Από τα παρατράγουδα της χούντας των Συνταγματαρχών
Γράφει η Χαρά Παπαβασιλείου
Ο αυτοκινητόδρομος Άρτας – Πρέβεζας χωρίζει τον Λούρο στα δύο και ο ομώνυμος πλωτός ποταμός εξακολουθεί να τον ποτίζει και να τον θρέφει, καθώς και τα γύρω χωριά, με τα πλούσια νερά και την έμβια ζωή του και «σπεσιαλιτέ» την πέστροφα, την καραβίδα και τα χέλια. Πόλος έλξης και το μοναδικό γυμνάσιο. Μεγάλος των αναλφάβητων γονιών ο καημός για τα γράμματα. Μη ζήσουν και τα παιδιά τους, αντί του ονόματος, την υπογραφή τους με σταυρό, που ’βαζαν οι ίδιοι στις ληξιαρχικές πράξεις γάμων, γεννήσεων, θανάτων…. Η χούντα, «λάτρης κι εκείνη των γραμμάτων», είχε βαλθεί να μορφώσει τον κόσμο, αμολώντας τα σαΐνια της και στην περιφέρεια. Πρώτοι και με την γκλίτσα – κάτι τέτοιες φιγούρες άρεσαν στον Παπαδόπουλο – την καλή και με τα καλά τους κάποιοι βοσκοί, στα πρώτα καθίσματα με τον κοινοτάρχη και τους συμβούλους. Θυμάμαι τον ομιλητή που ανάμεσα στις άρες μάρες κουκουνάρες του πέταξε και το Νους υγιής εν σώματι υγιές. Τις άλλες δεν τις θυμάμαι.
Αυτή όμως έγραψε στο μυαλό μ’ εκείνο το ανιστόρητο υγιές, για να προστεθεί στη σιρμαγιά των μαργαριταριών της, πολύ αργότερα, και το ανιστόρητο Εγέρθητω την ημέρα της ορκωμοσίας της Χρυσής Αυγής στη Βουλή των Ελλήνων. Κατά το Αποφασίζομεν και διατάσσομεν – αν μπορούσαμε, ας κάναμε αλλιώς – μπήκαμε κι εμείς στον χορό της μόρφωσης κι επιλέγοντας ένα θέμα, πήραμε σβάρα τα γύρω χωριά. Τον Κώστα Κρυστάλλη εγώ και με την Ελένη, τη φίλη μου και συνάδελφο συντροφιά, ταξιδέψαμε στο Κεράσοβο, όταν στην επιστροφή το λεωφορείο μας άφησε στο διπλανό του Λούρου χωριό. Εννιά το βράδυ, χειμώνα καιρό – στο μεταίχμιο όμως με τη άνοιξη – κατάκλειστα πορτοπαράθυρα. Ψυχή καμιά στο επίσης κλειστό καφενεδάκι. Ούτε σκιά στον δρόμο, εκτός απ’ των δυο μας. – Οι χωρικοί κοιμούνται νωρίς, για να πάνε χάραμα στο χωράφι. Πώς πέρασαν οι ώρες! Ελπίζαμε πως κάποιος, από κάπου, κάποτε θα φαινόταν, σαν το φως του ηλεκτρικού μες στο σκοτάδι… Ωστόσο, τι σου επιφυλάσσει η ζωή ούτε που μπορείς να το φανταστείς! Περιμέναμε εμείς πως στρογγυλοκαθισμένες πάνω στα σανά-βουνό ενός τρακτέρ, και μάλιστα του σπιτονοικοκύρη μου – το φως που λέγαμε μες στο σκοτάδι! – θα φτάναμε στο χωριό;
Κάπου, μετά τη Γέφυρα Καλογήρου, όπου ο δρόμος ξεκινώντας απ’ το θρυλικό Γεφύρι της Άρτας διχάζεται με τη μια λωρίδα προς τον Λούρο, την άλλη προς τη Φιλιππιάδα, ακούστηκε ο τρακτερωτός ήχος του, αφού προηγουμένως: είδομεν το φως το αληθινόν Αθανάτου Πατρός, όπως η βροντή μετά την αστραπή,(…) … Εκλαμβάνοντάς το ως θεία πρόνοια, μου ’ρθαν στο νου τα λόγια του Ευαγγελίου… Οπότε ασφαλείς και με την πανσέληνο από ψηλά, έμοιαζαν όλα γύρω μας τόσο φανταστικά ωραία, που πιάσαμε και το τραγούδι, σαν καντάδα στην τυλιγμένη στα μαγνάδια του ονείρου φύση του μεσονυχτίου. Στα δεξιά μας σύρριζα το βουνό με τους ίσκιους των δέντρων κι απέναντι ακριβώς στην άλλη πλευρά του δρόμου το ποτάμι να κρατά το ίσο με το μουρμουρητό του και συνοδεία το κελαριστό τραγούδι του γρύλλου, διακοπτόμενο απ’ το παράπονο του γκιόνη.
Η μαγεία των ήχων στην ησυχάζουσα νύχτα! Στης κουκουβάγιας, ως αγγελτήριο θανάτου το άκουσμα, ο οδηγός γύρισε προς τα ’πάνω το βλέμμα του, σε μας, «Καποιανού λίγα τα ψωμιά τ’», χρησμοδότησε κι έφτυσε στον κόρφο του. Εμείς ωστόσο συνεχίσαμε το τραγούδι μας σιγανά και ταπεινά, όπως λέει το άλλο τραγούδι κι όλο πιο σιγανά το δικό μας. Ώσπου, πριν μπούμε στο χωριό, το κατάπιε κι αυτό η σιωπή. Και κατεβαίνοντας απ’ το τρακτέρ ευχαριστήσαμε τον καλό μου σπιτονοικοκύρη κι εκείνος εμάς. ‘‘Μπράβο σας! Τραγ’δήσατε καλύτ’ρα κι απ’ ντ’ ντιζέζ στου παν’γύρ’ τ’ Αϊ-Τρύφωνα, με τα κλαρίνα κι τα βιουλιά’’, μας συνεχάρη και συνέχισε: ‘‘Αυτή τ’ βραδιά θα τ’ θυμάμαι σ’ όλη μ’ τ’ ζουή’’. Αμ εμείς!!! Δε συμβαίνουν συχνά όσα δίνουν νόημα κι ομορφαίνουν τη ζωή… Πόσο μάλλον μέσα στην ασχήμια της χούντας εκείνον τον καιρό…