«Ατόφιο πράμα και όχι μαγαρισμένο!»

Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος

«Ακούς διαζύγιο; Τι είναι αυτό παιδάκι μ’. Παντρεύτηκες. Πάει σχόλασε. Μαζί της θα πεθάν’ς», ήταν η απάντηση της γιαγιάς μου, όταν την πείραζα. «Γιαγιά θα χωρίσω. Θα πάρω διαζύγιο». «Τον τσιώκο μ’ θα παρ’ς», μου απαντούσε. «Σε έχ’ δεμένο με την αργανέλα, πάει τώρα». Τω καιρώ εκείνω το διαζύγιο ήταν εντελώς σπάνιο. Αν κηρύσσονταν κάποιος σε «Αφάνεια», γιατί είχε αφήσει τα κοκαλάκια του στους πολέμους, τότε θα θεωρούνταν διαζευγμένη η γυναίκα. Διαζύγιο «κοινή συναινέσει», ήταν παντελώς αδιανόητο. Όποιος/α παντρεύονταν, από τη στιγμή που ο παπάς θα διάβαζε το Ευαγγέλιο «ὃ οὖν ὁ Θεὸς συνέζευξεν, ἄνθρωπος μὴ χωριζέτω», δηλαδή «αυτό λοιπόν το ανδρόγυνο, το οποίο εις ένα σώμα έχει συνδέσει ο Θεός, ο άνθρωπος ας μη το χωρίζει», τότε πάει το πουλάκ’ σκαπετάρ’σε.

Ο γάμος επισημοποιήθηκε με το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο και «διάλυσις τούτου» ήταν καθαρή ασέβεια. «Πα, πα θα μας αποδοκιμάσ’ ο Θεός!» Και για να «μη μας αποδοκιμάσ’ ο Θεός» μετά το γάμο «μούγκα στη στρούγκα» και να «το καταπιείτε με το ζουμί σας.» «Εγώ, καλύτερα να πάω να πνιγώ στο ποτάμ’ παρά να σ’ αφήσω να ματαχορέψεις τον Ησαΐα.» Συμπέρασμα. Κανόνας σχεδόν απαράβατος. Δεύτερος γάμος δεν υπήρχε. Μόνο, αν χανόταν ο σύντροφος.

Συνήθως ο άντρας χανόταν στους πολέμους και η γυναίκα στη «λεχωνιά.» Και άμα έμεναν πίσω κάμποσα κουτσούβελα, ε, τότε «όλοι έκαναν στραβά μάτια.» «Χάθ’κε στη γέννα. Άιντε το κούτσ’κο θέλ’ μάνα.» Και τότε άρχιζε η δουλειά κυρίως της προξενήτρας. (Άντρες προξενητάδες σπάνιζαν). Στην ουσία άρχιζε το ψάξιμο, «η έρευνα αγοράς», όπως θα λέγαμε σήμερα. Τι υπήρχε στο χωριό και στα παρακείμενα. Είχε πληροφοριοδότες σ’ όλα τα γειτονικά χωριά, υποπρακτορεία αληθινά. Έρχονταν οι πληροφορίες σύννεφο. «Ετούτη είναι καλή, έχει και έχος, αλλά δεν την αφήν’ οι πατέρας της να φύγ’ απ’ το χωριό. Άμα θέλ’ ο γαμπρός να πάει εκεί. Πρέπ’ να φ’λάξ’ και τα γερόντια.» Ακούς πήγαινε; Με τα τέσσερα.

Μάζευε τα κούτσκα και στο διπλανό χωριό. Σώγαμπρος, μουσαφίρης, όπως και να τον έλεγε κάποιος, το ίδιο ήταν. Τα παιδιά να μεγαλώσ’ και από κει και πέρα έχ’ ο Θεός… Για να πούμε την αλήθεια η δουλειά της προξενήτρας σε τέτοιες περιπτώσεις ήταν πολύ δύσκολη. Γι’ αυτό διπλωπληρωνόταν. Κότες, αυγά μέχρι και το φόλ’, κεντητά και ασημικά. Λιρούλες μερικές φορές και μάλιστα αρκετές. Δυσκολότερη ήταν η δουλειά της νύφης. Ήξερε πολύ καλά ότι την παντρεύεται «για να φυλάξει και να μεγαλώσει τα παιδιά του.» Μπορεί να είχε ακόμα και τρία ή και τέσσερα κουτσούβελα. Επομένως η αποστολή της ήταν βαριά και πολλές φορές ασήκωτη! Έπρεπε να πει το μεγάλο Ναι ή Όχι. Η απόφασή της, η όποια απόφαση στηριζόταν σε μια αλήθεια. Εκείνη την εποχή η γυναίκα δεν είχε «τσέπη», δεν είχε πορτοφόλι. Επομένως, δεν φανταζόταν αυτοτελή -τουλάχιστον οικονομικά- ζωή και δεν έβλεπε κανένα στήριγμα στα γεράματά της. Όταν βγήκε εκείνη η συνταξούλα του ΟΓΑ, ε, τότε «κάπως σήκωσε κεφάλι και η γυναίκα.» Από τότε άρχισε να φέρει κι αυτή αντιρρήσεις. «Τι μού λες. Να πάρω τον παλιοχαμχούια, να τον κάνω τι; Να τον ξασκατίσω στα γεράματα; Θα πορέψω τότε. Λίγη, λίγη αλλά θα ‘χω τη συνταξούλα και δεν θα τον έχω πάνω στο κεφάλι μου.»

Επομένως γυναίκες διπλοπαντρεμένες δεν υπήρχαν. Άσχετο, αν η γιαγιά μου επικαλούνταν ηθικούς λόγους για την ανυπαρξία Διαζυγίων ή ακόμα και για διπλοπάντρεμα της γυναίκας. Φωτιές έβγαζε όταν της έλεγα «γιαγιά θα τη χωρίσω τη γυναίκα, θα πάρω άλλη. Περιμένω να πάρει κι αυτή το διαζύγιο. Τον ξαπόστειλε τον άντρα της». Αγρίευε για τα καλά. «Τι να την κάνεις την άλλ’ μωρέ ζαλουταραμένο. Η άλλ’ είναι μαγαρισμέν’, της την έχ’ χαλάσ’ τη σαμπρέλα άλλος. Κάτσε καλά εδώ πού ‘σαι με την κυρά σ’. Ατόφιο πράμα και όχι μαγαρισμένο!»