλέξει με πεθαμένους, ποτέ δεν πείραζε κανέναν, αυτή ήταν αρχή του, να μη χρησιμοποιεί βία, δεν υπήρχε λόγος, αυτόν τον ενδιέφερε να γεμίζει την τσάντα του με κάθε λογής πολύτιμα πραγματάκια και μετά να χάνεται αθόρυβα, να γίνεται αόρατος, όλο αυτό τον εξιτάριζε. Δεν τον είχαν συλλάβει ποτέ, το μητρώο του ήταν καθαρό, πάντα κατάφερνε να ξεφύγει, στο σπίτι του άδειαζε τη τσάντα να χαζέψει ότι είχε φέρει μαζί του, καθόταν εκεί πολύ ώρα ήσυχος και κοίταζε τα κομμάτια που είχε πάρει, μετά είχε τον άνθρωπο του στη πιάτσα που τα προωθούσε, δε τον ένοιαζε από κει και κάτω, ήξερε ότι ο άλλος ήταν πολύ προσεχτικός στη δουλειά του. Είχε κάνει καλό κομπόδεμα και σκεφτόταν να τα παρατήσει, ήξερε ότι δεν θα τον συνόδευε πάντα η καλή του τύχη κι ότι έπρεπε να προσέχει, κάποια στιγμή θα την πατούσε, όσο έξυπνος κι αν είσαι πάντα υπάρχει εξυπνότερος, στην πρώτη ευκαιρία είχε ορκιστεί να σταματήσει και να κόψει τις κακές συνήθειες.

Άρχισε να ψάχνει τα συρτάρια φορώντας τα γάντια του ενώ όλη την ώρα είχε το νου του στη πόρτα μη μπει κανένας και τον πιάσει στα πράσα, έπειτα πήγε στην άλλη μεριά του διαμερίσματος, βγήκε στο μπαλκόνι και είδε ότι ήταν κάπως ψηλό αλλά αν κρέμονταν θα μπορούσε να φτάσει κάτω χωρίς να τραυματιστεί , το είχε ξανακάνει, αν πήγαινε κάτι στραβά μπορούσε να το σκάσει σε περίπτωση που κάποιος έμπαινε ξαφνικά . Έκλεισε καλά την εξώπορτα κι έριξε μια ματιά στο χώρο όπου βρισκόταν, σε κάθε διάρρηξη του άρεσε να παρατηρεί τα άγνωστα σπίτια, πρόσεχε τη διακόσμηση, τα ακριβά αντικείμενα, το στόλισμα του σπιτιού, τις τηλεοράσεις, τους πίνακες, έψαχνε τις πιο σκοτεινές γωνίες, τις πιο παράξενες κρυψώνες και συνήθως έβρισκε τα μέρη όπου έβαζαν τα λεφτά οι ένοικοι, σπάνια του ξέφευγαν, αν υπήρχε κάτι που άξιζε έπρεπε να το βρει.

Η πόλη το καλοκαίρι ήταν ο ιδανικός τόπος γι αυτόν, όλοι πάθαιναν κάτι κι ήθελαν να φύγουν, να εξαφανιστούν, μόνο κάτι ζητιάνοι ελεεινοί και κάτι πρεζόνια που ψήνονταν στη ζέστη έμεναν πίσω σαν καταδικασμένοι γιατί δεν είχαν τρόπο διαφυγής. Τα πρωινά του καλοκαιριού ήταν το καλύτερο του, πολλές φορές κατέβαινε στη παραλία κι εκεί συνήθως πετύχαινε ένα πρεζόνι που είχε ένα χρυσό κι ένα ασημένιο δαχτυλίδι σε κάθε χέρι, του έδινε κάτι, κανένα ψιλό, κανένα τσιγάρο, το πρεζόνι πάντα τον ευχαριστούσε, ήταν πολύ ευγενικό, κι αυτός ένιωθε την ικανοποίηση ότι έκανε μια καλή πράξη. Στο κάτω- κάτω δεν έκλεβε φτωχούς αλλά πλούσιους, αυτή ήταν μια άλλη αρχή του, σαν τύχαινε ν’ ανοίξει σπίτι που δεν του γέμιζε το μάτι το άφηνε άθικτο, πάντα χτυπούσε ακριβές συνοικίες, καταλάβαινε τι παίζει από τις πόρτες, απέφευγε όσα είχαν συναγερμό, ήξερε από τέτοια κόλπα, είχε δουλέψει σεκιουριτάς ένα φεγγάρι, το κάτεχε το αντικείμενο, όποτε έβλεπε τέτοια συστήματα έφευγε, περισσότερο έψαχνε κανένα παράθυρο, καμιά πόρτα ανοιχτή, καμιά χαραμάδα, πάντα υπήρχε ένας τρόπος να τρυπώσεις, οι άνθρωποι είναι γεννημένοι για να ξεχνούν και να κάνουν λάθη, έτσι είναι η φύση τους, εσύ απλά πρέπει να είσαι σ’ επιφυλακή για ν’ αρπάξεις την ευκαιρία.

Στην κουζίνα του διαμερίσματος άναψε το φακό που κουβαλούσε, προτιμούσε να δουλεύει στα σκοτεινά, έριξε μια δέσμη φωτός στον τοίχο αντίκρυ, τι σόι άνθρωποι μπορεί να ζούσαν εκεί πέρα, που να βρίσκονταν τώρα άραγε, με το που είχε μπει σ’ αυτό το σπίτι κατάλαβε ότι το κατοικούσαν πλούσιοι, σίγουρα θα είχε εκεί μέσα πολύ καλά πραγματάκια , υπήρχαν κάτι έπιπλα πολύ μοντέρνα κι αστραφτερά, κάτι συσκευές εντοιχισμένες, το ψυγείο υψώνονταν σχεδόν μέχρι το ταβάνι, ήταν τεράστιο, άνοιξε την τεράστια πόρτα κι έβγαλε ένα μπουκάλι να πιει λίγο νερό, το άδειασε μονορούφι, όλη η έξαψη τον είχε αφυδατώσει, γύρισε κατά τη γυναίκα που κείτονταν στο δάπεδο, τι της είχε συμβεί ; Άνοιξε τις ντουλάπες κι ύστερα άρχισε να ψάχνει ανάμεσα στους τόμους της βιβλιοθήκης, αυτή ήταν πάντα μια καλή κρυψώνα, πολλές φορές του είχε τύχει να βρει λεφτά σκορπισμένα σε πολλά βιβλία, πως τα έβαζαν εκεί και δεν μπερδεύονταν είχε πάντα την απορία. Μια άλλη κρυψώνα ήταν το πατάρι που είχε εντοπίσει πάνω απ’ το μπάνιο, έπρεπε να ρίξει κι εκεί μια ματιά ότι και να γινόταν όμως έπρεπε να τελειώνει γρήγορα, δεν ήταν συνετό να κάθεται εκεί πέρα με τις ώρες. Σε μια στιγμή άκουσε έναν θόρυβο από το στενό κι έστησε αυτί, το δρομάκι κάτω απ το μπαλκόνι ήταν εντελώς σκοτεινό, θα είχε καεί καμιά λάμπα και κανείς δε νοιάζονταν να την αλλάξει, έξω δε κυκλοφορούσε ψυχή, η πόλη είχε αδειάσει, ήταν η καλύτερη εποχή για ανθρώπους σαν κι αυτόν.

Στις ντουλάπες δεν βρήκε τίποτα, ούτε στη βιβλιοθήκη, σ’ ένα συρτάρι μόνο είδε κάτι κοσμήματα ψεύτικα που δεν άξιζαν τίποτα κι άρχισε να εκνευρίζεται, βλέπεις και σ’ αυτή τη περίπτωση αποκτάς τη νοοτροπία ότι πρέπει να βγάζεις κάποιο μεροκάματο αλλιώς ο κόπος κι η αγωνία σου πάνε στο βρόντο. Σήκωσε τα μάτια και είδε ένα εικονοστάσι ψηλά σε μια γωνιά, αυτή ήταν πάντα μια καλή κρυψώνα, για μια στιγμή δίστασε όμως αμέσως άλλαξε γνώμη, ανέβηκε σε μια καρέκλα και το πρόσωπο του ήρθε στο ύψος των εικόνων, δίπλα υπήρχε μια φωτογραφία παλιά που δέσποζε σ’ ολόκληρο τον τοίχο, ήταν μια σχολική φωτογραφία απ’ αυτές που έβγαιναν κάποτε στις αυλές με τα παιδιά κουρεμένα και τα κορίτσια να φορούν ποδιές. Ασυναίσθητα σκανάρισε τις φάτσες των παιδιών που του φάνηκαν οικείες , η δασκάλα που στέκονταν στη μέση έμοιαζε πολύ σοβαρή, παρατήρησε τις φάτσες κι εκεί καρφώθηκε σε μια απ’ αυτές που ξεχώριζε σα τη μύγα μες το γάλα, ήταν το πρόσωπο ενός παιδιού αδύνατου που δεν χαμογελούσε όπως τ’ άλλα κι επιπλέον, αν έχεις το θεό σου, φορούσε μαύρα γυαλιά που το έκαναν να φαίνεται κάπως αλλόκοτο μες το πλήθος των ανέμελων προσώπων. Το αγοράκι με τα γυαλιά τον σοκάρισε, θυμήθηκε ότι κι αυτός είχε βγει μια τέτοια φωτογραφία τότε που είχε κάποιο πρόβλημα στα μάτια του κι οι γιατροί φοβούνταν ότι ίσως έχανε την όραση του, η μάνα του έκλαιγε όλη νύχτα, αυτή ήταν μια τραυματική εμπειρία που την είχε ξεχάσει εντελώς, έμεινε εκεί αποσβολωμένος ξεχνώντας γιατί είχε μπει και τι γύρευε εκεί πέρα.

Σήκωσε μηχανικά το μικρό εικονοστάσι, πίσω του βρισκόταν ένα μικρό καπάκι σαν αυτά που είχαν παλιά για τα μπουριά από τις σόμπες, το άνοιξε και είδε μέσα του ένα κουτί με μια επιφάνεια που θύμιζε μάρμαρο κατάστικτο , εδώ ήταν λοιπόν η κρυψώνα, το πήρε στα χέρια του και το άνοιξε προσεχτικά, μέσα υπήρχαν ένα σωρό παρδαλά αντικείμενα σε κάθε χρώμα, ένα απ’ αυτά, ένα στιλπνό κιτρινωπό, γυάλιζε τρελά , το ήξερε αυτό το πετράδι, στη πιάτσα το λέγανε ‘’Κρασί πικραλίδας’’ κι ήταν πολύ σπάνιο, είχε κανει την τύχη του!

Για δυο τρία λεπτά στέκονταν σαστισμένος και κοιτούσε το πετράδι, ξύπνησε από ένα ρεύμα αέρα που κούνησε κάτι λεπτά μεταλλικά φύλλα σα καμπανούλες κρεμασμένες στο ταβάνι, έξω απ’ το διαμέρισμα ακούστηκαν θόρυβοι, πήγε γρήγορα στο ματάκι της εξώπορτας, δεν είδε τίποτα, έπιασε προσεχτικά το πόμολο κι ανοίγοντας είδε μια σκιά να περπατά στις σκάλες, κάποιος ανέβαινε, σκέφτηκε να πάρει το ασανσέρ όμως μπορεί κάποιος να βρισκόταν εκεί μέσα και να παγιδεύονταν άσχημα, μπορούσε ν’ ανέβει στον πάνω όροφο και να περιμένει όμως και κει μπορεί να έπεφτε σε παγίδα, δεν ήξερε αν μπορούσε να βγει στη σκεπή, αν ήταν κλειδωμένη η ταράτσα κι αν ήταν ανοιχτή πάλι μπορούσε να μπλοκαριστεί . Το μυαλό του στροφάριζε πολύ γρήγορα, βλαστήμησε τον εαυτό του που είχε αργήσει τόση ώρα και τώρα είχε στριμωχτεί, τώρα δεν είχε άλλη επιλογή παρά μόνον το μπαλκόνι, έβαλε βιαστικά ένα κομοδίνο πίσω απ’ τη πόρτα κι άρπαξε την κοσμηματοθήκη όταν άκουσε ένα κλειδί να γυρίζει στην πόρτα, γύρισε κατά κει και είδε ένα χέρι τεράστιο μ’ ένα τατουάζ στο μπράτσο να μπαίνει από το άνοιγμα σπρώχνοντας το κομοδίνο, μ’ ένα πήδημα έφτασε μέχρι εκεί κι έσπρωξε την πόρτα, ακούστηκε μια βρισιά άγρια σε μια γλώσσα που δεν ήξερε, πανικόβλητος ρίχτηκε κατά την έξοδο περνώντας πάνω από τη νεκρή γυναίκα, είχε την εντύπωση ότι χαμογελούσε κι αυτό τον έκανε ν’ ανατριχιάσει , όπως δρασκέλιζε τα κάγκελα είδε δυο μια σκιά να έρχεται κατά πάνω του, κρεμάστηκε στο περβάζι κι άφησε το σώμα του να πέσει στο κενό, προσγειώθηκε λίγο άγαρμπα στο τσιμέντο και το πόδι του γύρισε λίγο όμως κατάλαβε αμέσως ότι δεν ήταν τίποτα σοβαρό, έστριψε σε μια γωνιά και χάθηκε στη νύχτα.

Βιογραφικό
Ο Απόστολος Σπυράκης γεννήθηκε στη Νικήσιανη Καβάλας το 1968. Από το 1987 βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη όπου σπούδασε, ζει και εργάζεται. Έχει μελετήσει λογοτεχνία, θέατρο, κινηματογράφο, τηλεόραση κ.ά. Αγαπά τη μουσική και την ανάγνωση. Από συγγραφείς δηλώνει μια προτίμηση στον Α. Τσέχοφ”. Η συλλογή διηγημάτων “Το φιλί” (εκδόσεις Ιωλκός, 2011) είναι η πρώτη του εμφάνιση στα ελληνικά γράμματα.